“Η όρασή μου αλλοιώθηκε, ο κόσμος παγιδεύτηκε στα τοιχώματα μιας στενής σήραγγας και το φως του ήλιου έγινε πολύ μακρινό, ένα σημαδάκι που περιστρεφόταν αργά στο κέντρο μιας δίνης σκοταδιού. Κάτι ξύπνησε στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης, ένα κακό ερπετό που σύρθηκε προς τα πάνω και κουλουριάστηκε γύρω από το λαιμό μου σαν αγκαθωτό περιλαίμιο…”
“Ο Λουκ συνοφρυώθηκε. Είχε ξαναπεράσει από εδώ; Οι δρόμοι του φαίνονταν γνώριμοι. Του έμοιαζαν με τους δρόμους της κωμόπολης που βρισκόταν πίσω από τα χωράφια. Όχι, όχι. Ακόμη σε αυτή βρισκόταν…”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 1
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.