”Ο αέρας λυσσομανούσε στα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του Γουίλιαμ και αυτός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι με τίποτα. Κοιτούσε το ταβάνι και τους τοίχους και παρατηρούσε το πως τα ρούχα του έπαιρναν σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Το παλτό του που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα από την πολυθρόνα του γινόταν ένας υψηλόσωμος άντρας που τον κοιτούσε επίμονα χωρίς να κουνιέται.”
”Κάθισα στο γραφείο μου και της έκανα νόημα να καθίσει απέναντί μου. Φαινόταν ντροπαλή, όχι: πειθαρχημένη. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Μαθημένη να κοιτάει χαμηλά όταν της μιλάνε. Δε μπορούσα να διακρίνω έως τότε τη σοβαρότητα αυτής της υπόθεσης. Η θλιμμένη μου πελάτισσα δεν ήταν αρκετά θλιμμένη για να κλάψει, μα ήταν μαυροφορεμένη. Έχουμε να κάνουμε με φόνο, είπα στον εαυτό μου, με το ανήσυχο βλέμμα μου καρφωμένο επάνω της.”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 1
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.