Η βροχή

Μια δυσοίωνη φουτουριστική ιστορία από τον Έρικ Σμυρναίο.

13 Ιουλίου 2020

«Είσαι έτοιμη»;

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Ήμουν πολύ αγχωμένη για να μιλήσω. Έσφιξα τα λουριά του πεζοπορικού σάκου που κρεμόταν απ’ τους ώμους μου και του έστειλα ένα νευρικό χαμόγελο. Εκείνος μου απάντησε με μια εξίσου αβέβαιη γκριμάτσα και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος.

Έριξα μια τελευταία ματιά στο χώρο που είχε γίνει το σπιτικό μας για τα τελευταία πέντε χρόνια. Τώρα μου φάνηκε μίζερο και σκοτεινό, άδειο από κάθε είδους ζωής. Ο μαύρος ουρανός με τα βαριά σύννεφα, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα. Το φως της ημέρας ήταν μουντό, γκρίζο και βρώμικο. Έμπαινε απ’ τις μπαλκονόπορτες, φιλτράρονταν απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες και γέμιζε τα δωμάτια μ’ ένα άχρωμο ημίφως. Μια οσμή υγρασίας απλωνόταν στον ακίνητο αέρα. Το συνεχές κροτάλισμα της βροχής γέμισε τη σιωπή που απλώθηκε ανάμεσά μας σαν υδάτινο παραπέτασμα..

Αποχαιρέτησα σιωπηλά το μικρό δυάρι, πήρα μια βαθιά αναπνοή και έσφιξα το σαγόνι μου. Ήξερα πως δε θα το ξανάβλεπα ποτέ.

«Πάμε», ψιθύρισα αποφασιστικά. Η φωνή μου ακούστηκε πιο αδύναμη απ’ όσο θα ήθελα.

Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε ένα-ένα τα σκαλοπάτια του κλιμακοστάσιου που έβγαζαν στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Το ασανσέρ δεν λειτουργούσε πια. Για μια στιγμή ένιωσα ευγνώμων για το γεγονός ότι ζούσαμε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου. Σκέφτηκα, εντελώς χαζά, πως ότι και να γινόταν, το διαμέρισμα μας θα αργούσε να πλημμυρίσει. Αλλά τι σημασία είχε κάτι τέτοιο αφού το εγκαταλείπαμε για πάντα; Τα δάχτυλα μου τυλίχτηκαν γύρω από το μπράτσο του Νίκου. Εκείνος μου έριξε μια πλάγια ματιά και ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο χαράχτηκε πάνω στο κουρασμένο πρόσωπό του. Τον χρειαζόμουν πολύ εκείνη τη στιγμή. Όχι μόνο για να στηρίζομαι επάνω του ψυχολογικά αλλά και για λόγους πιο πρακτικούς. Για παράδειγμα, έτσι και γλιστρούσα και έπεφτα στα σκαλοπάτια εξαιτίας του υπερφορτωμένου πεζοπορικού σάκου που κουβαλούσα, μπορεί να τραυματιζόμουν και τα νοσοκομεία είχαν πάψει να λειτουργούν εδώ και πολλές μέρες.

Περάσαμε μπροστά από την πόρτα του πρώτου ορόφου. Ήταν ορθάνοιχτη και το εσωτερικό του διαμερίσματος έμοιαζε σκοτεινό και άδειο. Δίστασα για μια στιγμή καθώς ένιωσα την παρόρμηση να ελέγξω το εσωτερικό του και να βεβαιωθώ ότι η γριούλα που έμενε μόνη της εκεί μέσα ήταν καλά. Ωστόσο, ένα αρνητικό νεύμα του συζύγου μου που μάντεψε τι σκεφτόμουν, με απέτρεψε από το να κάνω κάτι τέτοιο.

Δεν είχαμε πλέον τέτοιες πολυτέλειες. Ήδη είχαμε αργήσει πολύ. Αρκετές μέρες τώρα, ένας νέος νόμος είχε επιβληθεί στις ζωές όλων όσων είχαν μείνει ζωντανοί:

Ο καθένας έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό του, άντε και τους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζονταν πολύ. Η Κυρά-Μαρία, η γριούλα του πρώτου ορόφου, δεν ανήκε σε καμία  από τις δυο αυτές κατηγορίες.

Προσπεράσαμε λοιπόν το ανοιχτό διαμέρισμα και βρεθήκαμε στο ύψος του ημιορόφου. Εκεί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: Η πολυκατοικία είχε πλημμυρίσει. Το νερό έφτανε μέχρι εκεί και σχημάτιζε μια λίμνη όπου βυθίζονταν τα υπόλοιπα σκαλοπάτια που κατέληγαν στο ισόγειο. Το νερό της ήταν θολό και ακίνητο. Μύριζε άσχημα και πάνω του επέπλεαν πλαστικές σακούλες και άδεια κουτάκια αναψυκτικών.

