Ομιχλώδης Καλεσμένος

“Γύρω του υπήρχε σκοτάδι, αλλά η μορφή του ξεχώριζε, λες και βρισκόταν μέσα σε μια μπάλα ολόλευκου φωτός. Δεξιά και αριστερά του είχε από μία στοίβα από κόλλες αναφοράς που το ύψος τους του έφτανε ως τους ώμους. Ήταν γυμνό και κρατούσε σε κάθε χέρι από ένα στυλό, των οποίων μόνο οι μύτες ήταν στερεές, το υπόλοιπο υλικό χανόταν προς τα πίσω σε μια ουρά από υγρό μαύρο μελάνι που αιωρούταν και ήταν σαν να έρχεται προς την μύτη σαν εβένινη κορδέλα ή σαν λουρί για ένα μυτερό κατοικίδιο, με κολάρο για να το ελέγχει τα δάχτυλα του αλλόκοτου γραφιά…”

12 Νοεμβρίου 2021

Στριφογύριζε στα χέρια του μία σβούρα.

Μία παλιά σβούρα λίγο πιο πέρα από κιτρινισμένα ακροδάχτυλα χρόνιου καπνιστή, στα οποία η νικοτίνη είχε περάσει το τελεσίδικο αστάρι της στη μάχη έναντι της σκουριάς του χρόνου και του καημού. Μία ξύλινη σβούρα στα σταθερά χέρια ενός εξηντάρη μέσα στα πλαίσια ενός φωτεινού κύκλου, λίγο πιο πάνω από την τσόχινη επιφάνεια ενός παλιού γραφείου, ίσως λίγο παλιότερο κι από τον ιδιοκτήτη του, το οποίο δεν θα κατέρρεε ποτέ –ή ίσως απλά να περίμενε από τον θνητό να καταρρεύσει πρώτα, σε μία σιωπηλή κόντρα αλλόκοτης φύσης, μιας κόντρας μεταξύ αντικειμένου και ανθρώπου. Μία κόκκινη, ξεβαμμένη σβούρα που σύντομα θα κατέληγε στη γωνία του ακαθόριστου μεγέθους δωματίου, στη στοίβα με τις τόσες άλλες σβούρες που είχε μαζέψει ο συλλέκτης.
Τα δάχτυλά του περιεργάζονταν το αντικείμενο με μισόκλειστα μάτια, καθώς η ομίχλη που έβγαινε από το στόμα του καπνιστή πλανιόταν μέσα στο φωτεινό, χρυσό χωνί που ξεχυνόταν από το λαμπατέρ και πάνω στο γραφείο, περνώντας από το οπτικό του πεδίο σα νεφέλη στην επιφάνεια φθινοπωριάτικης λίμνης. Τι ιστορία να έκρυβε αυτή η σβούρα;

Συγκεντρώθηκε και σαν μέσα από το πέρασμα του ερέβους που απλωνόταν γύρω από το γραφείο, λες και μέσω μιας σιωπηλής επικοινωνίας με τις υπόλοιπες σβούρες της στοίβας ή με κάποιο τρόπο που ποτέ δεν πολυκαταλάβαινε, εικόνες άρχισαν να έρχονται αργά μα σταδιακά, σαν σε παρέλαση μέσα στο νου του. Χανόταν μέσα στο αντικείμενο κι αυτό του μιλούσε για παιδικά παιχνίδια σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους έρημων γειτονιών, τραγουδούσε μέσα στο κεφάλι του γέλια ενθουσιασμού και κραυγές δέους -Κοίτα πώς ισορροπεί! Ω κρατά τόση ώρα! Δες την πώς συνεχίζει τον χορό της!- τον έκανε θεατή σε μυστικές ζωές ατόμων που ποτέ δεν θα συναντούσε.

Την ακούμπησε στην επιφάνεια του γραφείου και της τράβηξε μια καλή γυρισιά, την τελευταία της… Την είδε να τρελαίνεται και να χορεύει γύρω από τον άξονά της σαν δερβίσης σε έκσταση σαν να του έλεγε: Μη με πετάξεις, έχω ακόμη ζωή μέσα μου, απλά κοίτα με και θα σου το αποδείξω… Μάταια όμως τα παρακάλια της και σαν να το καταλάβαινε και η ίδια, άρχισε να βαραίνει από τη θλίψη της επερχόμενης εγκατάλειψής της και του σοβαρού βλέμματος που τη ζύγιζε δίχως να ενθουσιάζεται από τα παλιά της κόλπα. Άρχισε να χάνει το ρυθμό της και να παραπατά, σαν γερασμένη χοντρομπαλού χορεύτρια που τα χρόνια της νιότης και του θριάμβου της είχαν κάνει πια φτερά και τόσο ντροπιασμένη από τον εαυτό της όσο και απογοητευμένη από τον άκαρδο κόσμο, σωριάστηκε στη γη.

