Οι Μεσημερίτες

“Ήταν δεκαπενταύγουστος και η Αθήνα είχε ερημώσει. Εκείνη ήταν η μέρα που την είδα: Μια σιλουέτα, μαύρη και ασαφή, να τρεμοπαίζει πάνω απ’ την πυρακτωμένη άσφαλτο του οδοστρώματος…”

04 Σεπτεμβρίου 2020

Ήταν δεκαπενταύγουστος και η Αθήνα είχε ερημώσει. Εκείνη ήταν η μέρα που την είδα: Μια σιλουέτα, μαύρη και ασαφή, να τρεμοπαίζει πάνω απ’ την πυρακτωμένη άσφαλτο του οδοστρώματος που έλιωνε κάτω από τις ακτίνες ενός ανελέητου ηλίου. Τα γύρω κτίρια υψώνονταν σιωπηλά και σφραγισμένα, αφυδατωμένα, τα μπαλκόνια τους άδεια, οι μπαλκονόπορτές τους κλειδαμπαρωμένες ενάντια στον καύσωνα που αγκάλιαζε σφιχτά την πόλη. Η σιωπή του καλοκαιριάτικου εκείνου απομεσήμερου γέμιζε από το απαλό βουητό των κλιματιστικών συστημάτων και τον μακρινό αχό της κυκλοφορίας των λιγοστών αυτοκινήτων που διέσχιζαν μια αθέατη λεωφόρο.

Εκείνη στεκόταν εκεί, καταμεσής του δρόμου, εντελώς ακίνητη. Το περίγραμμα της κυμάτιζε αθόρυβα σαν αντικατοπτρισμός που ανά πάσα στιγμή θα βυθιζόταν στην ανυπαρξία.

Κοντοστάθηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας μου και της έριξα μια δεύτερη ματιά. Ένας σπινθήρας ανησυχίας διαπέρασε τις ομίχλες του ιδρώτα και της ζέστης που τύλιγαν τις σκέψεις μου. Σίγουρα θα έχετε νιώσει και εσείς κάπως έτσι ορισμένες στιγμές: Καθώς κινείστε στο προβλέψιμο περιβάλλον της αστικής ενδοχώρας, οι αισθήσεις σας συλλαμβάνουν κάτι παράξενο, κάτι ασυνήθιστο. Και τότε αναδύεστε απότομα από τη λίμνη των προσωπικών σας στοχασμών και κοιτάζετε γύρω σας ξαφνιασμένοι, σαν να βλέπετε τον κόσμο για πρώτη φορά.

Εστίασα την προσοχή μου επάνω στην μαυροντυμένη φιγούρα. Ένιωσα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν έφταιγε το ότι ήταν μαυροντυμένη, στο κάτω-κάτω της γραφής ζήτημα στυλ είναι και αυτό, αλλά το ότι τα ρούχα της κάλυπταν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του σώματός της. Για μια στιγμή υπέθεσα ότι αντίκριζα μια μετανάστρια από κάποια Ισλαμική χώρα που, συνηθισμένη στις ακραίες θερμοκρασίες της Μέσης Ανατολής, φορούσε τα καταπιεστικά ρούχα της πατρίδας της δίχως να απειλείται από θερμοπληξία. Μετά όμως ένιωσα κάτι σαν απειλή. Κατάλαβα ότι η προσοχή της είχε εστιαστεί επάνω μου. Η ακινησία της δεν οφειλόταν σε κάποιο δισταγμό ή αναποφασιστικότητα, αλλά στην παγερή ετοιμότητα ενός αρπακτικού που παρακολουθεί τη λεία του. Ήμουν ευάλωτος απέναντί της. Τρωτός.

Άρπαξα τα κλειδιά μου, άνοιξα την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας σαν κυνηγημένος και χώθηκα μέσα στο σκιερό εσωτερικό της. Μόνο όταν κλείδωσα πίσω μου τη γυάλινη πόρτα τόλμησα να εκπνεύσω με ανακούφιση. Όφειλα να το παραδεχτώ, η σκοτεινή εκείνη φιγούρα με είχε τρομοκρατήσει. Η αφύσικη ακινησία της, ο τρόπος που στεκόταν σαν άγαλμα στη μέση του έρημου δρόμου, οι κυματισμοί της πυρακτωμένης ατμόσφαιρας γύρω από τους ώμους της την περίβαλλαν με μια αλλόκοτη αύρα που ήταν πολύ κακόβουλη.

Μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί που αντιστοιχούσε στον όροφο του διαμερίσματός μου. Οι εσωτερικές πόρτες του θαλάμου έκλεισαν τρίζοντας και εκείνος άρχισε να ανηφορίζει πλημμυρισμένος από τις νότες μιας χαλαρωτικής μουσικής.

