Ο γητευτής της φωτιάς – Μέρος Α΄

”Τα πάντα γύρω του φλέγονταν, μπορούσε να μυρίσει την οσμή της απανθρακωμένης σάρκας. Τα χέρια του, τα ρούχα του ήταν ποτισμένα με αίμα. Όχι το δικό του, εκείνος δεν ήταν τραυματισμένος. Στεκόταν ακίνητος, μαρμαρωμένος στην άκρη της χαράδρας του όρους Στόρμ, το ιερό τόπο της φυλής των Νούρι.  Στην αγκαλιά του κρατούσε σφιχτά το σώμα της αγαπημένης του Ανελίν. Το λευκό φόρεμά της είχε γίνει κατακόκκινο, το πρόσωπό της ήταν ωχρό.”

21 Μαρτίου 2022

Ο γητευτής της φωτιάς – Μέρος Α΄

Τα πάντα γύρω του φλέγονταν, μπορούσε να μυρίσει την οσμή της απανθρακωμένης σάρκας. Τα χέρια του, τα ρούχα του ήταν ποτισμένα με αίμα. Όχι το δικό του, εκείνος δεν ήταν τραυματισμένος. Στεκόταν ακίνητος, μαρμαρωμένος στην άκρη της χαράδρας του όρους Στόρμ, το ιερό τόπο της φυλής των Νούρι.  Στην αγκαλιά του κρατούσε σφιχτά το σώμα της αγαπημένης του Ανελίν.

Το λευκό φόρεμά της είχε γίνει κατακόκκινο, το πρόσωπό της ήταν ωχρό.

Τα μάτια της, αυτά τα υπέροχα, πράσινα μάτια της, που τα είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που τ’ αντίκρισε, τώρα παρέμεναν σφαλισμένα, σημάδι πως δεν υπήρχε πια ζωή μέσα της. Πυκνός καπνός είχε απλωθεί, στερώντας του τον αέρα κι εκείνος ούρλιαζε. Ούρλιαζε, ν’ ακουστεί πέρα από τα όρια της Άγονης Κοιλάδας μέχρι τα σύνορα της χώρας του Όλεγκον.

Πετάχτηκε πάνω, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, ένιωθε τα πνευμόνια του άδεια από οξυγόνο.  Πονούσε…πονούσε τρομερά σε όλο του το κορμί. Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στον ιδρώτα. Πάλι αυτός ο εφιάλτης, εδώ κι ένα μήνα, κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο όνειρο. Το ίδιο απαίσιο όνειρο, την ίδια απόκοσμη φρίκη. Θάνατος υπήρχε παντού γύρω του, είχε ποτίσει τον αέρα, τον έπνιγε. Αυτό τ’ όνειρο ήταν ένας οιωνός, κάτι σκοτεινό άπλωνε τα δίχτυα του πάνω από την γη της Άγονης Κοιλάδας. Μαύρες μέρες έρχονταν, το ένιωθε, για τους λαούς του Όλεγκον. Ένα τέτοιο κακό που όμοιο του δεν είχαν ξαναδεί!

Σήκωσε το στιβαρό του σώμα από το κρεβάτι και πλησίασε τη χάλκινη, περίτεχνα σκαλισμένη λεκάνη και έσκυψε πάνω από το καθάριο νερό που γέμιζε το εσωτερικό της.

Είδε το είδωλο του ν’ αντανακλάται στην επιφάνειά του, η νεανική του όψη που συχνά είχε ξεγελάσει τα αθώα μάτια των ανθρώπων, δεν συμβάδιζε καθόλου με τη μακρόχρονη ζωή του.

Είχε ζήσει αρκετά ώστε να δει τη φωτιά του πολέμου και την πτώση του βασιλείου του.