Το χέρι την έπιασε και την πέταξε αδιάφορα στη στοίβα, στη γωνιά του γεμάτου δωματίου. Ο γέρος ακούμπησε τις παλάμες του στα πόδια του και ξεκούρασε τα χέρια του, παρατηρώντας τον θησαυρό του που γέμιζε ολόκληρο το σπίτι του. Κάθε δωμάτιο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με αντικείμενα κάθε λογής. Η κουζίνα είχε κατακλυστεί από τηγάνια και κατσαρόλες από μπρούντζο, μαχαιροπίρουνα μέσα σε κομμένα μπουκάλια αναψυκτικών, μπουκάλια ποτών που δεν κυκλοφορούσαν πια, κλεφτοφάναρα και ό,τι άλλο μπορούσε να σχετιστεί με το νοικοκυριό. Η κρεβατοκάμαρα είχε μετατραπεί σε βιβλιοθήκη -ή για του λόγου το αληθές σε βιβλιοστάσιο- με τους τοίχους γεμάτους ράφια που είχαν κάνει κοιλιά από το βάρος των φορτίων τους, με κουτιά ξέχειλα από εφημερίδες και κόμικ περασμένων εποχών και με στοίβες βιβλίων τσέπης που συνεχώς έπεφταν παρασέρνοντας στο διάβα τους τα υπόλοιπα βιβλία –αυτό δεν τον ένοιαζε διόλου όμως. Η τραπεζαρία είχε καφάσια με σβούρες, βαρέλια πλημμυρισμένα με βόλους, αφίσες κινηματογραφικών ταινιών σε ρολά, καρτ ποστάλ και παλιές τηλεκάρτες σε κουτιά παπουτσιών, γραμματόσημα σε κουτιά μπισκότων, αναρίθμητα παιδικά παιχνίδια από διμοιρίες μικρών στρατιωτών μέχρι τρίκυκλα ποδήλατα κι από αμαξάκια μέχρι πορσελάνινες κούκλες κι άπειρα άλλα.

Στη τραπεζαρία όμως βρισκόταν και το εν λόγω γραφείο που ο συλλέκτης λάτρευε αν μη τι άλλο για το περιεχόμενό του. Ήταν ένα γραφείο με συρτάρια δεξιά κι αριστερά από τη θέση του καθήμενου κι αυτά ήταν ξέχειλα από ημερολόγια. Κι αυτά τα ημερολόγια τα είχε ξεκοκαλίσει, τα είχε στραγγίξει, τα είχε ρουφήξει λέξη-λέξη όλα αυτά τα χρόνια που τα συνέλεγε μα μια στο τόσο, μια φορά κάθε είκοσι χρόνια ας πούμε, αποφάσιζε να τα στείλει σε κάποιον τυχάρπαστο συγγραφέα. Δεν τον ενδιέφερε το ταλέντο, οι ιδέες ή το περιεχόμενο των έργων του, δεν τον ενδιέφερε η ηλικία αυτού ή η κοινωνική θέση, απλά ήθελε να ξεφορτωθεί κάποια από αυτά τα ημερολόγια με οποιοδήποτε τρόπο και σε αυτό τον βοηθούσαν κάποια στοιχειακά άγνωστα για τον άνθρωπο.

Συλλέκτης και ψυχομάντης, σαν τον πατέρα του με συνοδεία τους αόρατους φίλους του και αποστολή ίδια με εκείνον.

Τα ημερολόγια ήταν ένα αγκίστρι και τα έστελνε για να βρει την λεία του.

Και είχε βρει επιτέλους το ψάρι που αναζητούσε τόσα χρόνια…

 

Είχα μόλις τελειώσει να καθαρογράφω μία από τις κάμποσες ιστορίες που είχα διαβάσει πριν από κάμποσα βράδια. Έκατσα αναπαυτικά στην καρέκλα, ξεκολλώντας την μούρη μου από την οθόνη του υπολογιστή. Ηρεμώντας για λίγο διαπίστωσα πόσο κουρασμένος ήμουν. Αποθήκευσα το έγγραφο και έσβησα το κακόμοιρο μηχάνημα που είχε πια αρχίσει να ζεσταίνεται επικίνδυνα.
Κοίταξα την ώρα. Είχε πάει τέσσερις και μισή. Σηκώθηκα από την καρέκλα και έπεσα βαριά στο κρεβάτι μου. Σκεπάστηκα με την ελαφριά, γαλάζια κουβέρτα μου και έσβησα το φως. Παρά την κούραση μου όμως δεν μπόρεσα να κοιμηθώ.

