”Ο Μάθιου ανατρίχιασε όμως κατευθείαν αντιλήφθηκε από τι προερχόταν ο ήχος, σκουριά και μόνο σκουριά. Καμία νύφη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και άναψε τον φακό. Το σαλόνι ήταν τακτοποιημένο λες και έμενε κάποιος εκεί πριν λίγες μέρες και απλά απουσίαζε για διακοπές, όμως μια μυρωδιά σήψης και μούχλας επιτέθηκε στα ρουθούνια του.”
”Ο αέρας λυσσομανούσε στα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του Γουίλιαμ και αυτός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι με τίποτα. Κοιτούσε το ταβάνι και τους τοίχους και παρατηρούσε το πως τα ρούχα του έπαιρναν σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Το παλτό του που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα από την πολυθρόνα του γινόταν ένας υψηλόσωμος άντρας που τον κοιτούσε επίμονα χωρίς να κουνιέται.”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 1
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.