Αλλαγή ώρας

“Ο Λουκ συνοφρυώθηκε. Είχε ξαναπεράσει από εδώ; Οι δρόμοι του φαίνονταν γνώριμοι. Του έμοιαζαν με τους δρόμους της κωμόπολης που βρισκόταν πίσω από τα χωράφια. Όχι, όχι. Ακόμη σε αυτή βρισκόταν…”

«Ξημερώματα Κυριακής γυρίζουμε τα ρολόγια μία ώρα πίσω», ακουγόταν να λέει η φωνή στο ενημερωτικό μήνυμα στο ραδιόφωνο. Η βροχή έπεφτε κατά ριπές στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν πυρετωδώς. Το τζάμι θόλωνε, καθώς το air condition ήταν αναμμένο, ενώ, έξω το κρύο ήταν τσουχτερό και η υγρασία σε υψηλά επίπεδα. Ο Λουκ οδηγούσε απολύτως συγκεντρωμένος, προσέχοντας διπλά καθώς πάντοτε του φαινόταν αγχωτικό το να οδηγεί με τέτοιο καιρό. Δεν είχε χειρότερο από τις μακρινές χειμερινές διαδρομές.

Είχε μπροστά του ακόμη γύρω στις τρεις ώρες πίσω από το τιμόνι του φορτηγού, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του για να παραδώσει τις προμήθειες στο σούπερ μάρκετ.  Ύστερα από λίγο κοίταξε το ρολόι δίπλα από το ταχύμετρο. 02:59. Έμπαινε στην τελευταία ώρα πριν από την αλλαγή. Έπρεπε να θυμηθεί στην επόμενη στάση να γυρίσει το ρολόι.

Ήπιε άλλη μία γουλιά καφέ από το χάρτινο ποτήρι του, το τρίτο κατά σειρά μετά από επτά ώρες οδήγησης και δυνάμωσε λίγο το ραδιόφωνο. Ήταν τα μόνα πράγματα που τον κρατούσαν ακόμα σε εγρήγορση. Μπήκε σε μία κωμόπολη. Κάμποση ώρα αργότερα, το βλέμμα του έπεσε σε μία παρέα νεαρών  που περίμεναν το νυχτερινό λεωφορείο στη στάση. Ήταν ζωηροί. Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν. Οι δρόμοι κατά τ’ άλλα ήταν έρημοι σε εκείνο το σημείο.

Ανακάθισε στη θέση του και τεντώθηκε, καθώς ένιωθε τους μυς του πιασμένους από την πολύωρη οδήγηση. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα. «Ξημερώματα Κυριακής γυρίζουμε τα ρολόγια μία ώρα πίσω», επανέλαβε για μία ακόμη φορά η φωνή στο ενημερωτικό μήνυμα. Κοίταξε και πάλι το ρολόι. 03:27. Ήπιε άλλη μία γουλιά από τον καφέ του.

Στα αριστερά του, ένας πεζός περπατούσε γοργά, κρατώντας με το ένα του χέρι την ομπρέλα του και με το άλλο το γιακά από το παλτό του για να προφυλαχθεί από το κρύο όσο περισσότερο μπορούσε. Ο πρώτος άνθρωπος που έβλεπε μετά την παρέα των πιτσιρικάδων στη στάση. Λογικό, σκέφτηκε, λαμβάνοντας υπόψη το περασμένο της ώρας, αλλά και τον καιρό. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα σπίτια των κατοίκων, όλα με κλειστές πόρτες και παράθυρα. Του άρεσε η αίσθηση του να είναι ξύπνιος την ώρα που όλοι οι άλλοι κοιμούνταν. Του έδινε μία απροσδιόριστη χαρά. Ή, μάλλον, ζωντάνια, ήταν η σωστή λέξη.

Συνέχισε να οδηγεί. 03:47. Μόλις πήγαινε τέσσερις, θα σταματούσε να κάνει ένα διάλειμμα. Ήλπιζε να βρει κάποιο take away ανοιχτό για να πάρει κάτι να φάει. Ίσως και ένα ακόμη ποτήρι καφέ. Στα δεξιά του, είδε μία ηλικιωμένη κυρία να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού της, πίνοντας τον καφέ της. Το φως της βεράντας ήταν αναμμένο και ο Λουκ διέκρινε ένα ραδιοφωνάκι στο τραπέζι μπροστά της. Να και άλλη μία που πιθανώς απολαμβάνει την ησυχία, είπε από μέσα του. Τι λέω; Προφανώς για τις πρωινές αγροτικές δουλειές σηκώθηκε, διόρθωσε τον εαυτό του. Λογικά, σε λίγο θα ξυπνούσαν και οι υπόλοιποι αγρότες.

03:59. Κανένα take away μέχρι στιγμής δεν είχε συναντήσει και ούτε φαινόταν στον ορίζοντα. Η κατοικημένη περιοχή σταματούσε και μπροστά του, αριστερά και δεξιά από το δρόμο, εκτείνονταν μόνο τα χωράφια των τοπικών αγροτών. Σταμάτησε, επιτέλους, για διάλειμμα.