Είχαν περάσει δύο δεκαετίες περίπου από εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ και ακόμη δεν είχα καταλάβει πώς είχε έρθει σε μένα αυτό το μπαούλο. Ένα μπαούλο γεμάτο ημερολόγια και κατά καιρούς μου στέλνονταν κι άλλα –κάποια τυλιγμένα σε καθαρή λαδόκολλα, κάποια μέσα σε παλιές εφημερίδες, κάποια σε απλό κίτρινο φάκελο ταχυδρομείου. Τα περιστατικά εκείνης της νύχτας όμως –όπως για παράδειγμα η φαινομενική επιμήκυνση του χρόνου από τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης και η εξαφάνιση του κιβωτίου όσο κι αν το έψαχνα τις επόμενες μέρες- δεν τα περιεργαζόμουν πια στο μυαλό μου, γιατί το ήξερα πως αν έψαχνα για κάποια λογική εξήγηση θα τρελαινόμουν. Ποιος όμως να μου στέλνει κάτι τέτοιο και μάλιστα τόσο αργά το βράδυ και όχι κατά την διάρκεια της μέρας; Ποιοι είχαν γράψει όλα αυτά τα κείμενα; Υπήρχαν όλοι αυτοί οι ήρωες ή όχι; Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: γιατί αυτές οι σελίδες ήρθαν σ’ εμένα;

Σταμάτησα να σκέφτομαι όλα αυτά και αναστέναξα βαριά ξέροντας πως ποτέ δεν θα μάθαινα την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Τυλίχτηκα με την κουβέρτα μου και απόρησα για πότε είχε αρχίσει να κρυώνει ο καιρός. Σεπτέμβρης πια. Οι πρώτες βροχές είχαν αρχίσει να πέφτουν και η ατμόσφαιρα μύριζε χώμα και υγρασία. Ήταν υπέροχα.

Ο αέρας ούρλιαξε απ’ έξω και ο νους μου επέστρεψε στις ιστορίες που είχα γράψει σε αυτό το χρονικό διάστημα. Ακόμη δεν μπορούσα να το πιστέψω πως ολοκληρώνονταν τόσο γρήγορα και τόσο αβίαστα. Μου έκανε εντύπωση πώς ο κάθε ήρωας με είχε συγκινήσει και με είχε κάνει με τον τρόπο του να τον αγαπήσω.

Είχα όμως προβληματιστεί: ήταν άραγε ξένες οι ιστορίες ή δικές μου; Το μπαούλο με τα χειρόγραφα υπήρξε πραγματικά ή ήταν όλα ένα όνειρο; Πώς εξηγούταν όλη αυτή η έμπνευση;

Τα ημερολόγια όμως ήταν τα διαπιστευτήρια…

Αυτά οφείλονταν για την επιτυχία μου και την απομάκρυνσή μου από τον κόσμο όμως, οπότε τους ήμουν ευγνώμων. Είναι κατάρα να μπορείς να γράψεις αλλά να μην έχεις ιδέες. Και όταν οι ιδέες έρχονται στην πόρτα σου σωρηδόν και σε βρίσκουν όπου κι αν μετακομίζεις, από ένα σημείο και μετά, σταματάς να αναρωτιέσαι ποιος σου τις στέλνει και απλά το αποδέχεσαι. Καρπώνεσαι από αυτές –ιστορίες νεκρές από παλιά που αναζητούν μια αναβίωση από την ηλεκτρική σου πένα- κρατάς το μυστικό και αναμένεις τη νέα σοδειά.

Με αυτά στο μυαλό μου δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος.

Η μέρα που ήρθε ήταν βαρετή. Σάββατο. Ο καιρός απρόσμενα κρύος. Πήγα για ψώνια στο κοντινό χωριουδάκι, διάβασα λίγο και μετά το μεσημεριανό κοιμήθηκα για δυο τρεις ώρες. Για έναν παχύσαρκο σαραντάρη που με το ελάχιστο κουράζεται και ιδρώνει σαν γουρούνι, η ζωή δεν είναι πια για πολλά πολλά. Ξυπνάς με τον ιδρώτα να πήζει σαν γλίτσα στα σεντόνια, σέρνεσαι μέχρι να περάσει η μέρα για να πας και πάλι στο κρεβάτι δίχως τύψεις ότι έχασες το χρόνο σου. Πάλι καλά είμαι συγγραφέας, οπότε σπάνια θα με αναγνωρίσουν στο δρόμο για να μου πουν πώς με πήραν τα χρόνια και πώς ασχήμυνα. Ηλίθια ματαιοδοξία ίσως, στο δρόμο προς το μνήμα… Δεν έχει σημασία. Έγραψα λοιπόν λιγάκι και το βράδυ κύλησε απελπιστικά αργά μέχρι που αποκοιμήθηκα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια δίπλα από το τζάκι.

Δεν άργησα όμως να ξυπνήσω.

Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε.

Άνοιξα τα μάτια μου και ξαφνιάστηκα που με είχε πάρει ο ύπνος με το βιβλίο ανοιχτό δίπλα μου. Έβαλα ένα σελιδοδείκτη μέσα του και το έκλεισα. Γιατί είχα ξυπνήσει;

Θυμήθηκα. Το χτύπημα στην πόρτα! Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα. Να ήταν κι άλλο δέμα; Μακάρι!