Το άλλοτε ένδοξο βασίλειο του οίκου των Ντράγκονφέιθ, χτισμένο στην κορυφή του Λευκού όρους, απροσπέλαστο για πολλούς λόγω της απότομης μορφολογίας του εδάφους του, ήταν το λίκνο της αθανασίας και της υπέρτατης δύναμης των δράκων.

Άξιοι πολεμιστές, σχεδόν αήττητοι λόγω της καταγωγή τους, τώρα έστεκαν ακίνητοι, μαρμαρωμενοι, άδειοι από ζωή.  Μαρμάρινα αγάλματα που έμειναν εκεί να θυμίζουν τη χαμένη τους δόξα.

Η κατάρα εκείνη, περίπου έναν αιώνα πριν του είχε στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο, την οικογένειά του, το λαό του και κατ’ επέκταση την ίδια του τη ζωή.

Ήταν παιδί ακόμα όταν έζησε την απόλυτη φρίκη. Μόνο εκείνος γλίτωσε χάρη στο μισό ανθρώπινο αίμα που έρεε μες στις φλέβες του.

Η μητέρα του είχε καταφέρει να κρύψει για χρόνια αυτό το μυστικό, ακόμα κι από τον ίδιο το γιό της. Δεν ήθελε να μάθει κανείς γι’ αυτό της το λάθος. Ήταν μια στιγμή αδυναμίας που την ακολουθούσε σ’ όλη της τη ζωή. Ήταν βασίλισσα και παντρεμένη μ’ έναν πολύ ισχυρό άντρα, δεν έπρεπε να επιτρέψει στον εαυτό της κάτι τέτοιο! Όμως μόλις αντίκρισε τον νεαρό τότε πρίγκιπα Νέιθαν τυφλώθηκε από την τόσο εξωπραγματική ομορφιά του. Από εκείνη την μοιραία στιγμή ένα ρήγμα δημιουργήθηκε μες στην καρδιά της. Εκείνη τη μια και μοναδική νύχτα που οι δύο τους ενώθηκαν σηματοδότησε τη γέννηση του Κρίστιαν. Ενός πρίγκιπα με διπλή καταγωγή.

Το μοναδικό μειονέκτημα στην κατά τ’ άλλα άψογη φύση του, είχε αποδειχτεί η λύτρωση του.

Είχε παραμείνει ζωντανός για να περιπλανιέται, φάντασμα του ιδίου του του εαυτού.

Ένας τυχοδιώχτης που αναζητεί με πάθος τον τρόπο που θα ξαναζωντανέψει τη φυλή του. Μια αναζήτηση αρκετά δύσκολη αφού τα ισχυρά ξόρκια μαύρης μαγείας που είχαν χτυπήσει τον λαό του, θάφτηκαν μαζί με τους ιδιοκτήτες τους στα βάθη του χρόνου.

Δεν άντεχε τη μοίρα του και τώρα αυτό τ’ όνειρο τον έκανε ακόμη πιο ανήσυχο.

Είχε πολεμήσει πολλές φορές με εχθρούς ισάξιους και ίσως πιο δυνατούς από τον ίδιο και είχε νικήσει, όμως αυτός ο εχθρός που αντιμετώπιζε τώρα ήταν αόρατος.

Ερχόταν σαν σκιά στον ύπνο του και του ρουφούσε την ζωή, δηλώντας ταυτόχρονα την ισχυρή του δύναμη. Φοβόταν…στον εαυτό του μπορούσε να το παραδεχτεί, όμως ποτέ ο φόβος δεν είχε σταθεί εμπόδιο, αφαιρώντας του το θάρρος.

Έπλυνε το πρόσωπο του με νευρικές κινήσεις και σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό φόρεσε το μαύρο μανδύα του και κίνησε προς την πόρτα. Έπρεπε να τη δει, να την προειδοποιήσει για το σκοτάδι που πλησιάζει. Είχε ονειρευτεί τον θάνατο της και είχε τρομάξει. Δεν θα επέτρεπε ποτέ σ’ αυτό το όνειρο να βγει αληθινό. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να συνδεθεί νοερά μαζί της. Ήταν ένα χάρισμα που είχε μόνο μ’ εκείνη από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν.

