Ο Λαθρέμπορος του Χρόνου – Μέρος ΙII

“Κανονόμπαλες έσκαγαν δεξιά κι αριστερά, μερικά μέτρα πίσω από την πρύμνη και χάνονταν στον πάτο του ωκεανού. Οι αντίπαλοι τους πρόφταιναν κι ο Τζάκο τους έδωσε τα πλευρά της Μπρέγια στο στόμα. Κάθε μυς του προσώπου του είχε σφιχτεί από το θυμό”.

 

Ο Μπερνάρ κι ο λοχαγός Ιόλο είχαν από ένα πλατύ χαμόγελο στα πρόσωπά τους, ένα χαμόγελο ευχαρίστησης το οποίο δεν συμμεριζόταν ο Τζάκο. Έβλεπαν στρατιώτες με θαλασσιά σακάκια και γκρίζα παντελόνια να βουτάν τις μαύρες δερμάτινες μπότες τους στην αμμουδιά για να παίρνουν τα βαρέλια και τις κάσες με τα εφόδια από τους ναυτικούς και να εξαφανιστούν στα παχιά φυλλώματα του δάσους.

Είχαν από ένα πλατύ χαμόγελο στα πρόσωπά του, ένα χαμόγελο το οποίο φανέρωνε την άγνοια τους για τις λεπτομέρειες της προηγούμενης νύχτας. Ο Τζάκο πείραξε τη ροή των γεγονότων για να ξεφύγει από την παγίδα των τριών κατασκόπων και κινδύνεψε να χαθεί στο Χάος του Χρόνου.

«Καπετάνιε, τα παιδιά έχουν μια ακόμα παρτίδα να κατεβάσουν», του είπε ο ύπαρχος κι έκανε νόημα στη λέμβο που πλησίαζε την ακτή άλλη μια φορά.

«Εντάξει, Μπερνάρ. Βοηθήστε να φύγουν οι κούτες προς το μονοπάτι», είπε κοιτάζοντας πέρα από τα ξάρτια της μπιγιαντίνας του, στο τελείωμα του κόλπου. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο».

Ο γεροδεμένος γενειοφόρος ύπαρχος έμεινε για μερικές στιγμές να κοιτά τον λοχαγό της φρουράς, ο οποίος στηριζόταν με το πόδι του σ΄ ένα μικρό βαρέλι. Ο Τζάκο του έκανε νόημα με τα μάτια κι αυτός έφυγε φωνάζοντας προς τους ναυτικούς που χαζολογούσαν.

«Θα ξανάρθετε;» ρώτησε ο λοχαγός Ιόλο Ζανέτο της τοπικής φρουράς της Σάντας Ιόλης. «Η βοήθεια που μας φέρατε είναι ανεκτίμητη».

«Δεν ξέρω», του απάντησε κοιτάζοντας τους άνδρες στη βάρκα να τραβάνε κουπί. «Πρώτα πρέπει να δω γιατί ο δούκας Τόλλι έστειλε να με σκοτώσουν».

«Έφερες τρόφιμα για δύο εβδομάδες. Κέρδισες την φιλία και την εμπιστοσύνη μου, λαθρέμπορε».

«Σε ευχαριστώ για τα λόγια σου, αλλά δεν αναιρούν την παγίδα των Φιοβετζιάνων».

«Τζάκο, δεν πιστεύω πως οι κατάσκοποι ήταν από τον Τόλλι», είπε ξανά ο λοχαγός με σοβαρό ύφος. «Σκέψου λογικά. Γιατί να σου δίνει δυόμισι χιλιάδες γαλέρες μπροστά και να προσπαθεί να σε σκοτώσει εδώ, ενώ μπορούσε να σε σκοτώσει στις προβλήτες της πόλης του;»

«Οι κατάσκοποι είπαν πως ο δούκας άλλαξε γνώμη», είπε ο Τζάκο, θυμούμενος τα λόγια των τριών μυστήριων ανδρών.

