1
Θέλεις να μάθεις γιατί χώρισα με το Μίλτο; Λοιπόν, θα σου πω αν και ξέρω πολύ καλά ότι δεν θα με πιστέψεις. Όχι ότι έχει πολύ σημασία τελικά, αλλά αφού θέλεις σώνει και καλά να μάθεις, θα σου την κάνω τη χάρη. Μόνο και μόνο για να δω τη φάτσα σου όταν ολοκληρώσω την αφήγησή μου.
Λοιπόν, συνέβη ένα σαββατόβραδο. Όχι πριν από πολύ καιρό, πριν από ένα μήνα περίπου. Ένα σαββατόβραδο στάθηκε αρκετό για να παραδεχτώ επιτέλους ότι η ζωή μου είχε πάρει λάθος στροφή. Δεν είναι ότι δεν το είχα πάρει ήδη χαμπάρι! Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε! Αλλά ξέρεις τώρα πως είναι τα πράγματα: Μεγαλώνουμε και γινόμαστε ρεαλιστές. Μαθαίνουμε ν’ ανεχόμαστε πράγματα και καταστάσεις που μας ενοχλούν, μόνο και μόνο γιατί πιστεύουμε ότι αν τα ξεφορτωθούμε η ζωή μας θα γίνει ακόμα χειρότερη. Και να σου πω και κάτι άλλο; Διδασκόμαστε να το πιστεύουμε αυτό. Από πολύ μικρή ηλικία. Τέλος πάντων, δεν θα το ρίξω τώρα στη φιλοσοφία. Θα σου πω μονάχα τι συνέβη. Είσαι έτοιμη;
Που λες, η ώρα ήταν περασμένη. Ένα βράδυ του Σαββάτου όπως σου έχω ήδη πει. Με το Μίλτο καθόμασταν δίπλα-δίπλα στον καναπέ του σαλονιού και βλέπαμε τηλεόραση. Ένα ηλίθιο θριλεράκι της σειράς στο Netflix, τίποτα το ιδιαίτερο. Υποτίθεται ότι θα περνάγαμε μια ήρεμη σπιτική βραδιά. Είχαμε παραγγείλει πίτσες και μπύρες και κοκακόλες και σαβουρώναμε μπροστά στο χαζοκούτι. Στην ουσία βαριόμασταν. Εγώ τουλάχιστον πολύ. Θα προτιμούσα να έχω βγει έξω, με τις φιλενάδες μου, σε κάποιο μπαράκι, να τα πιούμε, να χαλαρώσουμε, να μιλήσουμε για γκομενικά και άμα λάχει, να κάνουμε και κανένα οφθαλμόλουτρο, σε περίπτωση που κάποιο ενδιαφέρον δείγμα του ισχυρού φύλου τύχαινε να δηλώσει παρουσία. Όπως παλιά δηλαδή. Προτού τα φτιάξω με το Μίλτο. Όχι ότι δεν περνάγαμε καλά μαζί, στην αρχή τουλάχιστον. Μου άρεσαν πολύ οι νυχτερινές μας εξορμήσεις. Υπήρχε μια όμορφη αίσθηση περιπέτειας όταν φιλιόμασταν στ’ αμάξι του ενώ έξω έπεφτε η βροχή, ή όταν ήμασταν σε κάποιο κινηματογράφο, βουτηγμένοι μέσα στο φιλικό σκοτάδι. Και οι εκδρομές μας ήταν ωραίες. Τα μπάνια μας, τα κοντοσούβλια σε μια ταβέρνα, τα καλοκαιρινά μας δειλινά σε μοναχικές παραλίες.