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του όταν άκουσε τη φωνή της μες στο μυαλό του να προφέρει τ’ όνομα του.

“Πρέπει να σε δω”, της είπε σχεδόν μονολεκτικά. Εκείνη ένιωσε αμέσως την αναστάτωση του.

Σαν λευκή μάγισσα είχε άπειρες ικανότητες, μια από αυτές ήταν να μπορεί να διαβάζει τη σκέψη και τα συναισθήματα των άλλων πλασμάτων.

“Τι συμβαίνει;” τον ρώτησε με τη φωνή της να έχει μια χροιά ταραχής.

“Θα σου πω από κοντά”, της απάντησε μετά από μερικά λεπτά σιωπής, “και αγάπη μου, να προσέχεις”, πρόσθεσε με αγωνιώδη τόνο.

Δεν πήρε απάντηση, όμως γνώριζε πως εκείνη θα ήταν εκεί και θα τον περίμενε όπως πάντα. Δεν χρειαζόταν να της πει το μέρος, το γνώριζαν και οι δύο. Ήταν το σημείο που πρωτοσυναντήθηκαν πριν τρία χρόνια, το σημείο που πάνε κάθε φορά που νιώθουν την ανάγκη να ιδωθούνε…στην πηγή των αναμνήσεων. Ένα μέρος μαγευτικό, κρυμμένο μες στ’ άδυτα του δάσους των ξωτικών, άγνωστο και αόρατο για πολλά μάτια.

Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει την πόρτα, όταν στ’ αυτιά του ήρθε ένας γνωστός πια θόρυβος.

Έξω απ ‘το πανδοχείο που διέμενε ακουγόταν πάλι φασαρία και φωνές, άλλη μια επιδρομή των Τάλιγκριν. Ελεεινοί κλέφτες ήταν όλοι τους, επιθυμούσαν θησαυρούς που δεν τους ανήκαν.

Άρπαξε το ξίφος στα χέρια του και παρατήρησε την μπλε λάμψη στην άκρη της λάμας του.

Αυτό το ξίφος είχε μεγάλη αξία για τον ίδιο, καθώς ήταν πολύτιμο ενθύμιο των προγόνων του, σφυρηλατημένο στην ιερή φωτιά του Λευκού όρους. Χωρίς άλλη σκέψη όρμησε έξω. Δεν είχε χρόνο γι’ άλλη μια ανούσια μάχη, όμως δεν άντεχε να φύγει σαν τον κλέφτη ενώ άνθρωποι έχαναν τις ζωές τους δίπλα του. Όχι, δεν θα έδινε αυτή την ευχαρίστηση στον Ντάριον να τον θεωρήσει δειλό. Τον μισούσε αυτόν τον άντρα και του το έδειχνε στην κάθε ευκαιρία που τους έφερνε αντιμέτωπους.

Όμως δεν ήταν πάντα έτσι, κάποτε ήταν παιδικοί φίλοι, κάποτε είχαν τα ίδια ιδανικά, κάποτε πάλευαν για τον ίδιο σκοπό.

Τότε, πριν δέκα χρόνια που η μοίρα τους είχε ξαναφέρει κοντά, κάτω από τις διαταγές του εξόριστου βασιλιά Θεορέν, ενός άντρα με ψυχή λιονταριού και καρδιά αγνή όπως ενός μικρού παιδιού. Ήταν ένας άνθρωπος που σου ενέπνεε σεβασμό μόνο με την παρουσία του, η εμβληματική όψη του και το ασίγαστο πάθος του για λύτρωση του λαού του απ’ την κολαστήρια ηγεμονία του τυράννου Αϊζενχάρ, βρήκε πολλούς υποστηρικτές.

