Βγήκε η άνοιξη, μπήκε το θέρος και η Μάρθα δε μίλησε ποτέ ξανά για τον «χιονιά», όπως την ορμήνεψε ο κυρ Ανέστης. Δεν ήταν φρόνιμο μια κοπέλα της παντρειάς να μιλάει για στοιχειά, πόσο μάλλον όταν αυτά την έχουν αγγίξει. Κανείς δε γνώριζε για το συμβάν με τον ξένο, πέραν της Μάρθας, του πατέρα της και του παπα-Φώτη, στον οποίον εξομολογήθηκε η κοπέλα για να πάρει την ευχή του.
«Πειρασμικό ήτανε, κόρη μου.» Της είχε πει ο πάτερ. «Ο οξαποδώ το έστειλε για να σε βγάλει από τον δρόμο του Θεού. Κάνε τον σταυρό σου, μην το συλλογιέσαι κι όλα θα πάν καλά.»
Κι έτσι κι έκανε. Και είχε βρει την υγειά της. Όταν ο Ιούνιος άρχισε να σβήνει και το καλοκαίρι να μπαίνει για τα καλά και ο ήλιος να πυρώνει, η Μάρθα είχε ήδη πειστεί πως ο σοφός γέροντας είχε δίκιο και πως το πειρασμικό την είχε ξεχάσει.
Έτσι, έχασε την γη κάτω από τα πόδια της, όταν εκείνο το βράδυ που βάδιζε για το σπίτι, καθώς είχε αποκοιμηθεί κάτω από μια συκιά, στην οποία είχε ξαπλώσει για να φάει και να ξεκουραστεί ύστερα από μια κοπιαστική μέρα, ορθώθηκε μπροστά της η γνώριμη όψη του «χιονιά», του παγωμένου νέου. Πάγωσε το αίμα στις φλέβες της σαν τον είδε.
Το πειρασμικό άνοιξε τα χείλη του -δύο μελανές χαραμάδες- και άφησε μια βραχνή, ανατριχιαστική φωνή που έμοιαζε με ψίθυρο και κραυγή συνάμα. Ανάμεσα από τα χείλη του, που για κάποιον άγνωστο λόγο ήταν πλέον μαύρα σαν καμένα κούτσουρα, ξεπρόβαλε μια μικρή, μαύρη πεταλούδα που πετάρισε ολόγυρα. Το βογκητό του βρήκε ρυθμό και σιγοτραγούδησε έναν στίχο.
«Στην τρίτη, την καλύτερη, δική μου θα ‘σαι ‘συ.»
Σπαρακτική κραυγή τρόμου άφησε η Μάρθα, σαν κατάλαβε το νόημα των στίχων.
«Άφησέ με, πειρασμικό! Στο όνομα του Κυρίου!» Φώναξε και άρχισε να ανηφορίζει τρέχοντας όσο γρηγορότερα μπορούσε, το βουνό, έχοντας στο νου της τις συμβουλές του παπά-Φώτη.
«Στον οίκο του Θεού δεν μπορούν να πατήσουν πόδι τέτοια πλάσματα. Να το θυμάσαι.» Είχε πει.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και τα αστέρια λίγα. Ακόμα και η Σελήνη έλειπε, βάζοντας έτσι ακόμα ένα εμπόδιο στον μακρύ δρόμο της Μάρθας.
Σκόνταψε πολλές φορές, μάτωσε τα γόνατά της στις πέτρες, έγδαρε τα μάγουλά της στα κλαδιά, γέμισε τα ρούχα της λάσπη και πρασινάδα, μα στο τέλος, ανάμεσα από τις κουρασμένες της ανάσες, είδε την πολυπόθητη Μονή της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας.
«Βοήθεια!» Φώναξε με τις λίγες δυνάμεις που της έμεναν, ενώ πάσχιζε με νύχια και δόντια να φτάσει στο ιερό μέρος.
Μπροστά της ξεπρόβαλε σαν παρέλαση φαντασμάτων το Κοιμητήριο. Έσυρε την καγκελόπορτα λαχανιασμένη και πέρασε μέσα από τους τάφους ρίχνοντας φοβισμένες ματιές τριγύρω.
