Είμαι τριαντάφυλλο. Όποιος με αγαπά, θα ανθίσει μαζί μου. Όποιος με μισεί, θα νιώσει τα αγκάθια μου.
Έτσι λέω στον εαυτό μου, κάθε φορά που πλησιάζει μάχη. Κάθε μέρα εδώ είναι μάχη. Μάχη με τον εαυτό μου, μάχη με την αλλαγή, μάχη με την στασιμότητα. Όλο κάτι έρχεται, όλο κάτι φεύγει, όλο κάτι μένει.
Δεν μου αρέσει εδώ. Είναι σκοτεινά, συνεχώς βράδυ. Ο ήλιος δεν ανατέλλει. Αν και ήταν δική μου επιλογή. Όσο λιγότερο πλησιάζει το φως, τόσο λιγότερο θα διψώ. Γιατί, μην ξεχνάς, είμαι λουλούδι.
Όλοι είναι λουλούδια εδώ. Είναι οι νάρκισσοι, που δεν τους αγαπώ. Είναι καυστικοί, εριστικοί και εγωιστές. Είναι οι μαργαρίτες, που είναι όμορφες, αλλά δεν το ξέρουν. Και είναι και τα γιασεμιά, που πνίγουν τον τόπο με τα αρώματά τους. Γιατί τα γιασεμιά βασιλεύουν τη νύχτα. Κι εδώ είναι πάντα νύχτα.
Τα μαλλιά μου είναι κόκκινα. Ρουμπίνια από αίμα, γλυκό κρασί. Τα χείλη μου κεράσια. Ροδαλά και απαλά, σαν πέταλα. Στην κορυφή του κεφαλιού μου απλώνονται αγκάθια σαν στεφάνι. Είναι το στέμμα μου, η επέκταση του νου μου.
Όπως κατάλαβες είμαι βασίλισσα εδώ. Φροντίζω όλοι να το ξέρουν και όλοι να το θυμούνται. Αυτό το παραμύθι είναι δικό μου. Έχει το χρώμα και το άρωμα που του δίνω εγώ. Και θα έχει και το τέλος που εγώ θα επιλέξω.
Στον άνεμο πλέουν τα μαλλιά μου σαν στάχυα. Ανεμίζουν και απλώνουν το μεθυστικό μου άρωμα, ώστε να ταξιδέψει από άκρη σε άκρη και να αφήσω σε κάθε μέρος την σφραγίδα μου. Ο αέρας παρασέρνει τα πολλαπλά υφάσματα του φορέματός μου. Κοκκινωπά ξεφτίσματα πετούν σαν πεταλούδες γύρω μου, καθώς σηκώνονται από τη γη και κάνουν να φτάσουν τον ουρανό. Τα πέλματά μου είναι τυλιγμένα σε ένα ζευγάρι ακάνθινων υποδημάτων που μπήγονται στο χώμα καθώς βαδίζω. Αφήνω από παντού τα ίχνη μου.
Υπάρχουν κι άλλα άνθη εδώ. Και δέντρα, πολλά δέντρα. Και μανιτάρια, άπειρα από δαύτα. Ο κόσμος μου είναι ένας πελώριος κήπος. Είναι πανέμορφος. Αλλά δε μου αρέσει. Δε μου αρκεί. Κάτι λείπει. Σέρνω τα τακούνια μου στο χώμα και το αναζητώ. Όλοι υποκλίνονται στο πέρασμά μου. Φυσικά. Είμαι η αρχόντισσα. Δεν υπάρχει λόγος για ταπεινότητες.
Υπάρχει κι εκείνος ο άνθρωπος χωρίς μορφή. Ο Απρόσωπος. Κρύβεται πάντα στις σκιές, έτσι που δεν έχω καταφέρει ποτέ να δω το πρόσωπό του. Δεν τον φοβάμαι, φυσικά. Έχω τα αγκάθια μου και ένα μάτσο ανθώδη στρατιωτάκια που θα πέθαιναν για μένα. Δεν τον φοβάμαι. Μονάχα με εκνευρίζει, έτσι όπως πηγαινοέρχεται στον κόσμο μου χωρίς εισιτήριο και άδεια. Μα πώς μπορείς να περιορίσεις κάποιον χωρίς ταυτότητα; Δεν μπορείς. Σουλατσάρει εδώ τριγύρω, παρακολουθώντας με, παίρνοντας τις μυρωδιές και τα χρώματα χωρίς την άδειά μου. Ας είναι. Κάποια στιγμή θα αισθανθεί τα αγκάθια μου να τρυπούν την καρδιά του. Αν δεν τον νοιάζει αυτόν για τη ζωή του, ούτε εμένα με νοιάζει.
