Ο Καλόγερος

”Ο αέρας λυσσομανούσε στα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του Γουίλιαμ και αυτός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι με τίποτα. Κοιτούσε το ταβάνι και τους τοίχους και παρατηρούσε το πως τα ρούχα του έπαιρναν σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Το παλτό του που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα από την πολυθρόνα του γινόταν ένας υψηλόσωμος άντρας που τον κοιτούσε επίμονα χωρίς να κουνιέται.”

28 Φεβρουαρίου 2022

«Η νύχτα εισέβαλε στο μυαλό του και το μετέτρεψε σε τσίρκο τρομακτικών εικόνων που χόρευαν μέσα κι έξω από τις σκιές. Πρόσωπα λευκά σαν μορφές κλόουν, πελώρια μάτια, μυτερά δόντια, φιγούρες που γλιστρούσαν μέσα από τους ίσκιους με μακριά άσπρα χέρια απλωμένα για να… για να…»

-Στέφεν Κίνγκ-

«Σάλεμς Λοτ»

Ο αέρας λυσσομανούσε στα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του Γουίλιαμ και αυτός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι με τίποτα. Κοιτούσε το ταβάνι και τους τοίχους και παρατηρούσε το πως τα ρούχα του έπαιρναν σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Το παλτό του που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα από την πολυθρόνα του γινόταν ένας υψηλόσωμος άντρας που τον κοιτούσε επίμονα χωρίς να κουνιέται. Τα μπλουζάκια του στην καρέκλα μετατρέπονταν σε άμορφα σχήματα με εχθρικές διαθέσεις και εν τέλει τα κλαδιά που φαινόντουσαν έξω από το παράθυρο του αν τα παρατηρούσες έμοιαζαν με χέρια τέρατος.

Αλλά το πιο τρομακτικό ήταν αυτός ο αναθεματισμένος ο καλόγερος με το παλτό του κρεμασμένο πάνω του. Το παλτό δεν το χρησιμοποιούσε γιατί ήταν καλοκαίρι, όμως ποτέ δεν είχε κάνει τον κόπο να το πάει μέσα στην αποθήκη μαζί με τα άλλα χειμερινά ρούχα, βαριόταν απίστευτα, χωρίς και ο ίδιος να ξέρει τον πραγματικό λόγο που ήταν βαριεστημένος. Το είχε υποσχεθεί στην μαμά του πάνω από τέσσερις φορές πως θα το κάνει, όμως δεν το έκανε καμία από τις τέσσερις και έτσι η Ντόροθι είχε πάψει να ασχολείται.

Τα βράδια που έμενε ξύπνιος, ο άντρας στον καλόγερο φορούσε το παλτό του και τον κοιτούσε επίμονα, απλά τον κοιτούσε. Δεν διέκρινε τα μάτια του, μόνο την φιγούρα του και ανατρίχιαζε ολόκληρος. Όταν άνοιγε το φως εξαφανιζόταν και απλά μετά δεν ξανά επέστρεφε για το υπόλοιπο βράδυ. Το μυαλό του δημιουργούσε εικόνες που δεν υπήρχαν μόνο από αντίδραση. Μέσα στον τρόμο υπάρχει και μια πολύ μικρή ελπίδα και επιθυμία που κρύβεται βαθιά μέσα στα σωθικά μας, η οποία λέει: «Μακάρι αυτό που είδα με την περιφερειακή μου όραση να είναι κάποιο φάντασμα, θα έχω πολλές ιστορίες να λέω και θα ικανοποιηθώ». Ποτέ όμως δεν είχε δει κάποιο φάντασμα, μόνο αυτό που πίστευε πως υπάρχει στον καλόγερό του. Για όλα τα υπόλοιπα «τέρατα» που διέκρινε στο σκοτάδι να έχουν φωλιάσει στο δωμάτιο του, πάντα έβρισκε μια εξήγηση.

«Φαντάσου τα μούτρα των παιδιών όταν μάθουν πως έχω ένα φάντασμα μέσα στο σπίτι μου και ιδιαίτερα μέσα στο δωμάτιο μου», μονολόγησε και έσκασε ένα χαμόγελο. Αποφάσισε πως δεν θα κοιμηθεί σήμερα. Η ώρα ήταν έξι και είκοσι και ήδη ο ήλιος άρχισε δειλά να ξεπροβάλει πίσω από τα βουνά και να χαϊδεύει το δωμάτιο του Γουίλιαμ. Ο άντρας στον καλόγερο είχε εξαφανιστεί.

«1…2…3…4…9… όχι, το 5 είναι ηλίθια».