Δέκα λεπτά μετά, καθόταν στο πεζοδρόμιο. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. Έτριψε τα μάτια του και σηκώθηκε. Κοίταξε το δρόμο που απλωνόταν μπροστά του. Έσυρε τα βήματά του μέχρι τον κάδο και πέταξε το άδειο ποτήρι του καφέ. Δύο ώρες ακόμα, σκέφτηκε, και μετά τρεις μέρες ρεπό. Πιάστηκε από το βοηθητικό σίδερο και ανέβηκε και πάλι στο φορτηγό. Ρύθμισε το ρολόι καθώς η ώρα είχε πλέον αλλάξει. Η μηχανή μούγκρισε έντονα, όταν πήρε και πάλι μπροστά. Η ώρα ήταν και πάλι τρεις και δέκα το πρωί.

Για το επόμενο τέταρτο, δεν έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από την άσφαλτο και τα χωράφια. Άρχισαν να αχνοφαίνονται κάποια κτίρια. Σπίτια, ή μάλλον, ερείπια σπιτιών παρατεταγμένα σε σειρές. Έμοιαζε με εγκαταλελειμμένη πόλη. Σκέφτηκε πως μάλλον ήταν εργατόσπιτα περασμένης εποχής πρώιμης εκβιομηχάνισης, τότε που τα σπίτια βρίσκονταν γύρω από τα εργοστάσια. Μόλις είδε και τα μεγαλύτερα παρατημένα κτίρια, σιγουρεύτηκε. Αυτά πρέπει να ήταν εργοστάσια.

Συνέχιζε να βλέπει μόνο τέτοια σπίτια. Η δομή της περιοχής του έμοιαζε με αυτή που πέρασε. Μόνο που η προηγούμενη φαινόταν να σφύζει τα πρωινά από ζωή. Ένα συνονθύλευμα από σίδερα και μισοσπασμένα πλαστικά που έμοιαζε στη δομή με παλιά στάση λεωφορείου βρισκόταν σε ένα σημείο του δρόμου. Κάτω από το υπόστεγό του, βρίσκονταν κουλουριασμένοι κάποιοι άνθρωποι. Έμοιαζαν κατάκοποι, ασθενικοί. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Ο Λουκ ένιωσε το στήθος του να βαραίνει. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από εικοσιπέντε χρονών. Φαινόταν καθαρά πως ήταν χρήστες ουσιών. Συλλογίστηκε την παρέα που είχε δει προηγουμένως. Πλήρης αντίθεση. Ζωηρότητα, ευτυχία και δίψα για ζωή από τη μία, προβλήματα και παραίτηση από την άλλη. Μέσα στον ιστό της κωμόπολης από τη μία και εξορία από αυτόν από την άλλη. Εκούσια ή ακούσια, αναρωτήθηκε.

Ο Λουκ συνοφρυώθηκε. Είχε ξαναπεράσει από εδώ; Οι δρόμοι του φαίνονταν γνώριμοι. Του έμοιαζαν με τους δρόμους της κωμόπολης που βρισκόταν πίσω από τα χωράφια. Όχι, όχι. Ακόμη σε αυτή βρισκόταν. Δεν είχε δει νέα ταμπέλα που να τον ειδοποιεί πως βρίσκεται σε άλλη. Προφανώς, η αρχιτεκτονική είναι παρόμοια σε όλη την έκταση, συλλογιζόταν.

Στα αριστερά του, είδε έναν πεζό. Ανακάθισε στη θέση του προβληματισμένος. Μετά από μία παρέα, πάλι είχε δει έναν πεζό προηγουμένως. Πάλι στα αριστερά του και πάλι σε διασταύρωση. Ο άνδρας προχωρούσε αργά, χωρίς να τον νοιάζει η βροχή. Έκανε σπασμωδικές κινήσεις και του Λουκ του φάνηκε πως κάτι έλεγε. Όταν τον προσπέρασε και τον είδε από μπροστά, σιγουρεύτηκε. Ο άνδρας παραμιλούσε.

Έστρεψε το βλέμμα του στο φορτηγό του Λουκ και στη συνέχεια στον ίδιο. Είδε πως τον κοιτούσε. Άρχισε να του φωνάζει, δείχνοντάς τον με το δείκτη του. Ο Λουκ δεν μπορούσε να καταλάβει τι του φώναζε ο άνδρας. Δεν ασχολήθηκε περαιτέρω και συνέχισε την πορεία του. Για μία στιγμή, σκέφτηκε πως το σημείο αυτό της κωμόπολης, μοιάζει σα μία δυστοπία του προηγούμενου. Αμέσως, γέλασε και απόδιωξε τις σκέψεις αυτές από το μυαλό του.