Αδιαφορώντας μην τυχόν ξυπνήσω τους άλλους –Ποιους άλλους; Μόνος δεν έμενα;- πετάχτηκα όρθιος και έτρεξα προς την κύρια είσοδο. Μ’ ένα βιαστικό βλέμμα είδα την ώρα. 3:33. Άνοιξα την πόρτα και δεν είδα τίποτα, κανέναν.

“Θα το φαντάστηκα” σκέφτηκα και τότε κατάλαβα ότι δεν βρισκόμουν στην καλύβα μου στο δάσος, μα στο πατρικό μου σπίτι και ήμουν ένας αδύνατος και υγιέστατος νεανίας! Εξ’ ου και η γεμάτη ζωτικότητα αφύπνισή μου!

“Όνειρο λοιπόν…” διαπίστωσα και τότε είδα κάτι να γυαλίζει μπροστά μου. Ήταν μια κάθετη ασημένια γραμμή η οποία έμοιαζε με κορδέλα. Άναψα το φως έντρομος και μπροστά μου δεν υπήρχε τίποτα. Ό,τι και να ήταν είχε χαθεί. Άρχισα να ηρεμώ, αν και το όνειρο παρέμενε ζωντανότατο. Πάλεψα να ηρεμήσω και να σκεφτώ τι θα έκανα τώρα που είχα ένα όμορφο κορμί και ένα πρόσωπο δίχως προγούλια και τον έλεγχο του ονείρου μου.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως είχα ένα δυνατό προαίσθημα. Κατά κάποιο τρόπο ήξερα πως η κορδέλα ήταν ακόμη εκεί. Την ένιωθα! Μπορεί με το φως να μην την έβλεπα, στο σκοτάδι όμως θα ξεχώριζε. Ήμουν σίγουρος. Έσβησα λοιπόν το φως και η γραμμή εμφανίστηκε να αιωρείται μπροστά μου στην στιγμή.

Άπλωσα το χέρι μου όλο άνεση να την πιάσω και τότε ένιωσα σα ν’ αδειάζω. Ήταν σα να με ρουφά με δύναμη ο αέρας, σα να πέφτω προς τα μπροστά με ταχύτητα.

Όλα αυτά όμως διήρκεσαν για λιγότερο από τρία δευτερόλεπτα. Όλα σταμάτησαν κι εγώ παρέμεινα ζαλισμένος και αποπροσανατολισμένος. Τίποτα δεν κινούταν γύρω μου και όλα ήταν σκοτεινά. Πού ήμουν;

Κοίταξα το χέρι μου και ακόμη κρατούσα την κορδέλα. Ξαφνικά άρχισε να ξεθωριάζει και μετά από μια στιγμή είχε χαθεί εντελώς μέσα από την λαβή μου!

Γύρισα πίσω μου και το πατρικό μου είχε χαθεί! Αντί γι’ αυτό, μπορούσα να δω ένα κόκκινο φως στο βάθος. Άρχισα να κινούμαι διστακτικά προς τα εκεί και για μια στιγμή ένιωσα πολύ γελοίος. Όλο αυτό το όνειρο παραήταν ζωντανό και εγώ το “μάσαγα” και το ζούσα σαν να ήμουν πιτσιρίκι στο κινηματογράφο σε μια τρισδιάστατη ταινία! Απίστευτο!

Πλησίαζα ολοένα και περισσότερο το φως και αυτό που είδα με έκανε να ξεχάσω εντελώς τις ονειροβατικές μου ανησυχίες. Λίγο πιο μακριά από τα πόδια μου υπήρχε ένας γκρεμός, ένα ακαθόριστου βάθους χάσμα! Γύρισα πίσω μου περιμένοντας να δω τον διάδρομο που είχα ακολουθήσει… αλλά από το πουθενά, εκεί είχε εμφανιστεί ένας τοίχος! Λίγο πιο πάνω από το κεφάλι μου υπήρχε ταβάνι. Άρχισα ν’ αγχώνομαι και ν’ αναπνέω γρήγορα αγωνιώντας. Πού είχα βρεθεί;

Κοίταξα πάλι μπροστά και προσπάθησα να ηρεμήσω για να καταλάβω τι συμβαίνει και πού είμαι. Πήγα κοντά στον γκρεμό και υπέθεσα, από τους ιμάντες του ασανσέρ που έβλεπα, ότι βρισκόμουν μέσα σε κάποιο κτίριο. Δεν υπήρχαν όμως ούτε πόρτες γύρω, ούτε τίποτα. Ήμουν στην κορυφή κάποιου κτιρίου. Κοίταξα κάτω και τα πατώματα ήταν τόσα που δεν μπορούσα να δω την βάση ή τον ανελκυστήρα. Μόνο έρεβος μετά από κάμποσα μέτρα λες και ήμουν πάνω από κάποιο βάραθρο.