Η σελήνη είναι ένας πελώριος δίσκος φωτός. Λάμπει ασημιά, φωτίζει τα σκοτάδια ανάμεσα στους θάμνους, γλιστρά μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, δίνει ένταση στα χρώματα των λουλουδιών. Κάνει το δέρμα μου να αστράφτει, λευκό με ασημένιες λάμψεις εδώ κι εκεί σαν να είμαι σμιλεμένη από διαμάντια. Έτσι μου πρέπει. Δέχομαι το δώρο της με ανοιχτές αγκάλες. Όλες οι βασίλισσες πρέπει να λάμπουν.
Χορεύω κάτω από το φως της. Τρυφερή σαν βαμβάκι, αιχμηρή σαν στιλέτο. Φοράω την σιδερένια ασπίδα μου και το ντελικάτο φόρεμά μου το ίδιο καλά. Γιατί μέσα μου συνυπάρχουν θεές του έρωτα και του πολέμου. Δεν είμαι μια μικρή, αθώα, ανυπεράσπιστη πριγκίπισσα που χρειάζεται ιππότη. Ούτε ο δράκος είμαι, που πνέει φωτιές και σκοτώνει τα πάντα στο διάβα του. Είμαι κάτι και από τα δύο.
Ναι, έχω γνωρίσει την Περσεφόνη που κρύβεται μέσα μου, στα έγκατα του Άδη, περιμένοντας τη στιγμή να αναδυθεί, να απεγκλωβιστεί. Μα δίπλα της καίει και η Μόριγκαν, φλεγόμενη από την επιθυμία να κατακάψει, να κατατροπώσει και να βασιλέψει.
Μια γυναίκα δεν είναι ποτέ μονάχα αυτό που δείχνει. Δεν είναι ποτέ μια γλυκιά παρθένα. Ούτε μια σκληρή πολεμίστρια. Όχι απόλυτα. Όχι μονάχα αυτό.
Αγκαλιάζω την ολότητά μου, στρογγυλή, γεμάτη, ολόγιομη σελήνη. Αυτή είναι η σαγήνη μου, και όποιος την φοβάται καλά θα κάνει να τρέξει μακριά.
Πότε είμαι χειμώνας, πότε καλοκαίρι. Πότε έρχεται φθινόπωρο και πότε μέσα μου φτάνει η άνοιξη. Ποτέ δεν παύω να είμαι γεμάτη. Παρόλα αυτά, κάτι λείπει. Σαν να κοιτάω στον καθρέφτη αλλά να μην μπορώ να δω όλα όσα καθρεφτίζονται πίσω από την πλάτη μου.
Κάποιο κομμάτι του τόπου μου είναι σπασμένο. Κάπου αλλού έχει ξεπέσει και αναρωτιέμαι πού να έχει βρεθεί. Άραγε να έχει βρει κανείς αυτό το κομμάτι του κόσμου μου; Κι αν το έχει βρει, το χρησιμοποιεί; Κι αν ναι, πώς; Ελπίζω σωστά.
Ο κόσμος μου δεν είναι παιχνίδι. Είναι ο ίδιος ο εαυτός μου. Είμαι εγώ.
Κάποιος πλησιάζει. Ξένος, το νιώθω. Δεν με ρώτησε για να έρθει εδώ. Ποιος τολμά; Α, ναι. Πάλι εκείνος είναι.
Ο Απρόσωπος περνάει ανάμεσα από τα πέπλα του κόσμου μου και έρχεται, ακάλεστος. Πάλι. Σκιά το βάδισμά του, κενό το πρόσωπό του. Τι θέλει; Τι αναζητά;
Αποφασίζω να τον ακολουθήσω. Τόσο καιρό παραβιάζει τα όρια και ξεφεύγει, απλά επειδή δεν έχει εαυτό.