Τελευταία όμως, ο Μίλτος είχε αλλάξει. Είχε γίνει βαρετός. Ήταν μια αλλαγή που συνέβη πολύ σταδιακά αλλά πιστεύω ότι ξεκίνησε από την ημέρα που αποφασίσαμε να αρχίσουμε να συζήσουμε, στο δικό του διαμέρισμα. Σαν παντρεμένοι. Αρχικά μου φαινόταν σαν μια πολύ λογική εξέλιξη. Τα βρίσκαμε σε όλα, περνούσαμε καλά μαζί, το σεξ ήταν καλό και ο ένας ζέσταινε τον άλλο με την παρουσία του. Για μένα ήταν μια όμορφη αλλαγή. Μου άρεσε να τον φροντίζω, να του μαγειρεύω, να του σιδερώνω τα ρούχα και να συζητάμε πότε-πότε για τις δουλειές μας και τα κουτσομπολιά του εργασιακού μας χώρου. Ένιωθα μια ικανοποίηση να τον φροντίζω, λες και ικανοποιούσα μια ανάγκη που μέχρι τότε δεν ήξερα καν ότι είχα. Εκείνες οι μέρες ήταν ωραίες. Σιγά-σιγά όμως, όπως σου είπα ήδη, ο Μίλτος άλλαξε. Ποτέ δεν κατάλαβα τι έφταιγε. Η κούραση της δουλειάς; Το άγχος; Η μετρημένη ζωή που μας επέβαλλαν τα περιορισμένα οικονομικά μας; Ή μήπως με έβρισκε πλέον βαρετή; H προβλέψιμη;
Αυτό πάντως που μπορώ να σου πω με κάθε ειλικρίνεια είναι ότι προτού καλά-καλά το καταλάβω, η ζωή μου είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα ανιαρό δίπτυχο: Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Κομμένες οι έξοδοι, τα ταβερνάκια, τα μπαράκια και οι κινηματογράφοι. Πολλές φορές ούτε καν τα σαββατοκύριακα. Το δε Κυριακάτικο γεύμα στη μαμά του μεταμορφώθηκε σ’ ένα απαραβίαστο τελετουργικό. Και φυσικά, εμένα δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το πράγμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αντί να χαλαρώνω και να γεμίζω τις μπαταρίες μου για να αντιμετωπίσω το ξεκίνημα μιας ακόμα βδομάδας στη δουλειά, ανακάλυψα ότι ήμουν υποχρεωμένη να στολίζομαι, να μακιγιάρομαι και να θρονιάζομαι επί τρεις ώρες στην τραπεζαρία της μαμάς του, με το σύνθετο, τα προπολεμικά κρύσταλλα και τα σουβέρ, και να υφίσταμαι μια διακριτική ανάκριση για το τι ταΐζω τον κανακάρη της και αν του σιδερώνω σωστά τα πουκάμισα. Και βέβαια ο συγκεκριμένος κανακάρης, αντί να μαζέψει τη μαμά του και να τη βάλει στη θέση της, απλά σαβούρωνε το μουσακά της και ανάμεσα σε μουγκρητά αυθεντικής ικανοποίησης την παίνευε για τα μαγειρικά της ταλέντα. Εκείνο δε το «Ρε μάνα δεν σε φτάνει καμία στο φαΐ» μου καρφωνόταν στο κεφάλι σαν πρόκα, κάθε φορά που το άκουγα.
Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, μέσα μου είχαν αρχίσει να συμβαίνουν σοβαρές αλλαγές. Να συσσωρεύονται σταδιακά σύννεφα θυμού, βαρεμάρας και απογοήτευσης. Νομίζω ότι είχαμε καταντήσει να συζούμε από κεκτημένη ταχύτητα. Μέχρι εκείνη τη βραδιά.
2
Φαντάσου τώρα το σκηνικό: Είχαμε κλείσει τα φώτα. Όχι τόσο για να φτιάξουμε ατμόσφαιρα αλλά γιατί του Μίλτου του είχε κολλήσει ότι έτσι θα κάναμε οικονομία στο ρεύμα. Καθόμασταν μπροστά στην τηλεόραση, ένα μεγαθήριο με οθόνη πλάσμα, και βλέπαμε το θρίλερ. Οι μεταβαλλόμενες εικόνες της οθόνης γέμιζαν τους τοίχους του σαλονιού με φωτοσκιάσεις που χόρευαν σπαστικά, ειδικά στις σκηνές δράσεις. Και ο Μίλτος καθόταν δίπλα μου και μασούλαγε ένα τριγωνικό κομμάτι πίτσα πεπερόνι-η αγαπημένη του ποικιλία-με τέσσερα τυριά.