Αυτό που με παραξένεψε –πέρα του πως είχα βρεθεί εκεί και την όλη φύση του ολοζώντανου ονείρου φυσικά- ήταν ότι από το ταβάνι μπροστά μου κρέμονταν κομμάτια από αλυσίδες –από ένα έως δύο μέτρα το πολύ- οι οποίες ήταν χτισμένες μέσα στο ταβάνι. Ποιος τις είχε βάλει εκεί; Και γιατί;

Τότε άκουσα έναν απροσδιόριστο ήχο. Ήταν σαν να ρουφούσε κάποιος ένα χαστούκι –δεν μπορώ να τον περιγράψω καλύτερα. Γύρισα προς την κατεύθυνσή του και είδα καθισμένο οκλαδόν πάνω σε ένα κατηφορικό προς το κενό πάτωμα ένα πλάσμα που με έκανε να τρομοκρατηθώ.

Γύρω του υπήρχε σκοτάδι, αλλά η μορφή του ξεχώριζε, λες και βρισκόταν μέσα σε μια μπάλα ολόλευκου φωτός. Δεξιά και αριστερά του είχε από μία στοίβα από κόλλες αναφοράς που το ύψος τους του έφτανε ως τους ώμους. Ήταν γυμνό και κρατούσε σε κάθε χέρι από ένα στυλό, των οποίων μόνο οι μύτες ήταν στερεές, το υπόλοιπο υλικό χανόταν προς τα πίσω σε μια ουρά από υγρό μαύρο μελάνι που αιωρούταν και ήταν σαν να έρχεται προς την μύτη σαν εβένινη κορδέλα ή σαν λουρί για ένα μυτερό κατοικίδιο, με κολάρο για να το ελέγχει τα δάχτυλα του αλλόκοτου γραφιά. Το πλάσμα ήταν κάτι σαν τρελός συγγραφέας. Έγραφε συνέχεια, δίχως σταματημό, μία από την μία πλευρά και μία από την άλλη. Όταν έγραφε στα δεξιά του είχε αρσενική μορφή, όταν έγραφε στ’ αριστερά του είχε θηλυκή. Όποτε άλλαζε πλευρά ακουγόταν ο ήχος που προανέφερα και το πλάσμα μεταμορφωνόταν ακαριαία.

Αυτό που με τρόμαξε όμως ήταν ότι είχε την μορφή μου! Αυτό που έβλεπα είτε ως γυναίκα είτε ως άντρα ήμουν εγώ και αυτό ήταν σίγουρο. Πώς γινόταν αυτό; Άρχισα να σκέφτομαι, μα μέσα στην σύγχυση μου φυσικά δεν μπόρεσα να βρω μια λύση. Η όψη του μεταλλασσόταν κάθε φορά που γύρναγε το κενό βλέμμα του από την μία πλευρά στην άλλη.

Κάθε σελίδα που ολοκληρωνόταν έπεφτε στο κενό και το πλάσμα συνέχιζε κατευθείαν στην επόμενη. Δεν σήκωσε στιγμή το βλέμμα του προς εμένα, μάλλον δεν είχε αντιληφθεί καν ότι βρισκόμουν εκεί.

Ξαφνικά μια τρελή παρόρμηση με πλημμύρισε: έπρεπε να δω τι έγραφε!

Πήγα όσο πιο άκρη μπορούσα και άπλωσα το χέρι μου να πιάσω κάποια σελίδα. Αδύνατον. Όλες έπεφταν πολύ πιο μακριά από εμένα. Ξάπλωσα μπρούμυτα και ξαναπροσπάθησα. Τίποτα. Έπρεπε να τις πιάσω, δεν έπρεπε να τις χάσω, ήταν καινούριες ιστορίες, νέα ημερολόγια! Τι να έκανα;

Οι αλυσίδες!

Σηκώθηκα όρθιος και τεντώθηκα να φτάσω την αλυσίδα αλλά η κοντινότερη ήταν πολύ πιο μακριά από το χέρι μου.

«Ανάθεμα!», έβρισα και έντρομος κοίταξα το πλάσμα με φόβο για να δω μήπως με κατάλαβε. Εκείνο ούτε που με κοίταξε. Συνέχιζε προσηλωμένο την δουλειά του.

Έβγαλα το πάνω μέρος της πιτζάμας που φορούσα και το πέταξα προς την αλυσίδα, ελπίζοντας να την πιάσω κατά κάποιο τρόπο. Φυσικά δεν κατάφερα τίποτα έτσι και κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας κάτι για να δέσω το ύφασμα, έτσι ώστε να κρεμαστώ έξω, στο κενό και να πιάσω έστω και μια σελίδα. Με είχε πιάσει μια εφιαλτική εμμονή που ίσως να ήταν το μόνο που είχε επιτέλους νόημα μέσα σε αυτή την ονειροφαντασία. Τότε είδα μια πρόκα στην μέση του μικρού χώρου που βρισκόμουν και τρυπώντας το ύφασμα στερέωσα το μανίκι εκεί. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνη την στιγμή, αυτή η σκέψη, μου φαινόταν απίστευτα λογική, πίστευα ότι αυτό που είχα κάνει ήταν πανέξυπνο και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάει κάτι στραβά στο σχέδιό μου.