Ο Γουίλιαμ προς το παρόν τρόμαξε και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του, μετά όμως σκέφτηκε πως ήταν η γιαγιά του που κοιμόταν στο δωμάτιο που βρισκόταν κάτω από αυτόν. Ήταν πολύ δύσκολο για αυτόν να βλέπει -και στην συγκεκριμένη περίπτωση να ακούει -την γυναίκα που τον μεγάλωσε να πάσχει από βαριά άνοια και να έχει παραισθήσεις.

Έσπρωξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε όρθιος, πέρασε μπροστά από το κενό παλτό του λοξοκοιτώντας το, χωρίς να διακρίνει κάτι στο φως της μέρας και πήγε προς την κουζίνα. Αφού ήπιε ένα μεγάλο ποτήρι νερό άκουσε το απορριμματοφόρο που σταμάτησε για να αδειάσει τον κάδο που βρισκόταν μπροστά στο σπίτι του. Από κάτω ακούστηκε ξανά η γνωστή για αυτόν φωνή να μετράει και να βρίζει τον εαυτό της που κάνει λάθος. Ξεφύσησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της σκάλας. Εφόσον οι γονείς του κοιμόντουσαν έπρεπε αυτός να δει τι κάνει η γιαγιά του.

Η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή και έβλεπε την γιαγιά του να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και να παραμιλάει έχοντας τεντωμένα τα δάχτυλά της και να προσθέτει ένα κάθε φορά που έλεγε έναν αριθμό. Με ήσυχα βήματα προχώρησε προς την πόρτα και καθάρισε τον λαιμό του για να μιλήσει.

«Γιαγιά; Καλημέρα. Τι κάνεις;»

Η γιαγιά του σταμάτησε να μετράει και το βλέμμα της στερεώθηκε στο παράθυρο με τα χέρια της να κρέμονται πλέον άνευρα στο πλάι.

«Αλ, εσύ; Δεν κοιμάται ο μικρός;» απάντησε και κοίταξε με απορία τον Γουίλιαμ. Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε και πήγε να πει κάτι πριν μιλήσει η γιαγιά του και πάλι.

«Είναι εγγόνι μου και δεν θέλω να τον τρομάζεις, και σένα σε αγαπάω, αλλά φύγε επιτέλους. Έλα σε μένα, εδώ κάτω».

«Γιαγιά τι λες; Ο Γουίλιαμ είμαι, ο Γουίλι σου», το χαμόγελο πια είχε φύγει από το στόμα του και την θέση του είχε πάρει η απορία και η ανησυχία.

«ΕΙΣΑΙ Ο ΑΛ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΤΩΡΑ. ΤΩΡΑ, ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; ΠΕΘΑΝΕΣ… ΧΩΝΕΨΕ ΤΟ ΠΙΑ», ούρλιαξε μέσα από την καρδιά της. Ο Γουίλιαμ πάγωσε.

Από το δωμάτιό του ακούστηκαν ρυθμικά βήματα να κατευθύνονται προς το παράθυρο, λες και κάποιος μπήκε από την πόρτα και ήθελε να πετάξει μακριά και να χαθεί. Τα βήματα σταμάτησαν μπροστά από το παράθυρο, όμως δεν ακούστηκε ο ήχος των παλιών παντζουριών να ανοίγουν. Η γιαγιά του τώρα τον κοιτούσε επίμονα, όμως σταμάτησε μετά από τρία δευτερόλεπτα, γύρισε προς το παράθυρο, κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω λες και κάποιο αντικείμενο έπεσε από τον ουρανό και σταμάτησε το βλέμμα της στο κενό.

Σήκωσε πάλι τα χέρια της και ξεκίνησε από την αρχή:

«Ένα…δύο».

Ο Γουίλιαμ έτρεξε στον πάνω όροφο τρέμοντας. Καθώς ανέβαινε την σκάλα πηδώντας τα σκαλιά δύο δύο δεν κοίταξε πίσω του, ένιωθε ότι κάτι ήταν κολλημένο πάνω του και τον κυνηγούσε. Η άνοια της γιαγιάς του είχε παραγίνει και τον τρόμαζε, θα έκανε καιρό να πάει να την δει. Στην κουζίνα ήταν η μητέρα του και ετοίμαζε πρωινό για αυτόν και τον μπαμπά του. Ένα μεγάλο κύμα ανακούφισης τον πλημμύρισε και έβγαλε έναν ευχάριστο αναστεναγμό. Τα βήματα της μαμάς του ήταν αυτά που ακουγόντουσαν στο δωμάτιό του. Για όνομα του θεού, δεν υπάρχουν φαντάσματα.