ΟΙ μαρμάρινες πλάκες έτριζαν από τον αέρα, φτάνοντας στα αυτιά της σαν τσιρίδες. Σκιές σουλάτσαραν πάνω κάτω. Μην ήταν οι καλόγριες; Αλλά και πάλι, μια τέτοια νύχτα δεν μπορούσε ποτέ κανείς να είναι σίγουρος. Ίσως να ήταν και φαντάσματα.
Έπεσε με το πρόσωπο πάνω σε μία πλάκα. Ήταν ραγισμένη. Κουνιόταν σαν τραμπάλα, μαζί και εκείνη. Και πίσω της ακούγονταν βήματα να σέρνονται βαριά και κουρασμένα και ανάσες λιπόψυχες και βραχνές.
Φώναξε για βοήθεια, ξανά και ξανά, παλεύοντας να φτάσει στην εξώπορτα της Μονής, ενώ έδινε κλωτσιές και γροθιές στον αέρα.
Κόντευε, έφθανε, μόνο δύο δρασκελιές η πόρτα…
Γραπώθηκε μια κρύα αρπάγη από τα λυτά μαλλιά της. Βρέθηκε γονατισμένη μπροστά από μια πλάκα μίζερη, γκρίζα, λακωνική. Μονάχα ένα όνομα, μια ημερομηνία και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, από αυτές που σπάνια έβλεπε κανείς. Θα ήταν πλούσιος ο συγχωρεμένος.
Κράτησε την ανάσα της σαν καθάρισε το βλέμμα της και είδε καθαρά το πρόσωπο στη φωτογραφία. Εκείνα τα μαύρα μάτια, τα στιλπνά καφετιά μαλλιά, το γεμάτο γωνίες πρόσωπο, το αρχοντικό παρουσιαστικό…
Ήταν ο χιονιάς, το πειρασμικό που την στοίχειωνε.
«Μάρκος Αλφρέδος, 1822-1850.»
Τα βαριά βήματα σύρθηκαν πίσω της αργά. Γύρισε να αντικρίσει τον φόβο κατάματα. Το χλωμό του προσώπου του είχε πάρει μια πράσινη απόχρωση, ενώ τα μάτια του είχαν χωθεί βαθιά στις κόγχες τους. Τα μελανά χείλη του είχαν πάρει να ρυτιδιάζουν και να ζαρώνουν. Τα αρχοντικά του ρούχα είχαν πάρει να σαπίζουν και να σχίζονται κατά τόπους. Το μαύρο, βελούδινο κοντοκάπι του έπεφτε σκόνη από τους ώμους του, ενώ τα υποκάμισά του διαλύονταν στη σάρκα του επάνω. Μια έντονη δυσωδία σκορπίστηκε τριγύρω.
Η Μάρθα κάλυψε το στόμα και τη μύτη της. Της ερχόταν να λιποθυμήσει με την όψη και την οσμή της σαπίλας και του θανάτου.
Τα χέρια του πλάσματος τεντώθηκαν μπροστά της, αναζητώντας τρυφερότητα. Τα νύχια του ήταν μαύρα και λεκιασμένα, ενώ τα μισά έλειπαν.
Η Μάρθα έβγαλε κραυγή, γεμάτη φρίκη και αγωνία. Το πλάσμα φάνηκε να ξαφνιάζεται, ανοιγόκλεισε τα λιπόσαρκα βλέφαρα και γονάτισε καταγής, δίπλα στο αντικείμενο του πόθου του. Ο λυγμός του ήταν σπαρακτικός -κάτι ανάμεσα σε κρώξιμο κοράκου και κλάμα βρέφους.
«Δύσμοιρο πλάσμα…» Ψιθύρισε η πονόψυχη Μάρθα, σκεπτόμενη πόσο βασανισμένη θα ήταν εκείνη η ψυχή όσο ζούσε για να μη βρει ανάπαυση ούτε στο θάνατο.
