Η πρώτη μου επαφή με τον Καλό Λαό ήταν πριν χρόνια, σε μια από τις βραδινές περιπλανήσεις μου στο Δάσος των Γκόμπλιν. Μπορείτε να φανταστείτε την εμπειρία μου και μόνο από το όνομα! Όχι, δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, τουλάχιστον όχι για τα μέτρα των περισσότερων ανθρώπων. Αλλά ας πάρω καλύτερα τα πράγματα από την αρχή.
Οι άνθρωποι του ομώνυμου χωριού πίστευαν ανέκαθεν στα ξωτικά. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν τα συμπαθούσαν ιδιαίτερα.
«Μην ασχολείσαι μαζί τους, Τζον. Όσοι ανακατεύονται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες!» Μου έλεγαν ένα κάρο διαφορετικά στόματα.
Αν ήμουν λιγάκι πιο έξυπνος ή καλόβολος, δεν θα τολμούσα καν να κοιτάξω προς τα Πατημένα Μέρη. Αλλά, κακά τα ψέματα, δεν ήμουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Και έπειτα, με έσπρωχνε εκείνο το παιδικό ένστικτο που κάνει τους ανθρώπους να παίρνουν ένα σωρό αφελείς αποφάσεις, μόνο και μόνο για να δουν τι θα συμβεί.
«Είναι άσχημος ο κόσμος των ξωτικών, στραβός. Δεν χωράει στον δικό μας. Άπαξ και μπεις από καμία χαραμάδα, δύσκολα θα ξεφύγεις. Και τότε αλίμονό σου!» Έλεγαν τα στόματα.
Μα είμαι μαθημένος να μην κρίνω τίποτα από λόγια τρίτων, ιδίως αν αυτά είναι πικρόχολα. Και έτσι πήρα την πιο χαζή απόφαση της ζωής μου. Τόσο χαζή, που καταλήγει να μοιάζει έξυπνη.
Βρέθηκα κοντά σε εκείνα τα μέρη, τα αποκαλούμενα «Πατημένα». Μου είχαν πει πως κρατούσαν αυτό το όνομα από τότε που τα πάτησαν τα ξωτικά. Έκτοτε, κανένας λογικός άνθρωπος δεν πλησίαζε. Φήμες έλεγαν πως τα βράδια έβγαιναν από τα δάση γαλάζιες πύρινες γλώσσες, οι κεραυνοί έβγαζαν πόδια και περπατούσαν στις κορυφές των δέντρων, ενώ μυστήριες μουσικές και χαρούμενες φωνές γλεντιού αντηχούσαν από άκρη σε άκρη. Κάποιοι έλεγαν πως είχαν δει αυτοπροσώπως τα ξωτικά, και δεν ήταν χαρούμενοι για αυτό. Τους τελευταίους δεν τους έπαιρνα στα σοβαρά, γιατί τα μάτια τους γυάλιζαν σαν κομμάτια γυαλιού στον καλοκαιρινό ήλιο.
Το Δάσος των Γκόμπλιν ήταν το μεγαλύτερο και το πιο σκοτεινό. Πελώριες, βαθυπράσινες εκτάσεις ορθώνονταν σαν κάστρα από κλαδιά και βρύα μπροστά στα μάτια μου. Ήταν τόσο πυκνοφυτεμένο που δεν το διαπερνούσε ούτε μια στάλα το τελευταίο απογευματινό φως. Όταν αποφάσισα να μπω μέσα του -όχι από δεύτερες σκέψεις, αλλά επειδή ήταν τόσο κλειστό, σκοτεινό και πυκνό που αναρωτιόμουν αν θα χωρούσα κάπως να περάσω- είχε ήδη πέσει η νύχτα.
Τα κλαδιά απλώνονταν κυματιστά πάνω από το κεφάλι μου σαν αρπακτικά χέρια και τα αστέρια που τρεμόσβηναν ίσα που έριχναν ασημένιες πιτσιλιές εδώ και εκεί. Άναψα έναν φακό της κακιάς ώρας και το μίζερο, θαμπό του φως αποκάλυψε κάπως δειλά τα βρυώδη σωθικά του δάσους. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πως είχα κάνει μια απίστευτη βλακεία.