Εγώ ήμουν κακοδιάθετη. Βασικά βαριόμουν. Για κάποιον εντελώς μυστηριώδη λόγο, θυμόμουν μια βάφτιση στην οποία μας είχαν καλέσει την περασμένη βδομάδα και τις τσιρίδες όλων των κουτσούβελων που γέμιζαν την εκκλησία. Εκείνη την ημέρα είχα νιώσει πολύ τυχερή που δεν είχα κάνει παιδιά. Ειδικά με το Μίλτο.
Θυμάμαι ότι του είχα ρίξει μια πλάγια ματιά. Η εικόνα που παρουσίαζε, μισοξαπλωμένος στον καναπέ σαν κακοχυμένος λουκουμάς, δεν ήταν καθόλου κολακευτική για το άτομό του. Πρόσεξα για άλλη μια φορά ότι είχε αρχίσει να αλλάζει, προς το χειρότερο. Είχε πάρει βάρος, ήταν αξύριστος, φορούσε μια γελοία λαχανί φόρμα που είχε αγοράσει από τα Admiral και μασούλαγε σαν βουλιμικός δεινόσαυρος. Δεν έμοιαζε σχεδόν σε τίποτα με τον τσαχπίνη νεαρό με το λαμπερό χαμόγελο και τη χύμα αίσθηση του χιούμορ που με είχε προσελκύσει κάποτε, πριν από τόσο πολύ καιρό που θα ‘λεγε κανείς ότι είχαν περάσει αιώνες από τότε.
Προσπάθησα να καταπνίξω τη δυσαρέσκεια μου κατεβάζοντας μια κόκα-κόλα αλλά η γλυκιά και όξινη γεύση της δεν με βοήθησε ιδιαίτερα.
Γενικά η βραδιά δεν πήγαινε καθόλου καλά.
Αλλά τότε συνέβη το μεγάλο γεγονός: Η οθόνη της τηλεόρασης άρχισε να τρεμοπαίζει και τα ηχεία της έβγαλαν ένα συριστικό ήχο στατικών, σαν να είχαν συντονιστεί ξαφνικά σε κάποια νεκρή συχνότητα.
Ο Μίλτος βγήκε από τη βουλιμική νιρβάνα του και ανακάθισε θυμωμένος:
«Τι σκατά έπαθε το κωλόπραμα; Τώρα βρήκε»; Γκρίνιασε μπουκωμένος ακόμα με τη πίτσα.
Ανακάλυψα ότι βαριόμουν τόσο πολύ που δεν είχα καν την όρεξη να του απαντήσω. Απλά άνοιξα μια δεύτερη κόκα-κόλα. Εκείνος με στραβοκοίταξε:
«Δεν λες τίποτα εσύ ε»; μου είπε με θυμό.
«Και τι θες να σου πω χριστιανέ μου; Εγώ στο χάλασα το χαζοκούτι; Άντε σήκω και φτιάξ’ το»!
Ο άντρας της ζωής μου άνοιξε το στόμα του για να μου πει κάτι που σίγουρα θ’ αποτελούσε το εναρκτήριο σύνθημα για έναν από τους ομηρικούς καυγάδες στους οποίους μπλέκαμε όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία, όταν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούσαμε ένα βαρύ γδούπο. Ήταν λες και κάτι πολύ βαρύ και μεγάλο είχε προσγειωθεί στην ταράτσα. Αχ ναι, ξέχασα να σου πω ότι το διαμέρισμά του είναι ένα ρετιρέ σε μια δεκαώροφη πολυκατοικία στην Καλλιθέα. Αν και έχει στενά μπαλκόνια, έχει τουλάχιστον ωραία θέα.
Τέλος πάντων, επιστρέφω στην ιστορία μου τώρα:
Ξαφνιαστήκαμε τόσο πολύ απ’ αυτόν τον ήχο που αναβάλαμε τον καυγά για αργότερα και αλληλοκοιταχτήκαμε κατάπληκτοι.
Και μετά ήρθαν οι επισκέπτες.