Αυτή της η πονοψυχία παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή. Το πλάσμα βρήκε ευκαιρία και έδωσε μια τελευταία μάχη για να διεκδικήσει την ερωμένη του. Γράπωσε με τα κοκαλιάρικα, λιπόσαρκα χέρια του την κοπέλα και την έσυρε ως την πλάκα του.
Η Μάρθα φώναζε, κλωτσούσε με όλη της την δύναμη, ράπιζε το πρόσωπό του, το δέρμα του οποίου ξέφτιζε και ράγιζε και έπεφτε στο έδαφος σαν φυλλοβόλο. Το πλάσμα ούρλιαζε, την έσφιγγε όλο πιο δυνατά στην σαπισμένη σάρκα του, αποζητώντας την αιώνια αγκαλιά της.
Καμία τύχη δεν φαινόταν να έχει η κοπέλα. Ούτε οι καλόγριες την άκουγαν, κλεισμένες στα κελιά τους, βυθισμένες στα αγαθά τους όνειρα, ούτε περαστικός βρισκόταν εκεί γύρω, ούτε όπλο κουβαλούσε σαν καθώς πρέπει κορίτσι που ήταν. Μέχρι που μια σκέψη έλαμψε στο μυαλό της από το πουθενά.
Έχωσε το χέρι της όπως όπως στην τσέπη του πανωφοριού της, ψαχουλεύοντας στα τυφλά για ένα ματσάκι σπίρτα που κουβαλούσε για να ανάβει τα καντήλια για τα συγχωρεμένα της. Το έβγαλε με τα χίλια ζόρια, νιώθοντας τα πνιγηρά χνώτα του νεκροζώντανου στο πρόσωπό της και τα κιτρινοπράσσινα χέρια του στα μαλλιά της.
Η πρώτη προσπάθεια πήγε χαμένη, το ίδιο και η δεύτερη. Στην τρίτη άκουσε με αδημονία το «τσαφ» και το σπίρτο άναψε μονομιάς, μια λιλιπούτεια λάμψη στο απέραντο σκοτάδι. Άφησε το αναμμένο σπίρτο να πέσει στην πλάτη του πλάσματος και περίμενε.
Το στοιχειό άρχισε να ουρλιάζει, να χτυπάει με τα άκρα του τον αέρα πανικόβλητο. Η Μάρθα βρήκε την ευκαιρία και γλίστρησε κάτω από την σφιχτή του αγκάλη. Το κοιτούσε να φλέγεται και να αγκομαχεί μέσα σε μια πύρινη γλώσσα, δίπλα στην ταφόπλακά του.
Όταν το πύρινο θέαμα έσβησε, δεν είχε απομείνει τίποτα, πέρα από μία στήλη στάχτης που απλώθηκε πάνω στο μνήμα, και μια μικρή, μαύρη πεταλούδα που την κατάπιαν οι πλάκες.
***
Η Μάρθα άκουσε το κάλεσμα του Κυρίου και έγινε μοναχή, στην Μονή όπου είχε καταφτάσει αναζητώντας άσυλο. Η ιστορία μαθεύτηκε, ο κόσμος μιλούσε για χρόνια πολλά για τον απέθαντο της Λεπενίτσας, παρόλο που κανείς δεν είδε ποτέ ξανά κάποιον πεθαμένο ανάμεσα στους ζωντανούς. Η Μάρθα όμως δεχόταν επισκέψεις συχνά-πυκνά, από μια μικρή, μαύρη πεταλούδα, μέχρι που άφησε την τελευταία τη πνοή, καμιά εικοσάδα χρόνια αργότερα.
Το πρώτο μέρος της ιστορία μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Tags: creatures , dark , death , fantasy , folk , horror , love , monster , murder , mystery , scary , short-story , Spooky , story , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , άνοιξη , άρθρο , διήγημα , δολοφονία , δολοφόνος , έρωτας , ζωή , θάνατος , Ιωάννα Τσιάκαλου , καλοκαίρι , κοπέλα , λαογραφία , Μαύρη Πεταλούδα , μυστήριο , νύχτα , παπάς , πειρασμικό , πεταλούδα , τέρας , τρόμος , φαντασία , Φαντάσματα , φεγγάρι , Φόβος , χιονιάς , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.