Ανάμεσά τους και τον Κρίστιαν με τον άρχοντα Ντάριον. Δύο ολόκληρα χρόνια κατέστρωναν το σχέδιό τους, με καλά προσεγμένες στρατηγικές κινήσεις πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στον τελικό τους στόχο που δεν ήταν άλλος από το να βγουν νικητές από την δύσκολη τελική μάχη με τον στρατό του Αϊζενχάρ.

Τα είχαν υπολογίσει όλα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, το μόνο που δεν είχαν υπολογίσει ήταν η απληστία στην καρδιά του ανθρώπου. Τελευταία στιγμή, ενώ οι δυνάμεις του βασιλιά Θεορέν είχαν παραταχτεί έτοιμες ν’ αντιμετωπίσουν τον πολυάριθμο στρατό του τυράννου, ο Ντάριον απέσυρε τους πολεμιστές της φυλής του και τάχτηκε στο πλευρό του αντιπάλου.

Το αποτέλεσμα ήταν μια οδυνηρή ήττα και ο θάνατος του Θεορέν. Αυτή η ιστορία έμεινε αγιάτρευτη πληγή στην ψυχή του Κρίστιαν και ένα αιώνιο μίσος γεννήθηκε εκείνη την μέρα για τον άλλοτε καλό του φίλο Ντάριον. Ένα μίσος που αναζωπυρωνόταν κάθε φορά που οι δρόμοι τους διασταυρώνοταν, όπως αυτήν ακριβώς τη στιγμή.

Ο Κρίστιαν με γρήγορα βήματα προχώρησε στον κεντρικό, στενό, λασπωμένο δρόμο της πόλης Νερφίν με το ξίφος του τεταμένο στο χέρι, ανάμεσα από πεσμένα κορμιά αντρών, άλλα άψυχα κι άλλα με βαθιές πληγές που από τα σπλάχνα τους έτρεχε ακατάπαυστα άλικο, κατακόκκινο αίμα.

Δίπλα του ακούγονταν κραυγές και οδυρμοί από γυναίκες και παιδιά που μόλις είχαν χάσει κάποιον δικό τους άνθρωπο.

Τους προσπέρασε με σκυθρωπό πρόσωπο και επιταχύνοντας το βήμα του έφτασε στη μεγάλη πλατεία που στο κέντρο της ορθώνονταν αγέρωχο ανά τους αιώνες, το χαρακτηριστικό θεόρατο μαρμάρινο άγαλμα του πρίγκιπα Νέλιοτ, ιδρυτή αυτής της πόλης.

Γύρω του εκατοντάδες άντρες, σφυρηλατημένοι στην τέχνη του πολέμου, διασταύρωναν τα ξίφη τους με μανία. Δίχως κανέναν δισταγμό έπεσε στη φωτιά της μάχης, με το βλέμμα του να σκανάρει τον χώρο γύρω του, ψάχνοντας εκείνον.

Δεν άργησε να τον εντοπίσει σ’ ένα λίγο πιο μακρινό σημείο, στην άκρη της στρογγυλής πλατείας, να μάχεται με δύο αντιπάλους ταυτόχρονα.

Με ψυχρή έκφραση, κίνησε προς τα ‘κει, ελευθερώνοντας ανά διαστήματα το δρόμο του από κάθε λογής ανεγκέφαλους που είχαν την τόλμη ν’ αναμετρηθούν μαζί του.

Μέσα σε λίγα λεπτά στεκόταν απέναντι του με πρόσωπο ανέκφραστο, παγωμένο από οργή.

Τα μάτια του σχημάτισαν δυο ταραγμένες, γαλανές θάλασσες την ώρα που το βλέμμα του ενώθηκε με του Ντάριον.

Ο έντονος τρόπος που κοιτάζονταν, οι νευρικές κινήσεις των σφιγμένων κορμιών τους, υποδήλωνε την υπερένταση που υπήρχε ανάμεσα τους.