Περπατούσα κολλώντας το ένα βήμα μετά το άλλο, περιορίζοντας τις κινήσεις μου όσο ήταν εφικτό, καθώς τα δέντρα και η πυκνή βλάστηση δεν μου άφηναν ιδιαίτερο χώρο. Έγδαρα άπειρες φορές τους αγκώνες μου σε ακανθώδη φύλλα θάμνων και ακόμα περισσότερες τα γόνατά μου σε τσουκνίδες και ξερά κλαδιά. Θα ορκιζόμουν πως όση ώρα βάδιζα, άκουγα και άλλες ανάσες εκτός από τη δική μου. Ακόμα χειρότερα, μου φαινόταν πως διέκρινα κάθε τόσο κίτρινα μάτια να ανοιγοκλείνουν πάνω στους κορμούς, στα φύλλα και στο χώμα.
Ένα από αυτά τα σχιστά, κιτρινωπά ζευγάρια έμεινε για ώρα ανοιχτό, καρφωμένο πάνω μου, ενώ πάλευα με τον άθλιο φακό μου που έπνεε τα λοίσθια. Όταν τα έφτυσε τελείως, η μοναδική πηγή φωτός ήταν εκείνα τα μάτια που με κοιτούσαν από τον κορμό ενός αντικρινού δέντρου. Κράτησα τον νεκρό φακό μου σαν όπλο, παρότι ήξερα πως σε περίπτωση ανάγκης δε θα με βοηθούσε ιδιαίτερα.
Ένιωσα κάτι να σαλεύει στην πλάτη μου. Γύρισα να κοιτάξω και το μετάνιωσα αμέσως. Δύο σκεβρωμένα κλαδιά είχαν τεντωθεί από την βάση τους και τώρα χτυπούσαν ρυθμικά τους ώμους μου.
«Έχεις χαθεί; Χρειάζεσαι βοήθεια;» Άκουσα έναν ψίθυρο στα αυτιά μου.
Αποφάσισα πως ό,τι και αν ήταν αυτό που είχε μιλήσει, θα ήταν καλύτερα να μην λάβει απάντηση. Το έβαλα στα πόδια και για λίγο κατάφερα να απομακρυνθώ, όμως σύντομα σκόνταψα ένας Θεός ξέρει σε τι. Τώρα έβλεπα δεκάδες ζευγάρια μάτια να με κοιτούν από κάθε γωνιά. Συρσίματα πάνω στα φύλλα ανάκατα με ψιθύρους που δεν έβγαζαν νόημα, έκαναν την κατάστασή μου ακόμα πιο τραγική.
Μια σκοτεινή φιγούρα πλησίασε ανάμεσα από τους θάμνους και στο ελάχιστο φως που εξέπεμπαν τα μάτια, διέκρινα μια κοντή, λιπόσαρκη παρουσία με σκουρόχρωμο, ζαρωμένο δέρμα που κρεμόταν από τις άκρες ενός ξεφτισμένου ρούχου. Το πρόσωπο που αντίκρισα μέσα από τις σκιές πάγωσε το αίμα μου. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι καθαρά εκείνα τα ολόμαυρα μάτια, την μακρουλή, γαμψή μύτη και εκείνο το στραβό στόμα που έφτανε μέχρι τις άκρες δύο μυτερών, τριχωτών αυτιών. Αλλά ακόμα πιο καθαρά θυμάμαι τις δύο σειρές από εκείνα τα κοφτερά δόντια που με απείλησαν, όταν το πλάσμα πήδηξε πάνω στο στήθος μου, ουρλιάζοντας σε απόσταση χιλιοστών από το πρόσωπό μου.