3
Όχι αμέσως. Θα σου εξηγήσω. Στην αρχή νιώσαμε μια βαθιά δόνηση που γέμισε ολόκληρο το καθιστικό. Ήταν λες και δεν καθόμασταν πια στον καναπέ αλλά πάνω σε ένα τεράστιο ηχείο που είχε μπει ξαφνικά στη πρίζα. Μετά είδαμε μια λάμψη. Κάτι σαν φωτεινό συννεφάκι που αποτελούταν από μυριάδες λαμπερούς κόκκους. Άρχισε να στριφογυρίζει μπροστά μας, στο κέντρο του καθιστικού, μπροστά δηλαδή από την οθόνη της τηλεόρασης που τώρα είχε γίνει σκοτεινή. Μετά το στριφογυριστό σύννεφο χωρίστηκε στα δύο έγινε πιο λαμπερό και άλλαξε σχήμα: Θύμιζε ξαφνικά τις σιλουέτες δύο ανθρώπων. Και μάλιστα ψηλούς και λεπτοκαμωμένους. Στη συνέχεια το σύννεφο, που στριφογύριζε σαν μικρός κυκλώνας μπροστά μας, στερεοποιήθηκε. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, αντί για λαμπερούς κόκκους είδαμε έναν άνδρα και μια γυναίκα να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο και να μας κοιτάνε χαμογελαστά.
Η αναπνοή σκάλωσε στο λαιμό μου και νομίζω ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και στο Μίλτο ο οποίος πρόλαβε όμως στο μεταξύ να μουρμουρίσει ένα « ω ρε μάνα μου».
Εδώ που τα λέμε, δίκιο είχε. Ο άντρας και η γυναίκα που στέκονταν μπροστά μας ήταν πανέμορφοι. Εννοώ με τέλειες αναλογίες που θα έκαναν ακόμα και ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα να κοκκινίσει από την ντροπή του. Φορούσαν κάτι ολόσωμες φόρμες από ένα υλικό που ήταν πολύ εφαρμοστό, σαν δεύτερο δέρμα και γυάλιζε σκορπίζοντας χρυσοπράσινες ανταύγειες. Το ίδιο μοτίβο, ο χρυσοπράσινος χρωματισμός δηλαδή, χαρακτήριζε τα μάτια τους, που ήταν μεγάλα και αμυγδαλωτά. Τα μαλλιά και των δυο ήταν ολόχρυσα και έπεφταν στους ώμους τους χωρισμένα στα δύο από μια τέλεια χωρίστρα. Και τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους ήταν επίσης τέλεια, εντελώς συμμετρικά, βγαλμένα θα’λεγε κανείς από το καλούπι κάποιου τελειομανούς γλύπτη. Όσον αφορά το δέρμα τους δε, ήταν λευκό και άσπιλο, σαν αλαβάστρινο.
Ο άντρας έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε. Μικρά λακκάκια χαράχτηκαν στα μάγουλά του ενώ τα δόντια του άστραψαν κατάλευκα και τέλεια, σαν δίδυμες αλυσίδες από μαργαριτάρια. Εμένα στο μεταξύ με είχε πιάσει ταχυπαλμία. Η γυναίκα, ανέπνευσε βαθιά και το στητό της στήθος με τις ευδιάκριτες ρώγες ακολούθησε πιστά το ρυθμό της αναπνοής της. Ένιωσα περισσότερο παρά είδα τα μάτια του Μίλτου να γουρλώνουν.
Οι τέλειες αναλογίες τους τονίζονταν ακόμα περισσότερο από τον εφαρμοστό ρουχισμό τους. Το βλέμμα μου εστιάστηκε αβοήθητο στους τρικέφαλους του επισκέπτη μου, στα ανάγλυφα μπράτσα του, στο επίσης ανάγλυφο στήθος του και τους γραμμωμένους μυώνες των ποδιών του. Εκείνος μας χαμογέλασε για δεύτερη φορά και μας είπε τα εξής:
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάστε. Λυπόμαστε πολύ αν σας αναστάτωσε η απρόσμενη εμφάνισή μας».
Η φωνή του ήταν βαθιά και μελωδική. Βελούδινη. Στο άκουσμά της ένιωσα απαλά ρίγη να γλιστράνε κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης, σαν τρυφερά δάχτυλα που τη χάιδευαν παιχνιδιάρικα.