Γλιστράει σαν φάντασμα ανάμεσα από τα λουλούδια μου. Οσφρύζεται τον αέρα σαν λύκος. Κλέβει τα αρώματά μου. Ανήκουν σε μένα, μονάχα σε μένα. Σηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει ψηλά. Μετράει τα άστρα, υποθέτω. Παρατηρεί τον ουρανό μου.
Τον ακολουθώ αθόρυβα. Τα τακούνια μου αφήνουν λακκούβες πίσω μου. Τα επίπεδα του φορέματός μου ανοίγουν και απλώνονται γύρω μου σαν πέταλα. Το ακάνθινο στεφάνι μου ξυπνά, ακονίζει τις άκρες του, έτοιμο να καρφώσει, να σκοτώσει.
Ο Απρόσωπος σταματά δίπλα στην λίμνη μου. Αποζητά την μορφή του στο καθρέπτισμα. Φυσικά, δε βλέπει τίποτε άλλο πέρα από μια λακκούβα πνιγμένη στο σκοτάδι. Μία περικοκλάδα από γιασεμιά τεντώνεται πάνω από το κεφάλι του. Οσμίζεται τον νυχτερινό αέρα, ρουφώντας στα πνευμόνια του την νυχτερινή σαγήνη. Μυρίζει τα γιασεμιά μου. Οι ώμοι του χαλαρώνουν.
Καθώς τον παρατηρώ να ηρεμεί, τα αγκάθια μου μαζεύονται. Δεν νιώθω απειλή. Μπορεί να ήρθε απρόσκλητος, αλλά δεν νομίζω πως θέλει το κακό μου. Τον κοιτώ παραξενεμένη. Δεν έχω δει ποτέ ξανά κανέναν σαν κι εκείνον.
Όλοι όσοι με επισκέπτονται έχουν πρόσωπο. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα είναι άσχημα, παραμορφωμένα. Λίγα από αυτά είναι όμορφα, μα το εσωτερικό τους είναι πιο αποκρουστικό και από το εξωτερικό όσων λογιάζονται για άσχημα.
Αποφασίζω να κάνω αισθητή την παρουσία μου. Είμαι η βασίλισσα. Όλοι πρέπει να λογοδοτούν σε μένα. Ακόμα κι αν δεν είναι εχθροί.
«Τι γυρεύεις εδώ;» Ρωτάω.
Γυρνάει και με κοιτάζει. Ή τουλάχιστον έτσι υποθέτω, καθώς το σκοτεινό πρόσωπο στρέφεται προς εμένα.
«Κάποτε έμενα εδώ», μου λέει.
«Αυτό είναι ψέμα. Ο κήπος αυτός μου ανήκει. Θα το ήξερα αν είχες υπάρξει εδώ, έστω για λίγο».
«Κι όμως. Αν προσπαθήσεις λίγο, θα με θυμηθείς».
Τα μάγουλά μου γίνονται κόκκινα σαν ρουμπίνια. Προσπαθώ να θυμηθώ, μα τίποτε δεν φωτίζει τη μνήμη μου.
«Δεν θυμάμαι καμία σκιά να μένει εδώ, εκτός από τις σκιές που ρίχνουν τα φύλλα στο σεληνόφως», απαντάω βέβαιη.
«Δεν ήμουν πάντα σκιά», αποκρίνεται ο Απρόσωπος. «Είχα κάποτε μορφή, όνομα και λόγο να υπάρχω. Μέχρι που με έδιωξες μακριά».
Τα υφασμάτινα πέταλα ρίχνονται γύρω μου μαραμένα, καθώς ο αέρας σταματά να φυσά.
«Αν μιλάς αληθινά, τότε πώς επέστρεψες εδώ;»
«Ένα μέρος σου με επιθυμεί ακόμα. Ένα μικρό, μικρό κομμάτι. Τόσο μικρό που το έχεις λησμονήσει. Όσο υπάρχει αυτό το κομμάτι σου, θα σε επισκέπτομαι. Όταν πάψεις να με αποζητάς, θα χαθώ».
Πλησιάζω και κάθομαι δίπλα του στο χώμα. Η λίμνη καθρεφτίζει τα αρχοντικά, πλούσια, κερασιά μαλλιά μου και τα ζουμερά χείλη μου. Τα μάτια μου, στο χρώμα της διψασμένης γης, αστράφτουν υγρά.
