Ήταν τόσο δυνατή που αναγκάστηκα να καταφύγω σ’ ένα παγκάκι.
Ξεκίνησε με ένα σφίξιμο στο στομάχι που απλώθηκε σ’ολόκληρο το στήθος μου μέχρι που άρχισα να δυσκολεύομαι ν’ αναπνεύσω. Ύστερα, η όρασή μου αλλοιώθηκε, ο κόσμος παγιδεύτηκε στα τοιχώματα μιας στενής σήραγγας και το φως του ήλιου έγινε πολύ μακρινό, ένα σημαδάκι που περιστρεφόταν αργά στο κέντρο μιας δίνης σκοταδιού. Κάτι ξύπνησε στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης, ένα κακό ερπετό που σύρθηκε προς τα πάνω και κουλουριάστηκε γύρω από το λαιμό μου σαν αγκαθωτό περιλαίμιο.
Είχα προλάβει ευτυχώς να καθίσω στο παγκάκι, ακριβώς τη στιγμή που τα πόδια μου δεν με κρατούσαν πλέον.
Προσπάθησα να μη χάσω την ψυχραιμία μου αφού ήξερα πολύ καλά τι μου συνέβαινε: Είχα πάθει μια κρίση πανικού. Κάτι γύρω μου, ίσως και μέσα μου, κάποιο ερέθισμα ή κάποια σκέψη, είχε λειτουργήσει ως θρυαλλίδα και τώρα ο εσωτερικός μου κόσμος είχε περιέλθει σε κατάσταση έκρηξης.
Στην πραγματικότητα, αυτό που βίωνα ήταν η ολοκλήρωση μιας ψυχικής διαδικασίας που είχε αρχίσει εδώ και πολύ καιρό. Ανεπαίσθητα στην αρχή ανεπαίσθητα, σαν μια στρογγυλή πέτρα που τείνει να γλιστρήσει από την κορφή μιας απότομης πλαγιάς. Το εργασιακό άγχος, η ανασφάλεια για το μέλλον σ’ έναν κόσμο που γινόταν όλο και πιο απρόβλεπτος, η μοναξιά, οι συνεχείς περιορισμοί του Lock down, η υποχρεωτική χρήση της μάσκας, ο χρόνος που περνούσε δίχως να φέρνει πια τίποτα καλό, είχαν σχηματίσει μια μπάλα που όλο και μεγάλωνε, μέχρι τη στιγμή που είχε κυριεύσει κάθε χιλιοστό της ύπαρξής μου.
Και τώρα το όλο σύστημα κατέρρεε.
Προσπάθησα να ελέγξω την αναπνοή μου κάτω από το φως του ήλιου που είχε γίνει λευκό και εχθρικό. Πήρα βαθιές ανάσες αλλά ο αέρας έμοιαζε να μην φτάνει στα πνευμόνια μου. Δίπλα μου, λίγα μέτρα πέρα από το παγκάκι, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων συνεχιζόταν αδιάφορη, παράγοντας έναν συνεχή βρυχηθμό που έκανε την μολυσμένη ατμόσφαιρα της πόλης να πάλλεται γύρω μου βασανισμένα.
Ο κόσμος άρχισε να στριφογυρίζει.
Εκείνη τη στιγμή ένα λεπτό χέρι άγγιξε ανάλαφρα τον ώμο μου.
Μια ευγενική φωνή με ρώτησε:
«Είστε καλά κύριε;»
Ανάβλεψα ξαφνιασμένος και αντίκρισα το όμορφο πρόσωπό μιας γαλαζομάτας γυναίκας που έσκυβε από πάνω μου ανήσυχη. Τα χαρακτηριστικά της ήταν λεπτά, το βλέμμα της ζεστό και το ενδιαφέρον που χρωμάτιζε τη φωνή της έμοιαζε πραγματικό.
«Ν…νομίζω ότι έχω πάθει κρίση πανικού…»κατάφερα να ψελλίσω, «…δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά».