Η κατευναστική επίδραση της δεν κατάφερε να διαλύσει τη σκιά της ανησυχίας που με είχε κυριεύσει. Άναψα το κινητό μου και έψαξα τ’ ακουστικά μηνύματα που είχα αποθηκεύσει στη μνήμη του. Φόρεσα το ακουστικό του blue-tooth και άκουσα το τελευταίο μήνυμα που είχα λάβει πριν από πέντε μόλις λεπτά:

«Υπάρχουν στ’ αλήθεια! Στις πόλεις! Τους είδα! Και νομίζω ότι με είδαν και αυτοί!»

Όνομα αποστολέα, Παύλος. Ακουγόταν τρομοκρατημένος. Η φωνή του ηχούσε λαχανιασμένη μέσα απ’ το ακουστικό σαν να είχε τρέξει για μια πολύ μεγάλη απόσταση.

Την ώρα που το ασανσέρ έφτανε στον προορισμό του έκλεισα το κινητό. Βγήκα από το μικρό θαλαμίσκο, κάλυψα την απόσταση που με χώριζε από την πόρτα του διαμερίσματός μου και άνοιξα την κλειδαριά ασφαλείας.

Πίσω της, το καθιστικό έβραζε. Τα κλειστά πατζούρια δεν είχαν καταφέρει να κρατήσουν έξω τη ζέστη της ημέρας. Το ζεστό μισοσκόταδο του διαμερίσματος έκαιγε σαν το στόμιο ενός φούρνου. Άρπαξα με μια σπασμωδική κίνηση το τηλεκοντρόλ του κλιματιστικού και το άναψα στους εικοσιπέντε βαθμούς. Ύστερα, το βλέμμα μου εστιάστηκε στο μικρό γραφείο που είχα στήσει δίπλα σ’ ένα παράθυρο. Εκεί πέρα βρισκόταν ένας λοφίσκος από βιβλία και αποκόμματα εφημερίδων. Γνώριζα σχεδόν επ’ έξω τα περιεχόμενα τους: Τ’  αποκόμματα περιείχαν πρόσφατα άρθρα που αναφέρονταν σε περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν βρεθεί νεκροί σε διάφορες ερημιές και είχαν πεθάνει το μεσημέρι, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των ιατροδικαστών που τους είχαν εξετάσει  Τα βιβλία αντίθετα ήταν λαογραφικού περιεχομένου και εστιάζονταν σε δοξασίες σχετικά με πλάσματα υπερφυσικά που εισέβαλαν στον κόσμο μας τις καυτές ώρες του μεσημεριού,  ανάμεσα στις δώδεκα και στις τρεις η ώρα. Τα ονόματά τους διέφεραν από περιοχή σε περιοχή: Μεσημερίτες, Μεσημεράδες, Καλές Κιουράδες,  Αρμενάδες ήταν κάποια απ’ αυτά. Ωστόσο όλες αυτές οι δοξασίες συμφωνούσαν ως προς ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο: Οι άνθρωποι έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφεύγουν αυτές τις οντότητες οι οποίες ήταν πολύ κακόβουλες και θανατηφόρες. Όλα αυτά ακούγονταν πολύ ενδιαφέροντα και γραφικά, μέχρι τη στιγμή που ο Παύλος μου είχε στείλει εκείνο το παραληρηματικό μήνυμα, λίγα μόλις λεπτά προτού προσέξω την αλλόκοτη φιγούρα στη μέση του δρόμου. Με κυρίευσε ένα ξαφνικό κύμα ναυτίας. Η πραγματικότητά μου είχε μεταβληθεί απότομα. Από την θέση ενός αμέριμνου φοιτητή που έκανε μια λαογραφική μελέτη σε συνεργασία μ’ έναν βοηθό καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχα γίνει στόχος κάποιων παράξενων όντων που ανήκαν στο χώρο του μύθου.

Αποφάσισα να δράσω. Κλείδωσα μια-μια τις μπαλκονόπορτες του διαμερίσματος, ξεκινώντας από την κρεβατοκάμαρα, συνεχίζοντας στην κουζίνα και προχωρώντας στο καθιστικό. Όταν τελείωσα προσπάθησα με δάχτυλα που έτρεμαν να καλέσω τον Παύλο.

Η σύνδεση δεν ήταν εφικτή. Σκέφτηκα να πάρω την αστυνομία. Αλλά τότε, κάτι με σταμάτησε. Ένας θόρυβος. Μια απαλή ανάσα που άκουσα πίσω από την πλάτη μου. Το δέρμα του λαιμού μου, ακριβώς στο σβέρκο, ένιωσε το άγγιγμα μιας καυτής ανάσας.

Tags: athens , black , city , creatures , dead , death , fantasy , horror , light , myth , shadow , short-story , Sun , Supernatural , The Weird Side Daily , Αθήνα , Αρμενάδες , διήγημα , ερημιά , Έρικ Σμυρναίος , Ήλιος , θάνατος , Καλές Κιουράδες , μαύρο , μαυροντυμένος , Μεσημεράδες , μεσημέρι , μεσημερίτες , μύθος , νεκροί , πλάσματα , πόλη , Σκιά , τρόμος , Υπερφυσικό , φαντασία , φιγούρα , φως

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 4 Σεπτεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.