Ο Μίλτος, ως ο άντρας του σπιτιού, πήρε την πρωτοβουλία να τους απαντήσει και από το στόμα του βγήκαν κάτι άναρθροι φθόγγοι που σχημάτισαν τη φράση «Γκα γκα γκα γκου».
«Παρακαλώ;», θέλησε να μάθει ο χρυσελεφάντινος άνδρας εξακολουθώντας να μας χαμογελάει καλοσυνάτα.
Ήταν η σύντροφός του που προσπάθησε να μας βγάλει από το επικοινωνιακό αδιέξοδο στο οποίο φαινόταν ότι είχαμε περιέλθει:
«Ίσως αν σας εξηγούσαμε το σκοπό της επίσκεψής μας στον ιδιαίτερο χώρο σας, να κατευνάζαμε τους φόβους σας». Η φωνή της ήταν επίσης υπέροχη. Γλυκιά και αισθησιακή. Γεμάτη θαλπωρή. Σέξυ μέχρι αποπληξίας:
«Επιθυμούμε να μελετήσουμε το είδος σας όσον αφορά την αναπαραγωγική σας συμπεριφορά. Παρακολουθούμε τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές του πολιτισμού σας εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλά τα δεδομένα που έχουμε συγκεντρώσει είναι μάλλον αντιφατικά. Θεωρήσαμε λοιπόν ως απαραίτητη προσθήκη για την ολοκλήρωση των γνώσεών μας, μια βιωματική εμπειρία».
«Μας το κάνετε πιο λιανά αυτό»; Τη ρώτησε ο Μίλτος που έμοιαζε να έχει συνέλθει κάπως.
«Πολύ ευχαρίστως», ανέλαβε να τον πληροφορήσει ο άνδρας, «επιθυμούμε να βιώσουμε μια εμπειρία συνουσίας μαζί σας. Σύμφωνα με τις μελέτες και τις μετρήσεις μας, ως ζευγάρι άνδρα-γυναίκας, εσείς οι δυο εκπροσωπείτε τον απόλυτο μέσο όρο του είδους σας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κριθήκατε λοιπόν ως οι πλέον κατάλληλοι για να συμμετέχετε, οικειοθελώς φυσικά, στο πείραμα που επιθυμούμε να εκτελέσουμε».
Ο Μίλτος κατέβασε μια γερή γουλιά από τη μπύρα που κρατούσε ακόμα στο χέρι του, και αποπειράθηκε να μάθει το εξής:
«Δηλαδή θέλετε να κάνουμε έρωτα»; Η φωνή του ήχησε γελοιωδέστατα τρεμουλιαστή και αδύναμη.
Η λευκόχρυση γυναίκα του έστειλε ένα πλατύ χαμόγελο που την έκανε-όσο ήταν κάτι τέτοιο δυνατόν-να λάμψει ακόμα πιο πολύ:
«Αυτό ακριβώς»!
Μια βαριά και εντελώς αμήχανη σιωπή γέμισε το καθιστικό. Οι απόμακροί ήχοι της πόλης που ξεκινούσαν από το μακρινό επίπεδο του δρόμου και έμπαιναν απ’ τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του ρετιρέ, πιο πολύ τόνιζαν παρά ράγιζαν εκείνη τη σιωπή: Σποραδικά κλάξον, μηχανάκια που μαρσάριζαν, ο μακρινός βρυχηθμός ενός αεροσκάφους που πετούσε στη στρατόσφαιρα.
Το εκθαμβωτικό ζευγάρι κινήθηκε: Ο άνδρας σταύρωσε τα γεροδεμένα χέρια του μπροστά στο ανάγλυφο στήθος του και τα μπράτσα του φούσκωσαν ανεπαίσθητα. Η γυναίκα άγγιξε τη δαχτυλιδένια μέση της με χάρη, με τις άκρες των δαχτύλων της.
Ο Μίλτος μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα που ήταν ένας συνδυασμός ενοχικής προσδοκίας και διστακτικότητας.
Αποφάσισα να αναλάβω εγώ την πρωτοβουλία στις διαπραγματεύσεις:
«Δηλαδή τώρα εσείς είστε εξωγήινοι»;
Ήταν ο άντρας που ανέλαβε να μου απαντήσει και το απαλό χαμόγελο που χαράχτηκε για μια ακόμα φορά στο υπέροχο πρόσωπό του έκανε τα γόνατά μου να νερουλιάσουν.
