”Βρέθηκα κοντά σε εκείνα τα μέρη, τα αποκαλούμενα «Πατημένα». Μου είχαν πει πως κρατούσαν αυτό το όνομα από τότε που τα πάτησαν τα ξωτικά. Έκτοτε, κανένας λογικός άνθρωπος δεν πλησίαζε. Φήμες έλεγαν πως τα βράδια έβγαιναν από τα δάση γαλάζιες πύρινες γλώσσες, οι κεραυνοί έβγαζαν πόδια και περπατούσαν στις κορυφές των δέντρων, ενώ μυστήριες μουσικές και χαρούμενες φωνές γλεντιού αντηχούσαν από άκρη σε άκρη.”
”’Τότε ήταν που με βρήκε ένα ξωτικό, όμορφο με χρυσά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια σαν σμαράγδια και μυτερά αυτιά. Με είδε ταλαιπωρημένο όπως ήμουν και δεν με φοβήθηκε, παρόλο που η μορφή μου δεν είχε λογική. Μια μαύρη μάζα γεμάτη με φωτεινούς αστερισμούς μέσα της, ένα συσσωρευμένο σύμπαν. Αν το σύμπαν ήταν μια σφαίρα, τότε αυτή θα ήμουν εγώ. Με πήρε στα χέρια του και τότε ήταν που πήρα την πρώτη μου μορφή. Τη μορφή ενός μωρού. Αγγίζοντάς το δέρμα του έγινε και κομμάτι δικό μου. Απέκτησα σκιστά, μαύρα μάτια και μυτερά αυτιά.”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 4
ΕπόμενηΕνημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.