Η δυσάρεστη συνάντηση μου άφησε για ενθύμιο ένα κυκλικό σημάδι στον δεξί ώμο -απομεινάρι μιας γερής δαγκωματιάς- και μια εμβοή και στα δύο μου αυτιά. Δεν ξέρω πόση ώρα καθόταν αυτό το πράγμα πάνω μου, όμως καθόλη τη διάρκεια της συνάντησης αδυνατούσα να κουνηθώ. Με είχε κάπως ακινητοποιήσει, οπότε απέμενα να περιμένω το τέλος μου, ανήμπορος και αβοήθητος.
Μέχρι που πέρασε σαν σφαίρα από δίπλα μου μια γαλάζια πύρινη γλώσσα. Έκανε μια αθόρυβη βόλτα γύρω από τους κορμούς, και έπειτα επέστρεψε στο σημείο όπου βρισκόμουν και έσκασε πάνω στην πλάτη του πλάσματος. Για λίγα δευτερόλεπτα έχασα το φως μου, ή μάλλον βρήκα το φως μου, καθώς το οπτικό μου πεδίο γέμισε με ένα δυνατό γαλαζωπό φως. Όταν η λάμψη της φωτιάς χάθηκε, κατάλαβα πως το πλάσμα είχε εξαφανιστεί μαζί του.
«Έχεις χαθεί; Χρειάζεσαι βοήθεια;» Ψιθύρισε ξανά κάποιος μέσα στο σκοτάδι, που αυτή τη φορά ήταν απόλυτο. Ακόμα και τα μάτια είχαν χαθεί.
Ήξερα πως έπειτα από όλα αυτά, δεν μπορούσα να διαπραγματευτώ τη θέση μου όπως θα ήθελα. Ήξερα, επίσης, πως οι φρόνιμοι άνθρωποι δεν απαντούν στους ψιθύρους. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.
«Έχω χαθεί και θα χρειαζόμουν λίγη βοήθεια», απάντησα έπειτα από ελάχιστη σκέψη.
Μόλις απόσωσα την φράση, εμφανίστηκε μπρος μου ένα ξωτικό που δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο. Για την ακρίβεια, όσο άσχημο και ζοφερό ήταν εκείνο, τόσο τούτο εδώ ήταν λεπτεπίλεπτο, αιθέριο και πανέμορφο. Και ήταν θηλυκό, όπως φανέρωνε η ανατομία του ολότελα γυμνού κορμιού του.
Πετούσε ελάχιστα εκατοστά πάνω από το έδαφος, χτυπώντας κάμποσα ζευγάρια ιριδίζοντα φτερά σε μια γαλαζόλευκη απόχρωση. Τα μακριά, λυτά μαλλιά ανέμιζαν χαριτωμένα. Η επιδερμίδα της ανέβλυζε μαργαριταρένιο φως που άφηνε αχλή γύρω από το καλοφτιαγμένο της σώμα, σαν κάποιος να την είχε πασπαλίσει με αστέρια. Το πιο εντυπωσιακό πράγμα πάνω της, όμως, ήταν εκείνα τα φωτεινά λουλακί μάτια που ακτινοβολούσαν.
«Ακολούθησέ με και σύντομα θα είσαι σπίτι σου», μου είπε το ξωτικό και σηκώθηκα όπως όπως.
Την ακολούθησα όπως με συμβούλεψε, σιωπηλός και πειθήνιος σαν χαμένος. Στο πέρασμά της, το δάσος έμοιαζε να ανοίγει. Η βλάστηση υποχωρούσε, τα δέντρα πισωπατούσαν και ο χώρος μεγάλωνε και απλωνόταν σαν ξεκάθαρο μονοπάτι. Στις παρυφές του βαθυπράσινου, πολύφυτου κάστρου, γύρισε και με κοίταξε.
«Αν βγεις από το δάσος, δεν πρόκειται να το ξαναβρείς».
Και ενώ αναρωτιόμουν για ποιόν τρελό λόγο θα αποφάσιζα ποτέ να ξαναψάξω για αυτό το ακόμα πιο τρελό μέρος, εκείνη συνέχισε.