Αλληλοκοιταχτήκαμε με τον Νίκο καθώς η ίδια σκέψη περνούσε από το μυαλό μας:

Πως  θα βγαίναμε από το κτίριο;

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα την τελευταία εικόνα που είχε δει στο ίντερνετ  προτού το ρεύμα κοπεί για τα καλά: Ένα σπασμωδικό βίντεο από τη Νέα Υόρκη, μισοβυθισμένοι ουρανοξύστες και στον ορίζοντα, εκεί όπου ο συννεφιασμένος ουρανός γίνονταν ένα με τ’ αφρισμένα κύματα, κάτι παράξενο: Τεράστια κύτη, κερασφόρα και τρομακτικά, εκατό φορές μεγαλύτερα από φάλαινες να πλησιάζουν ολοένα σκίζοντας τα νερά σαν πελώρια κρουαζιερόπλοια. Η κάμερα ζουμάρισε σε κάποιο από αυτά και στις ράχες τους αποκαλύφθηκε ένας στρατός από ιχθυόμορφα ανθρωποειδή που φορούσαν αστραφτερές πανοπλίες και κράδαιναν μακριά ακόντια.

Το μυαλό μου έκανε ένα άλμα στο παρελθόν, όταν ξεκίνησαν όλα. Όταν, ύστερα από μια βδομάδα καταρρακτωδών βροχοπτώσεων στην Κεντρική Ευρώπη, διέρρευσε η φήμη ότι κάποιο πείραμα στο CERN είχε ανοίξει κατά λάθος μια πύλη σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, σ’ έναν κόσμο-ωκεανό. Ύστερα, με τρομακτική ταχύτητα, ήρθαν οι βροχές, οι πλημμύρες και το χάος. Και τώρα ξεσπιτωνόμασταν και γινόμασταν πρόσφυγες. Σαν εκείνους τους ανθρώπους που βλέπαμε στα δελτία ειδήσεων φορτωμένους σε καμιόνια και καράβια, που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή στις χώρες του πλούσιου Βορρά.

“Τι κάνουμε τώρα”; ρώτησα το Νίκο.

“Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Θα πνιγούμε. Προτείνω να επιστρέψουμε στο σπίτι μας και να δούμε τι θα κάνουμε από εκεί”.

“Λες ν’ ανέβει κι άλλο το νερό”;

“Μπορεί. Η βροχή δυναμώνει”.

Είχε δίκιο. Η ένταση της βροχόπτωσης αυξανόταν και το κροτάλισμα της είχε μετατραπεί σε έναν διαπεραστικό αχό. Στο μεταξύ, στα σκαλοπάτια του κλιμακοστασίου κατρακυλούσαν μικρά ρυάκια νερού. Φαίνεται ότι η ταράτσα είχε πλημμυρίσει. Τα σιφώνια της πρέπει να είχαν φρακάρει.

Ανεβήκαμε  βιαστικά μέχρι τον δεύτερο όροφο και ξαναμπήκαμε στο σπίτι μας. Η μυρωδιά της υγρασίας είχε δυναμώσει. Έμπαινε απ’ το φωταγωγό που είχε μετατραπεί σε μια τετράγωνη λιμνούλα. Ο Νίκος βγήκε στο μπαλκόνι μας που κάποτε έβλεπε σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο. Το είδα να κοιτάζει γύρω του και μετά να αγκαλιάζει με τα δάχτυλα των χεριών του το κεφάλι του. Έτρεξα κοντά του.

Το θέαμα που αντίκρισα με άφησε άφωνη. Η λεωφόρος είχε μετατραπεί σε αργοκίνητο ποτάμι που έπλεαν μισοβυθισμένα αυτοκίνητα, ένα πολύχρωμο χαλί από σκουπίδια και ανθρώπινα πτώματα, τόσα πολλά πτώματα! Ο ουρανός ήταν χαμηλός, βαρύς και μαύρος. Η βροχή  έπεφτε σαν πελώριος καταρράκτης και τα  απέναντι κτίρια ήταν γκρίζα και σκοτεινά. Έμοιαζαν νεκρά, άδεια από κάθε ίχνος ζωής.

Εκτός από ένα σημείο: Σε ένα μπαλκόνι που βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το δικό μας υπήρχε κάτι που έμοιαζε με άνθρωπο. Ένα πλάσμα αφύσικα ψηλό, με λευκό δέρμα, που φορούσε μια περίτεχνη πανοπλία από χρυσάφι. Στο δεξί του χέρι κράδαινε ένα ακόντιο και τα μάτια του ήταν σκοτεινά λαμπερά και ανέκφραστα, σαν εβένινα πετράδια. Μας κοιτούσε.

Εμείς, νιώσαμε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν.

Γονατίσαμε ταυτόχρονα και σκύψαμε το κεφάλι μας, υποταγμένοι στην τρομακτική μορφή του εισβολέα, του προάγγελου των νέων Επικυρίαρχων που είχαν κατακτήσει τον πλανήτη μας.

Tags: creatures , dark , death , fantasy , Flash-fiction , horror , monster , Movies , murder , mystery , scary , short-story , Spooky , story , The Weird Side Daily , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , άρθρο , βιβλίο , βροχή , διήγημα , εισβολείς , επικυρίαρχοι , Έρικ Σμυρναίος , ζωή , θάνατος , ιστορία , κροτάλισμα , Μέλλον , μυστήριο , νύχτα , ουρανοξύστες , πλημμύρα , πόλεμος , σκοτάδι , συντέλεια , ταινία , Ταινίες , τέρας , τρόμος , φαντασία , Φόβος , φουτουρισμός , ψυχολογία

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 13 Ιουλίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.