Εκείνη κάθισε δίπλα μου με μια γοργή κίνηση και μου είπε:
«Ακούστε. Κάντε αυτό που θα σας πω και σε πέντε λεπτά το πολύ θα νιώσετε πολύ καλύτερα!»
Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό της για δεύτερη φορά. Ένευσα καταφατικά καθώς δεν μπορούσα πλέον να μιλήσω.
«Εστιάστε σε πέντε πράγματα γύρω σας που είναι κόκκινα και κρατείστε την αναπνοή σας!»
Κοίταξα γύρω μου σπασμωδικά. Πρόσεξα ένα κόκκινο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο, μια διαφημιστική πινακίδα με κόκκινες πινελιές, ένα λουλούδι με κόκκινα πέταλα που άνθιζε σ’ ένα μπαλκόνι, ένα φανάρι κυκλοφορίας που είχε γίνει κόκκινο, το κόκκινο μπλουζάκι που φορούσε μια κοπέλα η οποία φιλούσε το αγόρι της μπροστά από τη βιτρίνα ενός καταστήματος.
Κράτησα την αναπνοή μου όπως με είχε συμβουλεύσει η ευγενική γυναίκα και πραγματικά, η ζαλάδα και ο ίλιγγος, καταλάγιασαν. Ο κόσμος δεν στριφογύριζε πια και οι θόρυβοι του περιβάλλοντος έγιναν λιγότερο εχθρικοί και παράξενοι.
Το σύμπαν επανερχόταν στην πρότερη, γνώριμη μορφή του.
Ανακάλυψα ότι το πρόσωπό μου είχε καλυφθεί από μια μεμβράνη κρύου ιδρώτα και σκουπίστηκα βιαστικά με ένα χαρτομάντιλο νιώθοντας κάτι σαν ντροπή.
Η άγνωστη γυναίκα εξακολουθούσε να με κοιτάζει με ευγενική προσήλωση.
«Σας ευχαριστώ πολύ!» της είπα μόλις βεβαιώθηκα ότι μπορούσα να μιλήσω. «Πως ξέρατε πώς να με βοηθήσετε; Είστε γιατρός;»
Εκείνη μου χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν σαν καλοκαιριάτικοι ουρανοί:
«Εσείς είστε που μου είπατε τι σας συμβαίνει! Εγώ απλά σας είπα πώς να το αντιμετωπίσετε!»
Η απάντησή της μου φάνηκε παράξενη. Υπεκφεύγουσα.
«Ποια είστε;» τη ρώτησα.
«Έχει σημασία;» με ρώτησε και εκείνη με τη σειρά της, «Θα μπορούσα να είμαι όντως γιατρός, όπως υποθέσατε. Θα μπορούσα επίσης να είμαι ένας άνθρωπος που περνάει πότε-ποτέ την ίδια δοκιμασία με εσάς και έχει μάθει πώς να την αντιμετωπίζει. Ή θα μπορούσα να είμαι κάτι το πολύ πιο ασυνήθιστο!»
Συνοφρυώθηκα:
«Ασυνήθιστο; Τι εννοείτε;»
Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ και αποκάλυψε δυο σειρές από όμορφα δόντια που ήταν λευκά σαν μαργαριτάρια:
«Θα μπορούσα να είμαι ένας Άγγελος. Ή μια χρόνο-ταξιδιώτισσα που ήρθε εδώ από το μέλλον προκειμένου να σας βοηθήσει να ξεπεράσετε μια κατάσταση που ίσως σας έκανε κακό!»
