“Γύρω του υπήρχε σκοτάδι, αλλά η μορφή του ξεχώριζε, λες και βρισκόταν μέσα σε μια μπάλα ολόλευκου φωτός. Δεξιά και αριστερά του είχε από μία στοίβα από κόλλες αναφοράς που το ύψος τους του έφτανε ως τους ώμους. Ήταν γυμνό και κρατούσε σε κάθε χέρι από ένα στυλό, των οποίων μόνο οι μύτες ήταν στερεές, το υπόλοιπο υλικό χανόταν προς τα πίσω σε μια ουρά από υγρό μαύρο μελάνι που αιωρούταν και ήταν σαν να έρχεται προς την μύτη σαν εβένινη κορδέλα ή σαν λουρί για ένα μυτερό κατοικίδιο, με κολάρο για να το ελέγχει τα δάχτυλα του αλλόκοτου γραφιά…”
“Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Όθωνας, δύο πορφυρές ακτίνες εκτοξεύτηκαν από τα μάτια του Βασίλη κατευθείαν στα δικά του. Ένας ακόμα κεραυνός έπεσε και μαζί με τη βροντή του ακούστηκαν και τα ουρλιαχτά τους, ο ένας επειδή ένιωθε τα μάτια, τον εγκέφαλο, ακόμα και την πραγματική μορφή του μέσα από το σώμα του να καίγονται, ο άλλος επειδή έβαζε όλη του τη δύναμη, αγνοώντας το γεγονός ότι αν συνέχιζε χωρίς σταματημό, το υλικό του πρόσωπο θα έλιωνε…”
Διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο το Μέρος Α’ του υπερφυσικού διηγήματος του Μιχάλη Κανιάρου.
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 3
ΕπόμενηΕνημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.