“Αφέντη Ντάριον”, η προσφώνηση βγήκε μ’ εριστικό τόνο από τα χείλη του Κρίστιαν, την ώρα που πλησίαζε με αργά βήματα όλο και πιο κοντά τον αντίπαλό του, με το ξίφος προτεταμένο απειλητικά.

“Κρίστιαν”, συλλάβισε κι ο Ντάριον τ ‘όνομα του αντιπάλου του, ακριβώς με τον ίδιο εριστικό τρόπο, “πίστευα πως η μοίρα δεν θα σε ξανάβγαζε τόσο γρήγορα στον δρόμο μου, ύστερα από εκείνη την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στο Έντεργουντ”, του είπε με αλαζονικό ύφος.

“Μην γελιέσαι Ντάριον και μην καγχάζεις για τον δόλιο τρόπο που με νίκησες τότε”, του σύριξε με θυμό, καθώς εικόνες εκείνης της μέρας ξεπήδησαν από τη θύμησή του κάνοντας τον να μορφάσει οργισμένα.

Το Έντεργουντ ήταν ένα πυκνό δάσος που φυλάσσονταν από ισχυρά ξόρκια, εφόσον ήταν η πύλη για τη γη των Αννόλιεν.

Μιας πανάρχαιας φυλής εκρού μάγων που τώρα πια είχαν χάσει την αίγλη τους και σημαντικές από τις μαγικές τους ικανότητες λόγω μιας σκληρής τιμωρίας από την υπέρτατη σύνοδο των μάγων για ένα σφάλμα που έλαβε χώρα πολλά χρόνια πριν.

Στην είσοδο αυτού του μαγεμένου δάσους συναντήθηκαν ο Κρίστιαν και ο Ντάριον με τον στρατό του, καθώς ο πρώτος ζητούσε πληροφορίες για την κατάρα και ο δεύτερος, χάρη στην αλαζονεία του, πίστευε πως ο χρυσός στη γη των Αννόλιεν θα ήταν εύκολη λεία γι’ αυτόν.

Όταν ξεκίνησε η μάχη, ο Κρίστιαν κέρδιζε ολοένα και πιο πολύ έδαφος, αφού η αθάνατη φύση του και πολεμικές του ικανότητες τον καθιστούσαν έναν ισχυρό αντίπαλο.

Με τόλμη αποδεκάτιζε τους άντρες του Ντάριον τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου με τον άκρη του ματιού του είδε τον παλιό του φίλο και τωρινό εχθρό, να εισέρχεται στο δάσος.

Τον κυνήγησε, αφού διακαής του πόθος ήταν μια μάχη μαζί του, όμως δεν υπολόγισε πως αυτή του η κίνηση θα τον έφερνε αντιμέτωπο με την αλλοτινή ισχυρή μαγεία των εκρού μάγων.

Ο Ντάριον τον είχε οδηγήσει σε παγίδα και το κατάλαβε όταν ήταν πολύ αργά.

Το σκοτεινό δάσος περιόριζε την όρασή του και η νεκρική σιωπή που επικρατούσε δεν προμήνυε με τίποτα αυτό που θ’ ακολουθούσε.

Σε κάθε βήμα που έκανε προς το εσωτερικό του, ένιωθε μια περίεργη δύναμη στην ατμόσφαιρα, όμως δεν έκανε πίσω.

Δίχως να το περιμένει κάτι τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια του με αποτέλεσμα να τον ακινητοποιήσει στο έδαφος.

Πεσμένος πια πάλευε με όλες τις δυνάμεις του να ελευθερωθεί από τη μανία της φύσης που είχε ξαφνικά πάρει ζωή προσπαθώντας να σταματήσει τον εισβολέα.

Ρίζες μακριές και με πάχος όσο η γροθιά ενός εύσωμου άντρα, ξεφύτρωναν μες από το χώμα και τυλίγονταν σαν πλοκάμια γύρω από το σώμα του σφίγγοντας τον όλο και πιο πολύ.