Το σημείο αυτό, σκέφτηκε, είναι παρατημένο. Οι απόγονοι των εργατών που έμεναν εδώ, το έχουν εγκαταλείψει. Όλοι ζουν στην άλλη πλευρά. Όλοι, εκτός από κάποιους, Από κάποιους που, έτσι κι αλλιώς, βρίσκονται εκτός, σκέφτηκε. Ίδια κωμόπολη, ίδια αρχιτεκτονική. Κάτι μέσα του όμως, συνέχιζε να τον τρώει. Κι αν; Κι αν τι; Κι αν όντως πάει κάτι λάθος; Η ομοιότητα των πάντων είναι τεράστια. Σύνελθε. Οδηγείς πολλές ώρες και έχεις αρχίσει να τα παίζεις. Συγκεντρώσου. Κοντεύεις. Κι αν; Οι σκέψεις αυτές διαδέχονταν η μία την άλλη.

Έστριψε πάλι σε έναν δρόμο που του φάνηκε γνώριμος. Βάλθηκε να κοιτάζει τα ερειπωμένα σπίτια. Κάπου εδώ, στο άλλο μισό είχε δει εκείνη την ηλικιωμένη κυρία στην αυλή της. Έφτασε στο τέλος του στενού. Κανείς. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Είδες; Άλλαξε ταχύτητα. Μισή ώρα διαδρομής ακόμη.

Ξαφνικά, άκουσε έναν ήχο σα να πασχίζει κάποιος να πάρει ανάσα στο διπλανό κάθισμα. Αναπήδησε τρομαγμένος και προσπάθησε να κρατήσει τον έλεγχο του οχήματος. Παραλίγο το φορτηγό να πέσει σε ένα χαντάκι, ωστόσο κατάφερε να το σταματήσει. Κοίταξε δίπλα του. Κανείς. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Το άκουσε πραγματικά; Είχε αρχίσει να τα χάνει; Ήταν, απλώς, πολύ κουρασμένος; Προσπάθησε να βάλει πάλι μπροστά. Αισθανόταν το κορμί του να τρέμει τόσο, που του ήταν αδύνατο μέχρι και να ανάψει πάλι τη μηχανή.

Έβαλε το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες του και ψιθύρισε «ηρέμισε». Αποφάσισε να ξεκινήσει. Ωστόσο, δεν μπορούσε να το πράξει. Μπροστά στο δρόμο, στεκόταν μία μορφή. Θύμιζε αμυδρά ηλικιωμένη κυρία, όμως ήταν κάτι άλλο. Κάτι που ο Λουκ δεν μπορούσε να κατονομάσει. Το δέρμα στο πρόσωπό της ήταν σχισμένο. Σε πολλά σημεία, έλειπαν ολόκληρα κομμάτια. Το στόμα της ήταν ανοιχτό και από μέσα έβγαινε ένας παράξενος, απόκοσμος ήχος. Δε διακρίνονταν δόντια. Τα χέρια της ήταν λυγισμένα αφύσικα. Στεκόταν και τον κοιτούσε.

Ο Λουκ ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει, να θρυμματιστεί. Έβαλε μπροστά. Ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθυνόταν κατά πάνω της. Δείλιασε. Την τελευταία στιγμή έστριψε το τιμόνι και την απέφυγε. Κοίταξε από τον καθρέφτη. Η γριά λύγισε απότομα το κεφάλι της προς τα πίσω. Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο αυχένας θα είχε σπάσει. Εκείνη όμως δε μόρφασε καν. Έμεινε να τον κοιτά. Ο Λουκ πάτησε το γκάζι και απομακρύνθηκε από την περιοχή.

Η ώρα έφτασε και πάλι τέσσερις. Δεύτερη φορά πέρασε από μεγάλες εκτάσεις χωραφιών. Κοιτούσε συνεχώς πίσω του. Τίποτα. Εντός  των επόμενων λεπτών θα έφτανε στον προορισμό του, όπου οι νυχτερινοί υπάλληλοι της εταιρίας θα παραλάμβαναν τα δέματα.

Δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δρομολόγιο στην περιοχή αυτή.

 

Main Image Reference

Tags: The Weird Side Daily , αλλαγή ώρας , αλλόοκοτο , ανάσα , άνθρωποι , αυτοκίνητο , βροχή , γριά , διαδρομή , διήγημα , Διήγημα τρόμου , διήγημα φανταστικού , Διηγήματα , δομή , δόντια , έλεγχος , εποχή , εργοστάσια , ερείπια πόλη , ήχος , ιστορία , ιστορία τρόμου , καθρέπτης , καθρέφτης , καιρός , καφές , κτίρια , μηχανή , μορφή , ναρκωτικά , οδήγηση , Παναγιώτης Ματσίγκας , πεζοδρόμιο , πεζός , πορεία , πρόσωπο , ραδιόφωνο , ρολόι , σίδερα , σπίτια , στάση , ταμπέλα , τιμόνι , τρόμος , υγρασία , φορτηγό , φωνή , χαρά , χρήστες , χωράφια , ώρα

Παναγιώτης Ματσίγκας

Δημοσιεύτηκε 29 Οκτωβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.