«Μόνο έναν δούκα έχει η Νοράντια;» ρώτησε ο λοχαγός με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. «Όπως και να ‘χει, ο κυβερνήτης θέλει να ξανάρθεις και θα σε πληρώσει».

«Πρώτα θα πάω στη Φιοβέτζια να μάθω τι συμβαίνει. Δε μου αρέσει να με προδίδουν έτσι».

«Όπως νομίζεις, λαθρέμπορε», είπε ο Ιόλο και χτύπησε τη μπότα του το βαρέλι. «Το υπόλοιπο της πληρωμής σου. Ελπίζω να σε ξαναδώ», συμπλήρωσε κι έκανε μεταβολή προς το δάσος. Κι εγώ.

«Κατεβάσαμε και τα τελευταία. Έτοιμοι για αναχώρηση», είπε ο Μπερνάρ, πλησιάζοντας με το βλέμμα του στους στρατιώτες που έφευγαν φορτωμένοι.

Ο Τζάκο χτύπησε με τη σειρά του το βαρέλι με νόημα στον Μπερνάρ κι έφυγε στη λέμβο. Η μοναδική επιθυμία του ήταν να πιάσει το τιμόνι της μπριγιαντίνας και να φύγει από αυτό το καταραμένο νησί. Κατάσκοποι, κυβερνήτες, δολοπλοκίες… Γι’ αυτό προτιμούσε να συνεργάζεται με εμπόρους. Οι δουλειές ήταν πάντα ξεκάθαρες. Έπαιρνε εμπορεύματα, τα πήγαινε στον προορισμό τους, πληρωνόταν. Χωρίς πολιτικά παιχνίδια.

Πέντε χιλιάδες γαλέρες και δικαιώματα πλεύσης στις θάλασσες της Νοράντιας. Η αμοιβή παραήταν καλή για να την αφήσει, παραήταν καλή για αληθινή. Από την άλλη, ο Ιόλο είχε δίκιο. Αν οι Νοραντιανοί ήθελαν να τον σκοτώσουν, θα το είχαν κάνει εκείνο το βράδυ στην προβλήτα της ιχθυόσκαλας. Κάποιος όμως τον πρόδωσε κι υπήρχε μόνο ένας τρόπος να μάθει την αλήθεια – να μπει στ’ άρρωστα κανάλια της Φιοβέτζιας για να παραλάβει το τελευταίο μέρος της πληρωμής από τον ίδιο τον δούκα Τόλλι.

Το ελαφρύ σκούντημα της βάρκας στο σκαρί οξιάς της Μπρέγια σταμάτησε απότομα τη σκέψη του. Σκαρφάλωσε πρώτος στο δικάταρτο πλοίο κι έπιασε το χέρι του Γάντζου.

«Καπετάνιε, μάθαμε είχες περιπέτειες», είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας με τα αλλόκοτα μακριά χέρια και τον τράβηξε με δύναμη στο κατάστρωμα.

«Τίποτε δε σας ξεφεύγει», απάντησε ο Τζάκο μ’ ένα αγριεμένο βλέμμα στον Μπερνάρ.

«Τουλάχιστον πληρωθήκαμε;»

«Φοβήθηκες μήπως ο γερο-Τζάκο δεν σου φέρει λεφτά για να ξοδέψεις στα καπηλειά;» είπε ο Τζάκο, πηγαίνοντας στο πηδάλιο. «Βίρα την άγκυρα, όρτσα τα πανιά κόντρα στον άνεμο, γυρίστε το πλοίο», φώναξε και γύρισε στον πηδαλιούχο. «Κόμπρα, βγάλε μας στ’ ανοιχτά το συντομότερο».

«Μάλιστα καπετάνιε! Δυτικός φυσά σήμερα, μόλις βγούμε απ’ την προστασία των βουνών θα μας ξαποστείλει», είπε ο Κόμπρα και με δύο αστραπιαίες κινήσεις έστριψε το τιμόνι. «Δώστε μου κι άλλο άνεμο, κατεβάστε τη μπούμα!»

