Το δάσος μου είναι απέραντο. Με κυκλώνει σαν πελώρια, πράσινη σφαίρα. Το φως χορεύει ανάμεσα από τα σμαραγδένια πέπλα, δίνοντας άλλοτε πιο σκούρες και βαθιές, και άλλοτε πιο ανοιχτές και απαλές αποχρώσεις. Μοιάζει με θάλασσα, έτσι όπως αναχρωματίζεται παιχνιδιάρικα, ανάλογα με τις διαθέσεις του φωτός και του ανέμου.
Μυστήριο όσο δεν πάει, βαθύ και απόλυτο σαν εμένα. Φυσικά και μου μοιάζει. Πώς θα ήταν δυνατό να διαφέρει το δάσος από την μάγισσά του;
Όταν το επισκέπτεται ο ήλιος, ξανοίγει. Θαρρείς και είναι ολόκληρο ένα μπουμπούκι, που με το πρώτο φίλημα των ηλιαχτίδων στρέφεται προς τα πάνω, ανυψώνεται, ξυπνά. Χορεύει, χαίρεται, γελάει, ζει. Και με την αγκαλιά της νύχτας ξαποσταίνει, κουλουριάζεται σαν γάτα στην γωνιά της, κλείνεται στον εαυτό του και γαληνεύει. Μα ποτέ δεν παύει να ανασαίνει. Και μην πιστέψετε ποτέ το αντίθετο.
Καμιά φορά, οι κίσσες τσακώνονται. Κρώζουν, τσιμπιούνται, φέρνουν ταραχή. Γεμίζουν τον τόπο φτερώματα και ξερά φύλλα, τσακίζουν κλαδιά και αφήνουν πίσω τους ξυλώδη συντρίμμια. Είναι φασαριόζικα πουλιά, το ξέρω, μα είναι μόνιμοι κάτοικοι του δάσους μου και έχω μάθει να τις αγαπώ. Τις φροντίζω, τους δίνω την προσοχή μου και ό,τι ψίχουλα μου βρίσκονται.
Και βέβαια υπάρχουν κι άλλοι κάτοικοι στο δάσος. Λύκοι, αλεπούδες, κουκουβάγιες, φίδια. Αλλά οι κίσσες κάνουν πάντα τον περισσότερο θόρυβο. Και συνήθως, παλεύουν για την προσοχή μου περισσότερο από κάθε άλλο πλάσμα. Όταν οι εργασίες μου ή άλλα ζώα του δάσους απορροφούν την ενέργειά μου, εκείνες έρχονται και κρώζουν πάνω από το κεφάλι μου. Καμία φορά, όταν είμαι πολύ απορροφημένη για να τους δώσω σημασία, έρχονται και κάθονται στον ώμο μου. Και τότε δεν μπορώ παρά να τις αντικρίσω, να ακούσω τα παράπονά τους και να τους χαϊδέψω καθησυχαστικά το κεφάλι.
Ελπίζω να μην ακούγομαι περίεργη όταν λέω πως κοιμάμαι μαζί τους. Θέλω να πω, μια μάγισσα πάντα ακούγεται περίεργη. Αλλά δεν ξέρω αν γνωρίζετε πολλές μάγισσες που να κοιμούνται αγκαλιά με κίσσες.
Ναι, έρχονται τα βράδια και κουρνιάζουν γύρω μου, κάτω από τις βελανιδιές μου και τους κέδρους μου. Κουλουριάζονται στο κεφάλι μου, στους ώμους μου, στην κοιλιά μου, στην πλάτη μου, όπου βρουν. Και δεν με αφήνουν ποτέ προτού ξημερώσει. Είναι αδύνατον να κοιμηθώ χωρίς αυτές, πλέον. Έχουν γίνει κομμάτι του εαυτού μου. Τις έχω συνηθίσει. Όταν το κρύο περονιάζει, με ζεσταίνουν κιόλας.