«Θα σου δώσω ένα δώρο, ως αντάλλαγμα για το θάρρος σου να επισκεφτείς τα Πατημένα Μέρη και ένα ακόμα για το θάρρος σου να απαντήσεις στους ψιθύρους».
Το γεγονός πως χαρακτήρισε τις παιδικές ανοησίες μου ως θάρρος, με έκανε να κοκκινίσω και να κορδώσω το κορμί ταυτόχρονα.
Προτού προλάβω να πω οτιδήποτε, πλησίασε και άφησε ένα φιλί στα χείλη μου. Για ένα δευτερόλεπτο, αισθάνθηκα λες και η αύρα του δάσους γλιστρούσε στο στόμα μου, ανακατευόταν με την ανάσα μου και δενόταν μαζί της.
Πάλι δεν πρόφτασα να αντιδράσω, και το ξωτικό άφησε ένα ακόμη φιλί στο κέντρο του μετώπου μου. Αυτή τη φορά, αισθάνθηκα λες και χιλιάδες μακρινές καμπάνες αντηχούσαν στα αυτιά μου, ενώ ένα γαλαζόλευκο φως πλημμύριζε τα μάτια μου, χαϊδεύοντας το δέρμα του προσώπου μου απαλά, σαν ζεστός πρωινός ήλιος. Την επόμενη στιγμή βρισκόμουν έξω από το Δάσος των Γκόμπλιν. Ούτε και κατάλαβα πώς.
Ο Τζον που βγήκε από το δάσος ήταν διαφορετικός από εκείνον που μπήκε σε αυτό. Η μεγαλύτερη διαφορά τους ήταν πως ο πρώτος, είχε πλέον αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «δεύτερη όραση».
Κρατάω το δώρο της ξωτικιάς μου μέχρι σήμερα. Τα μάτια μου διακρίνουν όλες τις λεπτές υφές της ξωτικής πραγματικότητας. Κανένα πλάσμα δεν ξεφεύγει από τις αισθήσεις μου. Δεν υπάρχει δέντρο, λουλούδι, ποτάμι ή λίμνη το πνεύμα του οποίου να μην μπορώ να δω. Ομολογώ πως αμέσως λάτρεψα αυτό το δώρο, αν και ταλαιπωρήθηκα αρκετά στην αρχή με κάμποσους εφιάλτες.
Το άλλο δώρο, που μου το πέρασε η ξωτικιά μου από τα χείλη της στα δικά μου, άφησε στην ανάσα μου ένα κομμάτι μαγείας που αποκαλείται «συναλλαγή». Χάρη σε αυτό το θείο χάρισμα, μπορώ ακόμη και σήμερα να διατηρώ μια επικοινωνία με την καλή μου νεράιδα. Αρκεί μονάχα ένας ψίθυρός μου για να την φέρει σε μένα.
Να την, έρχεται πάλι, την βλέπω να λαμποκοπά υπό την ακολουθία της γαλάζιας της φωτιάς. Μου γνέφει, πρέπει να φύγω. Με καλεί πάλι κοντά της -και είναι ένα κάλεσμα μυστηριακό, ερωτικό- στο κενό ανάμεσα στους κόσμους. Οι συναλλαγές μας μπορούν μονάχα να λάβουν χώρα στο ανάμεσα. Εγώ, όπως μου μήνυσε, δεν μπορώ να την συναντήσω στα μέρη της όπως άλλοτε.
Το δάσος δεν το ξαναβρήκα ποτέ.
Tags: creatures , dark forest , elf , elfs , fairy , fantasy , forest , goblins , kiss , magic , Magical Creatures , short-story , The Weird Side Daily , twsd , βλάστηση , γκόμπλιν , δάσος , δέντρα , διήγημα , διήγημα φαντασίας , επαφή , κίτρινα μάτια , κλαδιά , μαγεία , μάτια , μπλε φως , νεράιδα , ξωτικά , πλάσματα , πυκνή βλάστηση , σκοτεινό δάσος , συναλλαγή , φαντασία , φίλοι , ψίθυροι , ψίθυρος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.