Μόλις οι πρώτοι κρίκοι της βαριάς καδένας έγδαραν το ξύλο του σκαριού, ο Τζάκο ένιωσε τη Μπρέγια να γλιστρά αργά στα γαλήνια νερά του Πετάλου. Παρακολουθούσε τη συνήθη σύγχυση κάθε σαλπαρίσματος με σκαρφαλωμένους ναυτικούς στα βαθμοσχοίνια, άλλους στα ξάρτια και άλλους στις κουπαστές να λασκάρουν καραβόσχοινα. Στο μέσον του εικοσακάνονου πλοίου, μια ντουζίνα ανδρών, μάλλον όσοι μπήκαν στο πλήρωμα πρόσφατα κι ο Μπερνάρ τους έδινε απλά καθήκοντα, πάσχιζε ν’ ανεβάσει την λέμβο στο κατάστρωμα.

«Ακόμα να σηκώστε την ψαρόβαρκα; Κουνηθείτε κοπρόσκυλα που θέτε και να πληρωθείτε!» φώναξε χτυπώντας το χέρι του στην κουπαστή.

Σίγουρος πια πως η πλώρη ήρθε στην ευθεία με το στόμιο του κολπίσκου με τ’ όνομα Πέταλο, έριξε μια τελευταία ματιά στην χρυσή παραλία και διέκρινε τους στρατιώτες να κινούνται στο δάσος, σαν μέρμηγκες, με κούτες στους ώμους.

«Καπετάνιε, όλα στη θέση τους», είπε ο Μπερνάρ. «Έχουμε πορεία;»

«Βορειοδυτική μέχρι τα Δόντια», απάντησε ο Τζάκο κοιτώντας το πλοίο να προσπερνά τα απότομα βράχια που έκρυβαν από τα γυμνά μάτια την μικρή παραλία. «Κόμπρα, κράτα το σταθερό», είπε στον πηδαλιούχο και χτύπησε φιλικά τον ώμο του. «Μπερνάρ», είπε με νόημα στον ύπαρχο και απομακρύνθηκαν στην άκρη της κουπαστής.

«Τζάκο, τι συνέβη στο νησί;»

«Τρεις άνδρες με περίμεναν στο σημείο συνάντησης. Είπαν πως ο δούκας άλλαξε γνώμη».

«Πιστεύεις ο Τόλλι μας πρόδωσε;»

Αν μας πρόδωσε ο δούκας της Φιοβέτζιας, δεν έχουμε πολλές ελπίδες να επιβιώσουμε στη θάλασσά του. Έσφιξε τα χείλη του βλέποντας πίσω τους το Πέταλο να γαληνεύει τα ατίθασα κύματα της ανοιχτής θάλασσας.

«Δεν βγάζει νόημα, αλλά κάτι συνέβη και θα το μάθουμε», απάντησε ο Τζάκο με τα μάτια ακόμα στραμμένα βόρεια, εκεί που τα ψηλά βράχια του Πετάλου έριχναν τις σκιές τους. «Μάτι», είπε χωρίς να γυρίσει στον ύπαρχο και έτεινε την παλάμη του.

Ο Μπερνάρ του έδωσε το μονόκυαλο, μα πριν προλάβει να το υψώσει, μια φωνή ακούστηκε από τα βαθμοσχοίνια. «Πανιά στην πρύμνη!»

Το μονόκυαλο του επιβεβαίωσε τον φόβο του. Μια φρεγάτα κι ένα μικρότερο πλοίο, ένα μπρίκι με κατεβασμένα πανιά και πρασινωπές σημαίες είχαν βγει από τις σκιές της Σάντα Γιόλης.

«Νορντρέζικα. Γαμημένοι! Μας περίμεναν!» είπε μέσα απ’ τα δόντια του κατεβάζοντας απότομα το μάτι του καπετάνιου. «Κόμπρα, κόψε δεξιά!», φώναξε δυνατά και πήγε στο πηδάλιο. «Θέλω ταχύτητα. Το μεγάλο δε με φοβίζει, αλλά η κουράδα μπορεί να μας φτάσει».