«Αλήθεια σε έδιωξα;» ρωτάω, προσπαθώντας να ξυπνήσω την μνήμη μου.
Ο Απρόσωπος μου γνέφει καταφατικά.
«Μην στεναχωριέσαι. Αν με χρειάζεσαι μπορώ να επιστρέψω μόνιμα», μου απαντάει.
Και τότε θυμάμαι ένα αμυδρό, χρυσό φως να λάμπει στον ουρανό. Μία σφαίρα να καίει σαν υγρό κεχριμπάρι, στην θέση του φεγγαριού.
Κοιτάω το, ζωσμένο από σκιές, πρόσωπό του και άθελά μου ξεσπάω σε δάκρυα.
Καμία φορά και οι βασίλισσες κλαίνε.
Σκουπίζει τα δάκρυά μου με τις ρώγες των δαχτύλων του. Μοιάζει να με κοιτάει στοργικά, αν και δεν διακρίνονται ίχνη από τα μάτια του.
Όσο λιγότερο περνάει το φως, τόσο λιγότερο διψώ.
Πώς αλλιώς θα γινόμουν τόσο δυνατή; Αν άφηνα κάθε δυνατό, ζεστό φως να διαπερνά τον κόσμο μου, να απομυζά την ισχύ μου, θα εξαρτιόμουν για πάντα από αυτό.
Έτσι έγινα βασίλισσα. Φόρεσα το ακάνθινο στέμμα μου, έμπηξα τα μυτερά μου τακούνια στο χώμα και ρίζωσα στον θρόνο μου για πάντα. Τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με υπερκεράσει. Όλοι φοβούνται τα αγκάθια, όσο κι αν ποθούν να μυρίσουν τα τριαντάφυλλα. Στο τέλος μένουν μακριά. Κι εγώ μένω μόνη και ασφαλής, στον κήπο μου.
Μα να που τώρα, κάθομαι δίπλα σε έναν σβησμένο ήλιο και αναρωτιέμαι μήπως αυτός ήταν το κομμάτι που χάθηκε από τον κόσμο μου. Από τον εαυτό μου.
Ένας τρόπος υπάρχει να το μάθω.
«Μπορείς να επιστρέψεις», του ανακοινώνω.
Ο Απρόσωπος μοιάζει να αναθαρρεί. Οι ώμοι του ανασηκώνονται. Αφήνει τη θέση του στο χώμα και ανυψώνεται. Οι σκιές από το πρόσωπο και το δέρμα του αποτραβιούνται, απομακρύνονται και χορεύουν στον άνεμο καθώς επανακτά την παλιά του λάμψη.
Χρυσός σαν κεχριμπάρι, πετάει στον ουρανό, σπρώχνει το φεγγάρι και το αφήνει να γλιστρήσει στην κάμαρά του και να ξεκουραστεί. Ολόκληρος, γεμάτος, ο Απρόσωπος βρίσκει ξανά τον χαμένο του εαυτό. Στην μορφή του λάμπουν τα γνώριμα, λαμπερά μάτια του, που για καιρό είχα λησμονήσει.
Μου χαμογελά. Το φως του με καίει. Αισθάνομαι ξαφνικά να διψώ. Μα νιώθω χαρούμενη. Τα δάκρυά μου στεγνώνουν μέσα στο χρυσάφι που στέλνει καταπάνω μου. Ξαφνικά τα χρώματα παίρνουν να δυναμώνουν.
Ναι, είχε δίκιο.
Εγώ τον είχα διώξει, από φόβο μήπως μαραθώ, είτε από την παρουσία, είτε από την απουσία του.
Μα τώρα επέστρεψε. Και δεν πρέπει να φοβάμαι.
Είμαι τριαντάφυλλο. Όποιος με αγαπά, θα ανθίσει μαζί μου. Όποιος με μισεί, θα νιώσει τα αγκάθια μου.
Tags: crown , fairytale , fantasy , fight , flowers , garden , light , queen , queen of flowers , rose , roses , shadow , short-story , The Weird Side Daily , απρόσωπος , βασίλισσα , βασίλισσα των λουλουδιών , διήγημα , Ιωάννα Τσιάκαλου , κήπος , λουλούδια , Μάχη , παραμύθι , Σκιά , στέμμα , τριαντάφυλλα , τριαντάφυλλο , φαντασία , φως
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.