«Καλημέρα αγόρι μου. Τι έγινε; Σε βλέπω αναψοκοκκινισμένο. Όλα εντάξει;» ρώτησε η μητέρα του και τον κοίταξε με στοργή.

«Ναι μαμά όλα καλά, είχα πάει να δω την γιαγιά αλλά δεν ήταν πολύ καλή ιδέα. Μαμά ποιος είναι ο Αλ;»

«Ο Αλ; Η γιαγιά σου είπε για αυτό;» η Ντόροθι τον κοίταξε με μια πικρία και ξεροκατάπιε.

«Ναι».

«Έλα κάτσε εδώ δίπλα μου για μια σύντομη ιστορία από την μαμά».

Ο Γουίλιαμ ακολούθησε τις εντολές της μαμάς του και έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας με ένα τοστ μπροστά του και έναν χυμό πορτοκάλι.

«Λοιπόν, ο Αλ ήταν ο αδερφός της γιαγιάς σου, τον οποίο δυστυχώς τον έχασαν όταν ήταν δεκαεπτά χρονών, από καρκίνο στο αίμα. Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν πως οι ψυχές των νεκρών φεύγουν μόνο εάν τις αφήσεις να φύγουν, ζούσαν μέσα από τα αντικείμενα τους. Χαζές αντιλήψεις. Ο Αλ έμενε στο ίδιο δωμάτιο που μένεις εσύ τώρα και για κάποιον λόγο του μοιάζεις αρκετά».

«Γιατί δεν μου είχατε πει ποτέ αυτή την ιστορία;» ρώτησε ο Γουίλιαμ ανατριχιασμένος.

«Δεν είναι και πολύ ευχάριστη και δεν θέλω γενικά να την λέω, όμως τώρα με αφορμή την γιαγιά σου θα σου τα πω όλα. Ο Αλ φορούσε συνέχεια αυτό το παλτό…» είπε και έδειξε με το δάχτυλό της το παλτό που φαινόταν από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου του Γουίλιαμ «…και δεν το αποχωριζόταν ποτέ του, για αυτό και η γιαγιά σου μας το έκανε δώρο για σένα και πραγματικά είσαι κούκλος με αυτό. Όχι ότι χωρίς αυτό δεν είσαι δηλαδή».

Ο Γουίλιαμ νόμιζε ότι του έκαναν φάρσα. Αποκλείεται… και αν αυτός ο άνδρας που έβλεπε μέσα στο παλτό ήταν ο Αλ; Αλλά αποκλείεται αυτό, δεν υπάρχουν φαντάσματα. Δεν ήθελε να ακούσει άλλο για την ιστορία και έκανε να φύγει.

«Ευχαριστώ μαμά για την ιστορία, θα συνεχίσω το φαγητό στο δωμάτιο μου». Σηκώθηκε από το τραπέζι κρατώντας το φλυτζάνι του και το πιάτο με το μισοφαγωμένο τοστ. Μετά από πέντε βήματα στράφηκε και πάλι προς την μητέρα του και της είπε: «Α παραλίγο να το ξεχνούσα. Τι έκανες στο δωμάτιο μου ενώ ήμουν κάτω;»

Η Ντόροθι τον κοίταξε και χαμογέλασε, έπειτα ήπιε από τον καφέ της και είπε: «Δεν μπήκα στο δωμάτιο σου, ήρθα κατευθείαν εδώ, φαντάσματα βλέπεις;»

Και οι δύο χαχάνισαν δυνατά όμως ο Γουίλιαμ ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Τα βήματα στο δωμάτιο του ήταν του Αλ και είχε πάει μέχρι το παράθυρο γιατί έφυγε πια από την ζωή τους όπως τον διέταξε η γιαγιά του. Άφησε το παλτό ωστόσο εδώ για να έχουμε κάτι που να τον θυμίζει.

«Λοιπόν μαμά, σήμερα θα πάω το παλτό στην αποθήκη, το ορκίζομαι», είπε και έφυγε για το δωμάτιό του με αργά και σταθερά βήματα, ενώ η Ντόροθι αναστέναξε χαμογελώντας.

Είχε ακούσει πολλάκις αυτή την φράση…

Tags: fantasy , ghost , ghost story , ghosts , horror , mystery , short-story , The Weird Side Daily , twsd , διήγημα , διήγημα μυστηρίου , Διήγημα τρόμου , καλόγερος , μυστήριο , τρόμος , φαντασία , Φάντασμα , Φαντάσματα

Κυριάκος Αθανασιάδης

Δημοσιεύτηκε 28 Φεβρουαρίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.