«Ακούσατε τον καπετάνιο άχρηστοι μούτσοι! Γυρίστε τη μαΐστρα, δέστε τους κάβους, πιάστε τον άνεμο!» φώναζε ενθουσιασμένος ο Κόμπρα, ενώ έπαιζε το τιμόνι στα χέρια του σα να μπερδεύει τράπουλες.

«Κύριε Εστόρε, θέλω άνδρες στα όπλα. Σηκώστε τις θυρίδες!» είπε ο Τζάκο στον αρχικανονιέρη του. «Μπερνάρ, αναλαμβάνεις τους κυνηγούς».

«Μάλιστα, καπετάνιε!» είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ο ύπαρχος και πήδηξε τα σκαλιά για να εξαφανιστεί στα αμπάρια.

Ο Τζάκο κρεμάστηκε απ’ τα βαθμοσχοίνια και κοίταξε τα ξάρτια των διωκτών τους να ακολουθούν τα αφρίζοντα χνάρια του σκαριού του, το οποίο χόρευε στον ρυθμό των κυμάτων της ανοιχτής θάλασσας, ενώ ριπές δυτικού ανέμου έφερναν την αλμύρα στα ρουθούνια του. Ο Κόμπρα είχε δίκιο. Γύρισε το κεφάλι του δ

εξιά και με την άκρη του ματιού του είδε τις ξετρυπωμένες κάννες των κανονιών έτοιμες να φτύσουν μπαρούτι και σίδερο, αν χρειαζόταν.

«Κόμπρα, κόψε νότια. Φέρε μας πλάγια».

«Θες να τους χτυπήσουμε, καπετάνιε;»

«Όχι, μόνο να τους καθυστερήσω λίγο».

«Μάλιστα, καπετάνιε!»

Ήξερε πως δε χρειαζόταν να πει λεπτομέρειες. Δέκα χρόνια είχε μαζί του τον Κόμπρα, τον Εστόρε, τον Γάντζο. Όλοι οι άνδρες γνώριζαν τη θέση τους αφού ο Μπερνάρ και οι παλιοί του πληρώματος εκπαίδευαν συνέχεια τους νεότερους. Ενενήντα πέντε έμπειροι άνδρες, κουρσάροι, λαθρέμποροι, πειρατές, βετεράνοι, όλοι έτοιμοι να βρομίσουν τα χέρια τους με μπαρούτι και αίμα στις διαταγές του κι ας είχαν να πολεμήσουν δύο χρόνια.

Κανονόμπαλες έσκαγαν δεξιά κι αριστερά, μερικά μέτρα πίσω από την πρύμνη και χάνονταν στον πάτο του ωκεανού. Οι αντίπαλοι τους πρόφταιναν κι ο Τζάκο τους έδωσε τα πλευρά της Μπρέγια στο στόμα. Κάθε μυς του προσώπου του είχε σφιχτεί από το θυμό. Η φρεγάτα είχε στηθεί και τον περίμενε να βγει από το Πέταλο. Γνώριζαν ακριβώς που και πότε να τον περιμένουν. Η δουλεία έγινε σίγουρα από το Φιοβέτζο.

«Εστόρε, γεμίστε τα όπλα μ’ αλυσιδωτές», φώναξε κι οι άνδρες ρίχτηκαν στα κανόνια.  «Σημαδέψτε τα πανιά του μπρικιού και περιμένετε!»

Στην αναμονή για την επίθεση πάντα η αγωνία έτρωγε το μέσα του, όπως και κάθε άλλου άνδρα στο κατάστρωμα. Οι κανονιέρηδες με τις αναμμένες ράβδους στα χέρια τους, οι κρεμασμένοι στα σχοινιά περίμεναν να γυρίσουν ξανά τα ιστία κι ο Κόμπρα να παίζει το πηδάλιο στα χέρια του. Όλοι με το βλέμμα καρφωμένο στους αντιπάλους και τις οβίδες τους να πλησιάζουν απειλητικά.