Έπιασα την άκρη του ελεύθερου μανικιού και κρεμάστηκα έξω, πάνω από το βάραθρο. Οι τοίχοι ήταν υπερβολικά λείοι. Άρχισα να γλιστράω και άκουσα το μανίκι να σκίζεται. Τρόμαξα και άρχισα να πασχίζω ν’ ανέβω πάλι πάνω ξεχνώντας εντελώς τις πολύτιμες σελίδες. Η προσπάθειά μου όμως έκανε το ύφασμα να σκίζεται γρηγορότερα ώσπου σκίστηκε εντελώς.

Ακούστηκαν εκκωφαντικά δυνατά κάποια τύμπανα από το βάθος του χάσματος, πεντακάθαρα και ολοένα δυνάμωναν και με περιτριγύριζαν με τον ήχο τους.

Άρχισα να πέφτω. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ούρλιαξα έντρομος μα τότε προσγειώθηκα με την πλάτη κάπου μαλακά. Κοίταξα να δω που ήμουν και διαπίστωσα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, γυμνός από την μέση και πάνω!

Παντού στο δωμάτιο της μικρής καλύβας μου γύρω μου υπήρχαν σκόρπιες σελίδες και συνέχιζαν να πέφτουν. Διαπίστωσα ότι ήμουν και πάλι ο χοντρός σαραντάρης που είχα σιχαθεί πια, αλλά μια μανία να διαβάσω τι έγραφαν με έκαναν να αγνοήσω αυτό το γεγονός –ή τους σιωπηλούς πια τυμπανισμούς που ήταν ακόμα κάπου από πάνω μου. Κοίταξα προς το ταβάνι μα δεν υπήρχε εκεί! Το μόνο που έβλεπα ήταν πυκνό σκοτάδι και σελίδες να πέφτουν αργά προς το μέρος μου.

Ξαφνικά κάτι άλλο είδα να σχηματίζεται μέσα από το σκοτάδι και να έρχεται κατά πάνω μου. Ένα ύφασμα. Το πήρα στα χέρια μου πριν να φτάσει στο έδαφος και είδα ότι ήταν το πάνω μέρος της πιτζάμας μου. Κάτι έλειπε όμως. Τι; Το ένα μανίκι!

Τότε αντιλήφθηκα ότι η πόρτα του σπιτιού μου ήταν ανοιχτή –δεν ήμουν στο πατρικό μου πια και ίσως να μην ονειρευόμουν καν. Δεν έπρεπε να μάθει κανείς όμως γι’ αυτά τα χειρόγραφα. Σηκώθηκα και μαζεύοντας γρήγορα όσες σελίδες είχαν βγει έξω από το δωμάτιο έκλεισα την πόρτα.

Σελίδες σταμάτησαν να πέφτουν και θέλησα να ρίξω μια ματιά στις νέες ιστορίες. Δεν βρήκα ιστορίες όμως, όλες οι σελίδες ήταν πλημμυρισμένες και πυκνογραμμένες από δύο μόνο γράμματα, σε διαδοχική σειρά καλύπτοντας και το μπρος και το πίσω μέρος των

φύλλων.

Γιώτα και Άλφα. Γιώτα και Άλφα συνέχεια.

ΙΑ.

Ξύπνησα αργά το επόμενο απόγεμα και βγήκα έξω. Αναρωτιόμουν τι να είναι αυτό το ΙΑ ΙΑ. Τα φώτα της πόλης αχνοφαίνονταν κίτρινα στον ορίζοντα και πάνω από την λιμνούλα είχε απλωθεί ένα πυκνό πέπλο ομίχλης. Το ήρεμο θέαμα όμως δεν κατάφερε να με γαληνέψει.

Κοίταξα το δασάκι γύρω από το σπίτι και τον χωματόδρομο που οδηγούσε προς την πόλη, η ομίχλη είχε απλωθεί και από εκεί, τα κάλυπτε όλα λες και ένα σύννεφο είχε κάτσει στη γη.

Ξάφνου είδα μια ακαθόριστη φιγούρα να ξεχωρίζει μέσα από αυτό το επίγειο σύννεφο, στην αρχή μακρουλή με μία πορτοκαλιά σφαίρα στο κέντρο του κεφαλιού να αναβοσβήνει με το ρυθμό του βηματισμού του. Ένιωσα για κάποιο λόγο τον ρυθμό της καρδιάς μου να καλπάζει και μέσα από την ομίχλη εμφανίστηκε ένας άντρας. Ηλικιωμένος με κιτρινισμένο δέρμα και λειψά μαλλιά, όλο και πλησίαζε. Μία καύτρα έλαμπε λίγο πιο πέρα από το στόμα του και φτάνοντας σε απόσταση μερικών βημάτων μου χαμογέλασε και είπε: «Καλησπέρα Αυγούστε, χαίρομαι που σε γνωρίζω. Είμαι ο αποστολέας των κειμένων!»