Ο Κρίστιαν προσπαθούσε μάταια ελευθερωθεί, αφού για κάθε ρίζα που έκοβε με το ξίφος του, άλλες δύο τυλίγονταν γύρω του.

Ένιωθε το σώμα του να συνθλίβεται και η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία.

Σ’ αυτήν τη δύσκολη κατάσταση είδε ξαφνικά μπροστά του τον Ντάριον που εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του Κρίστιαν, βρήκε την ευκαιρία και κάρφωσε με δύναμη το ξίφος του στο στήθος του αντιπάλου του και έφυγε με την ίδια ευκολία όπως μπήκε μες στο δάσος, δίχως να επηρεάζεται από την μαγεία του, χάρη στο ξόρκι προστασίας που είχε έξυπνα χρησιμοποιήσει και λειτουργούσε σαν ασπίδα για τον ίδιο. Αίμα ξεπήδησε από την πληγή του Κρίστιαν, ποτίζοντας το λευκό του πουκάμισο όλο και πιο πολύ.

Ξαφνικά σκοτείνιασαν τα πάντα γύρω του και έπεσε σ’ ένα βαθύ λήθαργο.

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, η πληγή είχε κλείσει και ο ίδιος είχε ανακτήσει εκ νέου τις δυνάμεις του.

Σήκωσε το κορμί του όρθιο και κοίταξε γύρω του καθώς το μέρος που βρισκόταν δεν του θύμιζε τίποτα.

Είχε ξυπνήσει σ’ ένα μικρό δωμάτιο ενός πανδοχείου, δίχως να γνωρίζει κανένας ποιος τον είχε μεταφέρει εκεί.

“Να ευλογείς την τύχη σου που μπόρεσες να σωθείς από εκείνο το δάσος”, του φώναξε δυνατά ο Ντάριον, “κι εμένα”, συμπλήρωσε μουρμουρίζοντας τόσο χαμηλόφωνα που τα λόγια του δεν έφτασαν ποτέ στ’ αυτιά του Κρίστιαν.

Κι όμως, το είχε κάνει, είχε γυρίσει πίσω για να τον σώσει.

Λίγο πριν βγει από το δάσος τα βήματά του βάρυναν και η συνείδησή του δεν τον άφηνε να προχωρήσει παραπέρα, έτσι δίχως δεύτερη σκέψη, γύρισε γι’ αυτόν. Αφού τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του, τον σήκωσε στα χέρια του και τον μετέφερε με προσοχή προς την έξοδο.

Οι άντρες του τον κοιτούσαν εμβρόντητοι, μόλις έκανε την εμφάνισή του με τον Κρίστιαν λιπόθυμο στην αγκαλιά του.

Μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού του τους έκανε νόημα να γυρίσουν πίσω, ενώ ο ίδιος αφού στερέωσε με προσοχή το κορμί του Κρίστιαν πάνω στο άλογο του, ανέβηκε και ο ίδιος.

Χτυπώντας με δύναμη τα χαλινάρια ξεκίνησε έναν αστραπιαίο καλπασμό. Γνώριζε πως η πληγή του Κρίστιαν είχε ήδη αρχίσει να επουλώνεται, το είχε δει άλλωστε να συμβαίνει αρκετές φορές στο παρελθόν και ήξερε πως ήταν θέμα χρόνου να ξυπνήσει από το λήθαργο.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μάθει ο Κρίστιαν πως αυτός τον είχε σώσει.

Γι’ αυτόν το λόγο εξάλλου τον πήγε σ’ ένα μικρό, απομονωμένο πανδοχείο και πλήρωσε αδρά τη σιωπή του ιδιοκτήτη του.