Δύο ακόμα βολές. Η μια βολίδα έπεσε ακόμα πιο κοντά στη Μπρέγια και η επόμενη χτύπησε στην πλώρη. Ο Τζάκο τέντωσε το κορμί του στην κουπαστή και μετρούσε από μέσα του δευτερόλεπτα μέχρι τον επόμενο κανονιοβολισμό.

«Σημαδέψτε το μπρίκι», φώναξε ο Τζάκο και γυρνώντας στο πλήρωμά του κατέβασε απότομα το χέρι του. «Πυρ!»

Οκτώ κανόνια μούγκρισαν σχεδόν ταυτόχρονα κι ο Τζάκο κρατήθηκε για να μην παρασυρθεί από το σπρώξιμο προς την αντίθετη μεριά.

«Γεμίστε άχρηστα στόματα! Γεμίστε ξανά μη σας χώσω στα κανόνια!» φώναζε ο Εστόρε στους κανονιέρηδες.

Το μπρίκι είχε αφήσει πίσω την πιο αργή φρεγάτα κι είχε σηκώσει τις θυρίδες. Με λιγότερο από ένα χιλιόμετρο να χωρίζει πλέον τα δύο πλοία, ο Τζάκο παρακολουθούσε το σκαρί να στρίβει στο πλάι για να ρίξει μια ομοβροντία στην αγαπημένη του Μπρέγια. Οι Νορντρέζοι πίστεψαν στη ναυμαχία, αφού κι η φρεγάτα είχε αρχίσει να βγαίνει σε θέση βολής. Τους είχε ακριβώς εκεί που ήθελε.

«Ξανά, στα πανιά της κουράδας που θέλει να σας καθυστερήσει», κραύγασε ο Τζάκο και μόλις τα κανόνια κάλυψαν τη χροιά του, γύρισε στον Κόμπρα. «Τώρα!»

«Λασκάρετε τα πανιά αριστερά, τραβήξτε δεξιά», φώναξε ο έμπειρος τιμονιέρης γυρνώντας το πηδάλιο αιφνίδια. Η Μπρέγια σαν συνέχεια του κορμιού του έστριψε απότομα και με γερμένο το σκαρί της αριστερά έστριβε να τη βρει ο άνεμος στην πρύμνη.

«Μπερνάρ, αλυσιδωτές», φώναξε ο Τζάκο σκυμμένος στην πρύμνη. «Σειρά σου!»

Με την καθοδήγηση του υπάρχου, τα πρυμναία κανόνια άρχισαν το πύρινο μουγκρητό τους σε απάντηση των κανονιών του μπρικιού. Σιδερένιες μπάλες σφύριζαν δεξιά κι αριστερά του, ενώ ένας δυνατός κραδασμός ταρακούνησε όλο το πλοίο. Είδε τους λευκούς καπνούς των όπλων του μικρού πλοίου που έστριβε ξανά προς το μέρος της Μπρέγια, δείχνοντας τα τραυματισμένα του πανιά. Του ξέφυγε ένα χαμόγελο στο θέαμα του αγώνα ταχύτητας μεταξύ της κουρβωτής φρεγάτας και του μπρικιού. Και κόντρα άνεμο να ‘χαμε, πάλι δε μας φτάνουν.

«Κόμπρα, πλαγιοδρομία».

«Καπετάνιε, θα μας βρουν», παραπονέθηκε ο τιμονιέρης.

«Δε θα προλάβουν», είπε ο Τζάκο και χαμογέλασε σαρδόνια. «Γεμίστε με εκρηκτικές!»

«Μάλιστα, καπετάνιε!» φώναξε με περίσσιο ενθουσιασμό ο Εστόρε από το κατάστρωμα. «Εναμισάρι μπαρούτι και τις βαριές μαύρες. Κουνηθείτε κωλόπαιδα, αλλιώς θα σας στείλω στα άπατα να ψαρέψτε!»