Τώρα ήταν η δική μου σειρά να χαμογελάσω:
«Μα για ποιο λόγο θα ενδιαφερόταν μια χρονοταξιδιώτισσα για μένα;»
«Μπορώ να σκεφτώ χιλιάδες λόγους!» ήταν η δικά της χαρωπή απάντηση, «Ίσως γιατί κάποια στιγμή θα γίνετε πατέρας και το παιδί σας θα κάνει μια ανακάλυψη που θα αλλάξει προς το καλύτερο το πεπρωμένο της ανθρωπότητας! Ίσως πάλι, γιατί κάποια τυχαία πράξη σας θα δημιουργήσει μια αλυσίδα γεγονότων που θα προκαλέσει μια μεγάλη αλλαγή! Ίσως γιατί έχετε κάποιο ταλέντο που θα σας βοηθήσει να δημιουργήσετε ένα σπουδαίο έργο τέχνης!»
Καθώς μου μιλούσε, γύρω μας έμοιαζε να έχει δημιουργηθεί μια παράξενη φυσαλίδα σιωπής. Τόσο πολύ με είχαν απορροφήσει τα λόγια της. Μάλιστα, ένας μικρός φόβος είχε λαμπυρίσει στιγμιαία σε κάποια γωνία του μυαλού μου. Η κρίση πανικού πάντως είχε υποχωρήσει εντελώς. Ίσως γιατί η προσοχή μου είχε εστιαστεί ολοκληρωτικά πλέον πάνω στην παράξενη γυναίκα.
Εκείνη πέρασε το λουρί της τσάντας που κρατούσε πάνω από τον ώμο της και ετοιμάστηκε να σηκωθεί όρθια.
«Εσείς αυτό που πρέπει να θυμάστε, είναι ότι δεν σας κάνει καθόλου καλό το να εξορίζετε το απρόσμενο και το μυστηριακό από τη ζωή σας. Έτσι αυτοπαγιδεύεστε σε μια πολύ στενή οπτική των πραγμάτων ενώ ζείτε σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος από εκπλήξεις και θαυμαστά μυστικά. Η πραγματικότητα, ξέρετε, είναι εύπλαστη γιατί αλλάζει συνέχεια από τις πράξεις δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ο ένας επηρεάζει τον άλλο ασταμάτητα. Δεν νομίζετε λοιπόν ότι είναι καλή ιδέα να κρατάτε το μυαλό σας ανοιχτό στις προοπτικές των άπειρων πιθανοτήτων που απλώνονται μπροστά σας;»
Την κοίταξα με ανοιχτό το στόμα. Εκείνη, μου έστειλε ένα τελευταίο χαμόγελο, σηκώθηκε όρθια και απομακρύνθηκε με βήμα ανάλαφρο από κοντά μου. Πολύ γρήγορα βυθίστηκε μέσα στο πλήθος που κυκλοφορούσε σ’ έναν κοντινό πεζόδρομο και εξαφανίστηκε.
Και ποτέ δεν την ξαναείδα.
Αφιερωμένο στην Κυριακή Λάλου-Παναγιωτάκου που εκτός από φίλη μου, είναι ένας από τους ανθρώπους που χρειάζεται ο κόσμος.
Tags: lock down , panic , The Weird Side Daily , weird , άγγελος , άγχος , αλλαγή , αλλόκοτη , αλλόκοτο , αναπνοή , ανάσα , ανασφάλεια , Ατμόσφαιρα , αυτοκίνητο , βιτρίνα , βλέμμα , βοήθεια , Γιατρός , γυναίκα , διήγημα , Διηγήματα , δόντια , έκρηξη , έργο , Έρικ Σμυρναίος , εχθρικός , ζαλάδα , ιδρώτας , ίλιγγος , ιστορία , κακό , καλλιτέχνημα , κατάσταση , κόκκινο , κόσμος , κρίση πανικού , μάσκα , Μέλλον , μοναξιά , μορφή , μπαλκόνι , μυαλό , ντροπή , όραση , παγκάκι , Παιδί , παιδιά , πανικός , πατέρας , πεζοδρόμιο , περιορισμός , πλαγιά , πλήθος , πόλη , πρόσωπο , σιωπή , στομάχι , σύμπαν , σύστημα , ταλέντο , τέχνη , Φόβος , φως , χαμόγελο , χρόνος , χρονοταξιδιώτης , ψυχραιμία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.