Μισή ώρα μετά ήμασταν στο σαλόνι του μικρού μου σπιτιού και στα χέρια μας υπήρχαν φλιτζάνια με ζεστό καφέ που άχνιζε, είχε βάλει απότομα κρύο και ένιωθα πολύ άσχημα. Έπρεπε να ξεκινήσω να ασκούμαι, το σώμα μου είχε γίνει σχεδόν νερουλό. Κάθε κίνηση και ταχυκαρδία, κάθε βήμα και λαχάνιασμα.

«Λοιπόν, Αυγούστε, σου έδειξα τα διαπιστευτήρια και ξέρεις ότι δεν σε κοροϊδεύω. Ένιωσα το ταλέντο μέσα σου και γι’ αυτό σου εμπιστεύτηκα όλα τα κείμενα που συνέλεγα τόσα χρόνια», μου δήλωσε ο άντρας και όντως, στιγμές πριν μου είχε δείξει ένα νέο ημερολόγιο και μου είχε αναφέρει κάποια από τα εξώφυλλα και τις ιστορίες των παλιών. Είχαμε συστηθεί και μεταφερθεί στις πολυθρόνες όπου εκείνος κάπνιζε σχεδόν συνεχώς, δημιουργώντας μου μια ελαφριά δύσπνοια για την οποία όμως δεν παραπονιόμουν.

«Σε ευχαριστώ Φίλιππε, το εκτιμώ απίστευτα. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχα αυτό το σπίτι και αυτές τις πολυτέλειες. Είναι κατάρα να έχεις το ταλέντο να γράφεις, αλλά να μην έχεις ιδέες…», ομολόγησα, νιώθοντας πράγματι ευγνώμων για τη “φιλανθρωπία” που μου είχε κάνει. Προσπαθούσα να μην στραβομουτσουνιάζω όποτε φυσούσε τον καπνό στο πρόσωπό μου. Δεν μπορούσα να είμαι αγενής με τον ευεργέτη μου.

«Ιδέες ήθελες, ιδέες σου έδωσα.»

«Είσαι ο σωτήρας μου.»

«Προτιμώ την λέξη μέντορας, χεχε.»

Γελάσαμε κουρασμένα και απλώθηκε μια σιωπή ανάμεσά μας, μια σιωπή αμήχανη, σχεδόν την έκοβες με το μαχαίρι. Ήταν λες και η ομίχλη έξω από το σπίτι έμπαινε από τις χαραμάδες για να απλωθεί ψυχρή ανάμεσά μας καθώς εξωτερικευόταν από το στόμα του και από τις εκπνοές των τσιγάρων που κάπνιζε.

«Ξέρεις γιατί είμαι εδώ;», ρώτησε ελαφριά μα το βλέμμα του παραήταν έντονο.

«Φοβάμαι πως δεν ξέρω Φίλιππε» ομολόγησα ευδιάθετα.

«Έχεις παρατηρήσει τι σου συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, έτσι δεν είναι;», μου έκανε σοβαρεύοντας ξαφνικά.

«Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείς φίλε μου», έκανα απορημένος.

«Η ανάγκη να είσαι μακριά από την πόλη, η ανάγκη να είσαι κοντά σε νερό, η αύξηση βάρους, η δύσπνοια έξω από την λίμνη και η ασφάλεια εντός της…», είπε αφήνοντας την κούπα του στο τραπεζάκι δίπλα του.

Πρέπει να κρέμασε το στόμα μου από την απορία. Είχε δίκιο σε όσα έλεγε! Ανακάθισα για να βολευτώ στην ήδη βολική πολυθρόνα μου και είπα: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε όλα αυτά και με τρομάζει κάπως η επίγνωση αυτών των πραγμάτων από έναν άγνωστο.»

Μα εκείνος συνέχισε ακάθεκτος.

«Τα βαριά σου βήματα κάθε πρωί, ο κρύος ιδρώτας που σε λούζει έπειτα από μηδαμινή άσκηση, η κόπωση των πνευμόνων σου τις ζεστές μέρες.»

«Φοβάμαι πως είμαι πολύ κουρασμένος. Θα σε παρακαλούσα να αναβάλλουμε αυτή την συζήτηση για μία άλλη μέρα», έκανα δειλά καθώς πάλι είχε δίκιο σε όλα. Μα πάλι πίεσε αμείλικτα και σχεδόν με αγένεια: «Το αηδιαστικό προγούλι και η σιχαμερή κοιλιά σου, η γλίτσα που ποτίζει τα σεντόνια σου και το κιτρίνισμα στα μάτια σου όποτε νευριάζεις…»

Άρχισα να ζαλίζομαι.