«Εστόρε, το σκαρί της φρεγάτας», είπε ο Τζάκο κι έσπρωξε στην άκρη τον Κόμπρα για να αναλάβει το τιμόνι. «Περίμενε να σου δείξει τα πλευρά της».

Ο Τζάκο γνώριζε πως οι κουρβωτές φρεγάτες των Νορντρέζων κουβαλούσαν εννιάλιβρα κανόνια, αρκετά πιο ισχυρά από τα εξάλιβρα του μπρικιού. Αν οι αντίπαλοι τον έβρισκαν με μια ομοβροντία, η Μπρέγια δε θα τους πήγαινε παρακάτω. Έσφιξε τα δόντια του και περίμενε μέχρι η φρεγάτα να πλησιάσει κι άλλο, ενώ ήδη έστριβε για να βρεθεί σε θέση βολής.

Είχε μόνο μία ευκαιρία. Έστριψε ώστε η αριστερή πλευρά της Μπρέγια να δει την φρεγάτα και περίμενε μέχρι να γυρίσει αρκετά το αντίπαλο σκαρί.

«Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα», ψέλλισε κι όταν σχεδόν η φρεγάτα ευθυγραμμίστηκε τέντωσε το κορμί του και φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη: «Πυρ!»

Τα κανόνια βρύχισαν δυνατά κι έστειλαν τις εκρηκτικές βολές στην όμορφη φρεγάτα του νορντρέζικου ναυτικού. Δύο βρήκαν το στόχο τους κι ανατινάχτηκαν στην πλώρη του πολεμικού πλοίου, σκορπίζοντας φωτιά και θάνατο στο κατάστρωμα. Με δύο ελιγμούς κατάφερε να κλέψει από τους διώκτες του την ταχύτητα, σπέρνοντας τον πανικό ανάμεσά τους. Είκοσι χρόνια στα κύματα σου δίνουν το κάτι παραπάνω απ’ τους καπετάνιους των Νορντρέζων που παραβγαίνουν μια φορά το χρόνο σ’ ανοιχτή θάλασσα. 

«Αφήστε τα όπλα παλιοτόμαρα», φώναξε βλέποντας τα πληγωμένα πλοία να πασχίζουν να τον προφτάσουν. «Μουδάρετε τα σχοινιά, σκοτάρετε τα πανιά να πιάσουμε όλο τον άνεμο».

Ο Μπερνάρ εμφανίστηκε στο κατάστρωμα κι επανέλαβε τις οδηγίες, βοηθώντας τον Εστόρε να οργανώσει το πλήρωμα. Ο Κόμπρα στεκόταν δίπλα του και μελετούσε τα αντίπαλα πλοία που είχαν παρατήσει το κυνήγι κι έγλυφαν τις πληγές τους. Δύο χρόνια μετά την τελευταία συμπλοκή, ο Κόμπρα, ο Εστόρε κι ο Μπερνάρ του απέδειξαν για άλλη μια φορά πως εκτός από πρωτοπαλίκαρα της Μπρέγια, ήταν η μόνη οικογένεια που του είχε απομείνει στον κόσμο. Κάποιος πρόδωσε τον Τζάκο. Κι όποιος βλάπτει την οικογένεια, πρέπει να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα.

Διαβάστε το ‘Α μέρος και ΄Β μέρος εδώ.

Tags: fantasy , fight , sea , ship , ships , short-story , The Weird Side Daily , time , Αλέξανδρος Τριανταφύλλου , γαλέρες , διήγημα , Διήγημα Φαντασία , εμπόριο , θάλασσα , κανόνια , Λαθρέμπορος , Μάχη , νόμισμα , πλοία , πλοίο , φαντασία , χρόνος

Αλέξανδρος Τριανταφύλλου

Δημοσιεύτηκε 1 Οκτωβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.