«Ναι. Είμαστε οι απεσταλμένοι ενός διαστρικού πολιτισμού».
«Και πως ήρθατε μέχρι εδώ»;
«Το διαστημόπλοιο μας έχει προσγειωθεί στην ταράτσα της πολυκατοικίας σας. Αλλά μην ανησυχείτε!», βιάστηκε να με καθησυχάσει, «Είναι εντελώς αόρατο γιατί το καλύπτει μια ολογραφική προβολή που μιμείται τέλεια το γύρω περιβάλλον»!
«Και δηλαδή, εσείς τώρα θέλετε να κάνουμε σεξ», ξαναδήλωσα διευκρινιστικά.
«Ακριβώς! Η συνοδός μου θα συνουσιαστεί με τον σύντροφό σας και εγώ μαζί σας. Μονάχα όμως αν δεν έχετε καμία αντίρρηση»!
Ξανακοιταχτήκαμε με τον Μίλτο και μέχρι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, έχω την σαφέστατη υποψία ότι η έκφραση της ενοχικής προσδοκίας που είχα διαβάσει στα μάτια του ήταν χαραγμένη και στο δικό μου πρόσωπό.
«Η συνεργασία σας θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για μας. Σκεφτείτε μόνο ότι με την πράξη σας αυτή, θα προσθέσετε ένα πακτωλό γνώσεων στις τράπεζες δεδομένων ενός διαστρικού πολιτισμού»!
Η φωνή του εξωγήινου άνδρα παλλόταν από ένα ρεύμα ενθουσιασμού που ήταν πραγματικά συγκινητικό. Το βλέμμα μου ταξίδεψε για άλλη μια φορά στις εντυπωσιακές γραμμώσεις του υπέροχου κορμιού του και μετά εστιάστηκαν στα χρυσοπράσινα μάτια του που με κοιτούσαν γεμάτα ζεστασιά. Με κάποια δυσκολία, διέκοψα την οπτική μας επαφή και έστρεψα την προσοχή μου στο Μίλτο:
«Κοίτα να δεις», του είπα, «Δεν πρέπει να δούμε εγωιστικά το όλο ζήτημα. Δεν αφορά μόνο εμάς αλλά ολόκληρο το γαλαξία! Ίσως δε, το τι θα κάνουμε απόψε, καθορίσει το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας»!
Εκείνος ξεροκατάπιε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
Πρόσεξα ότι είχε ιδρώσει.
Tags: Netflix , The Weir , άγαλμα , άγχος , αμάξι , αναπνοή , ανάσα , ανθρωπότητα , ανταύγεια , άντρας , απογοήτευση , Ατμόσφαιρα , άτομο , αφήγηση , βράδυ , βροχή , γαλαξία , γδούπος , γιός , γνώση , γυναίκα , διαμέρισμα , διαστημόπλοιο , διήγημα , δόνηση , δόντια , δουλεία , εβδομάδα , είδος , εκδρομή , Εμπειρία , εξέλιξη , εξόρμηση , επισκέπτης , επίσκεψη , Έρικ Σμυρναίος , ζευγάρι , ζωή , ήχος , θέα , θρίλερ , θυμός , ιστορία , κατάσταση , καυγάς , Κινηματογράφος , Λάμψη , μάγουλα , μητέρα , Μίλτος , μοτίβο , μπαρ , μπύρα , μυστήριο , νύχτα , οικονομικά , Παιδί , παιδιά , παραλία , περιβάλλον , περιπέτεια , πλανήτης , πλάσμα , πολιτισμός , πολυκατοικία , πρίζα , ρετιρέ , ρεύμα , ρίγος , ρούχα , Σάββατο , σαλόνι , σεξ , σινεμά , σκηνικό , σκοτάδι , σπίτι , στήθος , στόμα , συμπεριφορά , συνεργασία , σύννεφο , συνουσία , σύντροφος , ταινία , Ταινίες , ταράτσα , Τηλεόραση , φιλοσοφία , φόρμα , φωνή , φώτα , χαμόγελο , Χιούμορ , χρώμα , χρωματισμός
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.