«Σε παρακαλώ, δεν νιώθω καλά…» ψέλλισα, μα τα λόγια μου δεν τον επηρέασαν.

«Λυπάμαι φίλε μου, γράφεις για όλα αυτά τόσα χρόνια. Πρέπει να δώσω ένα τέλος πριν ακούσεις τα τύμπανα, πριν σε επισκεφτούν τα όνειρα και το κάλεσμα», δήλωσε και σβήνοντας το τσιγάρο του μέσα στο κατακάθι του καφέ στην κούπα του, με κοίταξε με κάποια επισημότητα.

«Τι εννοείς;», είπα τρέμοντας και είχα αρχίσει και πάλι να ιδρώνω.

«ΙΑ ΙΑ», μου πέταξε σχεδόν με μίσος και πάγωσα στη θέση μου.

«Τι; Τι είπες;», ρώτησα δίχως να πιστεύω το πώς θα μπορούσε να ξέρει αυτή την αλλόκοτη λέξη, ούτε καν λέξη όσο συνοδεία γραμμάτων.

«ΙΑ ΙΑ», μου ξανάκανε σαν να με μισεί με όλο του το είναι και τον είδα να πλησιάζει και να βγάζει ένα μακρουλό αντικείμενο από το εσωτερικό του παλτού του. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισα ήταν η λάμψη της λεπίδας του.

Ο Φίλιππος έκοψε τον λαιμό του ανθρώπου που στο επόμενο φεγγάρι θα γινόταν ένας καινούριος Αβυσσαίος και απόλαυσε ένα τσιγάρο δίπλα από την λίμνη, παίζοντας αργά με την κόκκινη σβούρα μέσα στα κιτρινισμένα του δάχτυλα. Σαβούρα ήταν, τίποτε άλλο, μα την είχε πάρει μαζί του από κάποιο άγνωστο καπρίτσιο. Ίσως για καλή τύχη…

Πέταξε το ζίπο του στη μικρή καλύβα, η οποία λαμπάδιασε εφόσον την είχε επιμελώς ποτίσει με βενζίνη. Απόλαυσε το θέαμα και ενώ ήξερε ότι το θύμα του ήταν νεκρό, άκουσε απόκοσμα ουρλιαχτά και στριγκλίσματα από το εσωτερικό.

Χαμογέλασε πλατιά.

Ξάφνου άκουσε την λίμνη να κοχλάζει και να ταράσσεται πίσω του, άρχισε μεμιάς να τρέχει, μα το γέρικο κορμί του δεν μπορούσε να ακολουθήσει το φευγιό που ήθελε το τρομαγμένο του πνεύμα.

Κάτι γλιστερό και χοντρό σαν απόκοσμο χέρι αγκάλιασε την μέση του και ένιωσε χοντρές βεντούζες να κολλάνε πάνω στον κορμό του. Ήταν ένα πλοκάμι! Πάλεψε να βρει το μαχαίρι του, μα το άκρο της βδελυγμίας τον τράβηξε με βία μέσα στην λίμνη.

Μια κραυγή πνιχτή χρωμάτισε την νύχτα μαζί με τις φλόγες της καλύβας, μα γρήγορα χάθηκε κι αυτή. Όταν η επιφάνεια της λίμνης ηρέμησε κανείς δεν ήξερε ή θα μάθαινε τι είχε συμβεί εκεί τούτο το βράδυ.

Ο μόνος που γνώριζε, βρισκόταν στον πυθμένα νεκρός μαζί με εκείνον που κοιμάται και ονειρεύεται.

Tags: αέρας , αλυσίδα , αποστολέας , αρσενικό , βάραθρο , βιβλία , βιβλίο , βιβλιοθήκη , βόλος , βράδυ , βροχή , γέρος , γκρεμός , γραφείο , γυμνό , δάση , δάσος , έγγραφο , εμμονή , έρεβος , ευεργέτης , ημερολόγια , Ημερολόγιο , ήρωας , ήχος , θηλυκό , θλίψη , ΙΑ , ιστορία , ιστορίες , καλύβα , κατάρα , καύτρα , κείμενα , κείμενο , κενό , κιβώτιο , κορδέλα , κορμί , κρύο , λαβή , λίμνη , μανίκι , μέντορας , μορφή , μπαούλο , Νους , νύχτα , οθόνη , ομίχλη , Ομιχλώδης Καλεσμένος , όνειρο , ονειροφαντασία , περιστατικό , πλάσμα , πλάσματα , πόρτα , προαίσθημα , πρόκα , ρυθμός , σαλόνι , σβούρα , σελιδοδείκτης , στοίβα , Συγγραφέας , συλλέκτης , σφαίρα , ταβάνι , ταινία , τύμπανο , υγρασία , ύπνος , υπολογιστής , ύφασμα , φύση , φως , χάσμα , χαστούκι , χειρόγραφο , ψάρι , ψυχομάντης

Γιώργος Μπελαούρης

Δημοσιεύτηκε 12 Νοεμβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.