Τις μέρες παραμένει άδεια. Ένα αδιάφορο τετράγωνο περιποιημένης πρασινάδας που στριμώχνεται ανάμεσα σε ψηλές και απρόσωπες πολυκατοικίες. Τα παιδιά την αποφεύγουν και οι ελάχιστοι περαστικοί, γέροι που βγάζουν το σκύλο τους βόλτα ως επί το πλείστον, νιώθουν άβολα στη σκιά των μικρών της δέντρων.
Κάτι μέσα τους γνωρίζει.
Αλλά κάποιες νύχτες, μετά τα μεσάνυχτα, η παιδική χαρά ζωντανεύει. Καθώς ο σφυγμός της πόλης αραιώνει και οι σκιές γύρω της πυκνώνουν, κάτι αρχίζει και κινείται κάτω από τις ψιθυριστές της φυλλωσιές. Στην αρχή ακούγεται ένα αδύναμο τρίξιμο. Μακρόσυρτο και πνιχτό, μοιάζει με αρχαία πόρτα που έχει μείνει σφραγισμένη για χιλιετίες και τώρα ανοίγει, πολεμώντας ενάντια στη σκουριά και τη μούχλα. Ύστερα, καινούργιοι ήχοι ραγίζουν τη σιωπή. Μεταλλικοί. Αλυσίδες που τεντώνονται, τροχοί που γυρίζουν, άκρες σωλήνων που προσγειώνονται ρυθμικά στη γη μ’ έναν απαλό γδούπο.
Εκείνες τις νύχτες λοιπόν, κρύβομαι πίσω απ’ το παράθυρο που βλέπει στην παιδική χαρά. Κουρνιάζω ανάμεσα στις μισάνοιχτες κουρτίνες και παρακολουθώ. Έχω κλειστά τα φώτα γιατί δεν θέλω να τραβήξω κανενός την προσοχή. Τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι και αρχίζω και βλέπω πιο καλά. Διακρίνω τις κούνιες, μικρά παραλληλόγραμμα από συμπαγή σκιά, να λικνίζονται μπρος – πίσω, σπρωγμένες από αόρατα χέρια. Ένας μύλος περιστρέφεται σιγά-σιγά καθώς το νυχτερινό αγιάζι τον ντύνει με μια αποκρουστική μεμβράνη γλοιώδους υγρασίας. Δυο τραμπάλες αρχίζουν και κινούνται πάνω-κάτω.
Και αν κρατήσω την αναπνοή μου και τεντώσω τ’ αυτιά μου, ίσως, στα όρια ακριβώς του αντιληπτικού μου πεδίου, ακούσω απόμακρα γέλια. Γέλια παιδικά. Κρυστάλλινα και αθώα, ξεχειλίζουν από την ασυγκράτητη χαρά μιας ζωής που δεν υπάρχει πια.
Εκείνη η παιδική χαρά είναι στοιχειωμένη. Και με τιμωρεί. Το βράδυ γεμίζει με τις ψυχές των χαμένων παιδιών. Των παιδιών που έστειλα εγώ στον άλλο κόσμο.
Καθώς παρακολουθώ την φασματική εκείνη δραστηριότητα, το μυαλό μου τρέχει προς τα πίσω. Στην παιδική ηλικία που δεν χάρηκα ποτέ. Στα χρόνια που σαπίσανε από την αδιαφορία μιας απόμακρης μητέρας και την οργή ενός βίαιου πατέρα που ξεσπούσε πάνω μου απρόβλεπτα, όποτε είχε πιεί ή είχε τσακωθεί με κάποιον στη δουλειά του. Θυμάμαι τον πόνο από το ξύλο που έτρωγα, από τις καθημερινές ταπεινώσεις που έπρεπε να υπομένω στο σχολείο, από την περιφρονητική αδιαφορία των δασκάλων μου και τον κατατρεγμό από τ’ άλλα παιδιά που γελούσαν μαζί μου επειδή ήμουν άπλυτος και φορούσα τσαλακωμένα και βρώμικα ρούχα. Τα μεσημέρια, όταν καθόμουν μόνος στην αυλή του, παρακολουθούσα εκείνα τ’ άλλα παιδιά να παίζουν ξέγνοιαστα, να γελάνε λουσμένα στο χρυσαφένιο φως του ήλιου και να μην καταδέχονται καν να κοιτάξουν προς τη σκοτεινή γωνιά απ’ όπου τα κοιτούσα, ακίνητος, με τα γόνατα διπλωμένα κάτω από το πηγούνι μου και τα χέρια τυλιγμένα γύρω τους, για να μην φαίνονται οι μελανιές του πατρικού χεριού.