Τώρα, να, μου τραγουδάνε καθώς περνάω κάτω από τα χοντρά κλαδιά τους, που στάζουν πάνω μου απομεινάρια της πρωινής βροχής. Έχω τόσο συνηθίσει τα στριγκά τους κρωξίματα, που δεν μπορώ να φανταστώ το δάσος μου χωρίς αυτά. Έχουν γίνει ένα με το ηχητικό μου φόντο, μόνιμα στα αυτιά μου σαν το σφύριγμα του αέρα.
Είναι παρεξηγημένα πουλιά. Δεν τσακώνονται πάντα, δεν ζητούν συνέχεια φασαρίες. Να, είδατε; Τώρα μου τραγουδούν. Μου κρατάνε συντροφιά, με διασκεδάζουν. Και είναι βασίλισσες. Ναι, βασίλισσες. Στον δικό τους κόσμο, στον δικό τους τόπο, εκείνον που μόνο εκείνες βλέπουν. Γιατί -αν δεν το ξέρατε, μάθετέ το- βλέπουν πιο πέρα από τα δικά μας μάτια. Στο άχωρο, το άχρονο. Καμία φορά μου ψιθυρίζουν στα αυτιά μυστικά φερμένα πέρα από τον κόσμο μας, και με αποκοιμίζουν έτσι.
Πετούν πολύ ψηλά, τις έχετε προσέξει; Πάντα σταθερά, πάντα αρχοντικά, σα να διαφεντεύουν τον κόσμο ολάκερο. Είναι πολύ ανώτερές μας και το γνωρίζουν. Για αυτό σας λέω, είναι βασίλισσες.
Διάλεξαν το δάσος μου για θρόνο τους και είμαι πολύ περήφανη για αυτό. Γιατί μαζί με το δάσος μου, διάλεξαν κι εμένα. Τι περηφάνια είναι για μια μάγισσα, τι τιμή, να εκλέγουν εκείνη ανάμεσα σε τόσες άξιες άλλες; Μια άλλη μάγισσα σίγουρα θα καταλάβει.
Αγαπούν εμένα και το δάσος μου, το δίχως άλλο. Κι ας είμαστε και οι δύο γερασμένοι, παλιοί σαν τον χρόνο, κι ας κουβαλάμε, όπως κάθε τι αληθινό σε αυτόν τον κόσμο, τρύπες και μπαλώματα. Δεν είμαστε τέλειοι, τι θαρρείτε; Ποτέ δεν ισχυρίστηκα το αντίθετο.
Πάρτε παράδειγμα εμένα. Γριά, κουρασμένη, γεμάτη ρόζους και αυλακιές στο δέρμα. Και μέσα μου, ένα σωρό πληγές από το πέρασμα του χρόνου που άφησαν λακκούβες στο νου και την καρδιά, και κάθε τόσο σκοντάφτω και τρώω τα μούτρα μου σε δαύτες. Αλλά δε βαριέσαι, σάμπως όλοι δεν έχουν τα σαράκια τους; Σκέψεις και μνήμες να τους τρώνε;
Έτσι και το δάσος μου. Σαν και εμένα, έχει κι αυτό τα σκοτεινά του σημεία. Γωνιές κλεισμένες μέσα σε φαγωμένα, στοιχειωμένα δέντρα, από όπου ουρλιάζουν όντα που δεν καταφέρνεις ποτέ να δεις, μόνο να ακούσεις. Ομίχλες γκρίζες και πηχτές σαν μελάνι, πλανιούνται μέσα τους και άπαξ και μπεις, άντε να βγεις μετά. Μέχρι κι εγώ έλειψε κάποτε να αφήσω τα κόκαλά μου εκεί μέσα. Για καλή μου τύχη, οι χοντρές, ασημιές λωρίδες των μαλλιών μου που σέρνονταν ξοπίσω μου, με έσωσαν. Κάπου βρήκα την άκρη από τις κοτσίδες μου και αυτές μου έδειξαν το δρόμο.