Όταν αργότερα ρωτήθηκε από τους συντρόφους του γι’ αυτή του την πράξη, τους εξήγησε πως απλά τον έπιασε μια κρίση ευσπλαχνίας, όμως βαθιά μέσα του γνώριζε πως ήταν ο σεβασμός που έτρεφε γι’ αυτόν τον ατρόμητο άντρα, που όρισε τις κινήσεις του.

“Μάλλον θα χρειαστείς κι εσύ την ίδια τύχη σήμερα”, άκουσε τη βροντερή φωνή του Κρίστιαν και τον είδε να ορμάει πάνω του σαν σίφουνας.

Απέκρουσε την πρώτη του κίνηση και ήταν έτοιμος να επιτεθεί κι αυτός με τη σειρά του, όταν ο ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά και δυνατός αέρας άρχισε να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του.

Η γη σειόταν κάτω από τα πόδια τους, δημιουργώντας τεράστιες ρωγμές κατά μήκος του εδάφους.

Σε κλάσματα δευτερολέπτου ένα γιγάντιο κομμάτι ξεκόλλησε από το επιβλητικό άγαλμα που έστεκε στην μέση της πλατείας και απειλούσε να καταπλακώσει τον Ντάριον.

Όμως λίγο πριν συμβεί αυτό, ο Κρίστιαν με μια αστραπιαία κίνηση έσπρωξε με δύναμη τον Ντάριον, σώζοντάς του τη ζωή.

Οι δύο τους έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στα βάθη μιας υπόγειας σήραγγας, που οδηγούσε έξω από τα τείχη της πόλης.

Όταν πια είχαν πια ξεφύγει από τη μανία της φύσης, ο Ντάριον σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε με απορία τον Κρίστιαν.

“Εκεί έξω, μου έσωσες τη ζωή, γιατί;” τον ρώτησε με σφιγμένο κορμί.

“Γιατί το τέλος σου πρέπει ν’ ανήκει σε μένα και όχι σε μια άψυχη πέτρα”, του απάντησε κυνικά.

“Ωραία λοιπόν, τότε είμαι όλος δικός σου”, του είπε αποφασιστικά ο Ντάριον τείνοντας το ξίφος του σε θέση μάχης.

“Θα γίνει, αλλά όχι σήμερα. Αυτήν τη στιγμή έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω”, του δήλωσε και γυρνώντας του την πλάτη επιδεικτικά απομακρύνθηκε από κοντά του, προχωρώντας προς την έξοδο.

Στην ψυχή του υπήρχε ένα βάρος, ένα κακό προαίσθημα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή του.

Αυτή η απότομη αλλαγή του καιρού μόνο φυσιολογική δεν ήταν κι αυτό τον έβαζε σε σκέψεις.

Ξαφνικά έντονη ανησυχία τον είχε πλημμυρίσει για εκείνη, έπρεπε να τη δει αμέσως, να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Προσπάθησε να επικοινωνήσει πάλι μαζί της αλλά αυτήν τη φορά δεν πήρε καμία απάντηση.

“Ανελίν”, την κάλεσε ξανά και ξανά προφέροντας αγωνιωδώς τ’ όνομά της, όμως μόνο σιωπή ακολούθησε το κάλεσμά του.

Επιτάχυνε το βήμα του ενώ την ψυχή του την είχε κατακλύσει ο φόβος.

Συνεχίζεται…

Tags: fantasy , part , part 1 , short-story , The Weird Side Daily , twsd , war , αγάπη , βασίλισσα , Γη , δάσος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , έρωτας , θάνατος , μαγεία , μαγεμένο δάσος , μαύρη μαγεία , Μάχη , μέρος Α , ξίφος , όνειρο , ουρανός , Πηνελόπη Τσικαλά , πόλεμος , πρίγκιπας , πρώτο μέρος , σπαθί , φαντασία , φιλιά , φυλές

Πηνελόπη Τσικαλά

Δημοσιεύτηκε 21 Μαρτίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.