Φυσικά, όπως συμβαίνει σε όλες τις φάσεις της ζωής, τις καλές και τις κακές, κάποτε όλα αυτά τελείωσαν. Μεγάλωσα. Εγκατέλειψα την οικογενειακή εστία. Έμαθα να υποκρίνομαι. Σμίλεψα το προσωπείο ενός ατόμου φυσιολογικού. Βρήκα δουλειά. Διεκδίκησα την ανεξαρτησία μου.
Και μια μέρα μετακόμισα σ’ εκείνο το διαμέρισμα που βλέπει προς την παιδική χαρά.
Στην αρχή δεν της έδινα μεγάλη σημασία. Οι φωνές και οι τσιρίδες των παιδιών που παίζανε στις κούνιες της δεν με ενοχλούσανε. Μέχρι που μια μέρα, καθώς έπινα το απογευματινό μου καφέ, πρόσεξα ένα αδύνατο αγοράκι που καθόταν μόνο του σε μια γωνιά και παρακολουθούσε με ύφος σοβαρό τα υπόλοιπα να παίζουνε χαρούμενα, λουσμένα στο φως μιας χρυσαφένιας ξεγνοιασιάς. Και τότε κάτι ανάβλυσε μέσα μου. Ένας σκοτεινός καταρράκτης αναμνήσεων που με μετέφερε πίσω, σ’ ένα παρελθόν που νόμιζα ότι είχα κλειδώσει για πάντα πίσω από τις ατσάλινες πόρτες μιας ηθελημένης λησμονιάς.
Μόνο που τώρα είχα μεγαλώσει. Είχα περισσότερες δυνάμεις. Η προσωπική μου τραγωδία δεν ήταν απαραίτητο να επαναληφθεί. Υπήρχε τρόπος να διορθώσω την κατάσταση. Να καταστρέψω μια και καλή αυτό που έκανε το μοναχικό παιδάκι να υποφέρει.
Έτσι λοιπόν, μεταμορφώθηκα σ έναν άγγελο θανάτου. Άρχισα να παρακολουθώ ένα-ένα τα ευτυχισμένα παιδιά, να καταγράφω τις ζωές τους και όταν έφτανε η κατάλληλη στιγμή, να τις κόβω με όπλο μου μια δίκαιη οργή. Η αστυνομία στάθηκε ανίκανη να μ’ εντοπίσει καθώς λειτουργούσα περίτεχνα, με απεριόριστη υπομονή και έχτιζα πειστικότατα άλλοθι κάθε φορά που εξόντωνα κάποιο απ’ τα αλαζονικά τέκνα του χρυσού φωτός, πάντα με τρόπο διαφορετικό και σε χρόνο ανύποπτο, έως ότου δεν απέμεινε κανένα.
Η παιδική χαρά εγκαταλείφθηκε. Σπρωγμένες από τα άηχα ένστικτα της επιβίωσης, οι μητέρες έπαψαν να φέρνουν τα παιδιά τους εκεί και μια παγερή πάχνη μοναξιάς κρεμάστηκε από πάνω της σαν κρυσταλλένιο σύννεφο.
Μέχρι που μια νύχτα, ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι. Οι ήχοι της ζωντανεμένης παιδικής χαράς άγγιξαν τ’ αυτιά μου σαν αδυσώπητο κάλεσμα. Πλησίασα το παράθυρο του σαλονιού και κουλουριάστηκα πίσω απ’ το παράθυρο σαν τρομαγμένο αγρίμι, παρακολουθώντας την αφύσικη ζωή που την είχε πλημμυρίσει:
Τις κούνιες που ταλαντεύονταν από μόνες τους, το μύλο που γύριζε, τις τραμπάλες που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά.
Και τότε κατάλαβα ότι είχα αποτύχει.
Στην παιδική χαρά διασκέδαζαν ακόμα τα ευτυχισμένα παιδιά.
Tags: children , dark , ghosts , murder , mystery , playground , short-story , souls , The Weird Side Daily , Αστυνομία , αυλή , βία , γέλιο , γονείς , διήγημα , δολοφόνος , Έρικ Σμυρναίος , κούνιες , μεσημέρι , μοναξιά , μοναχικό παιδί , μυστήριο , νύχτα , παδικά γέλια , παιδιά , παιδική βία , παιδική ηλικία , παιδική χαρά , Σκοτεινό , στοιχειωμένο , τραγωδία , Φαντάσματα , ψυχές
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.