Έτσι είναι. Και εγώ και το δάσος μου είμαστε κάπου κάπου στοιχειωμένοι. Προβληματικοί, θα έλεγε κανείς. Ε και; Σάμπως και ποιος είναι τέλειος, λέω εγώ; Έτσι είπαν και οι κίσσες και μας προτίμησαν. Τώρα αρχοντεύουν στους κέδρους και τις βελανιδιές, κάνουν τσαμπουκάδες μεταξύ τους και χαριτωμενιές στους υπόλοιπους -γιατί είναι και παιχνιδιάρες μέσα σε όλα τα άλλα. Αλλά, για να επιστρέψω σε αυτό που έλεγα, νομίζω πως δεν μας ανέχονται απλά, εμένα και το δάσος μου, παρά τα σκοτεινά μας σημεία. Μας αγαπούν, εξαιτίας αυτών.
Πολλές φορές είδα τις κίσσες να πετούν για τις στοιχειωμένες γωνιές με τόσο μπρίο, με τόση αποφασιστικότητα, θαρρείς και ήθελαν εξεπίτηδες να χαθούν. Σα να έψαχναν για μπελάδες. Ποτέ δεν χάθηκαν στα αλήθεια, φυσικά. Όλες βρήκαν τον δρόμο της επιστροφής.
Έτσι είναι, λοιπόν. Αυτά είναι, όλα κι όλα, αυτά που έχω να σας πω. Αυτή είμαι εγώ, λίγο ζαρωμένη σαν σταφίδα, λίγο μπερδεμένη σαν κουβάρι, λίγο περίεργη σαν μάγισσα. Αυτό είναι το δάσος μου, όπως σας το έδειξα, από άκρη σε άκρη. Λίγο κουρασμένο σαν γέρικο σκαρί, λίγο στοιχειωμένο σαν εγκαταλελειμμένο κάστρο, λίγο επικίνδυνο, όπως όλα τα μυστήρια.
Καμία φορά οι κίσσες τσακώνονται. Και είναι τρομερά φασαριόζες -δεν θυμάμαι αν σας το είπα. Και κάνουν το δάσος άνω κάτω, φέρνουν σούσουρα και αναταραχή. Αλλά δεν κρατάει για πάντα. Σύντομα ηρεμούν και πάλι, τα βρίσκουν μεταξύ τους, μαζεύουν τα σπασμένα κλαδιά, σκουπίζουν τα πεσμένα φύλλα και η γαλήνη απλώνεται και πάλι.
Όπως και να έχει -και συγχωρέστε με αν σας το είπα πάλι- τις έχω συνηθίσει. Τις αποδέχομαι και με αποδέχονται απόλυτα. Μοιραζόμαστε το δάσος και τα μυστικά μας και η ζωή δε θα μπορούσε ποτέ να είναι καλύτερη χωρίς την συντροφιά τους. Και άθελά μου, αναρωτιέμαι ανήσυχη φτύνοντας τον κόρφο μου:
Τι θα ήταν μια μάγισσα του δάσους χωρίς τις κίσσες της;
Tags: The Weird Side Daily , αγκαλιά , αέρα , αέρας , αλεπού , αλλόκοτο , αναταραχή , άνεμος , βαθύ , βασίλισσα , βασίλισσες , Βελανιδιά , βροχή , γέλιο , γριά , δάση , δάσος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , διήγημα φανταστικού , Διηγήματα , εαυτός , ενέργεια , Ζώα , Ζώο , ηλιαχτίδα , Ήλιος , ήχοι , ήχος , θάλασσα , θόρυβος , θρόνος , Ιωάννα Τσιάκαλου , καρδιά , κάτοικοι , κέδρος , κεφάλι , κίσσα , κίσσες , κλαδιά , κόσμος , λύκος , μαγεία , μάγισσα , μάγισσας , μελάνι , μπελάς , μυστήριο , μυστικά , μυστικό , ξύλα , ομίχλη , ον , όντα , ουρλιαχτό , παράπονο , πλάσμα , πλάσματα , πουλί , Πουλιά , πράσινο , πτήση , σημασία , σκαρί , Σκοτεινό , στοιχειωμένα , στοιχειωμένο , συντροφιά , ταραχή , τιμή , τόπος , Τραγούδι , ύπνος , φαντασία , φασαρία , φίδι , φίδια , φόντο , φτέρωμα , φύλλα , φύλλο , φως , Χορός , χρόνος , ώμος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.