Άσπρισε ο ουρανός, φαίνεται μάλλον από αυτά που βλέπει. Παρατήρησέ τον. Σαν φάντασμα απλώνεται από πάνω μας, σαν πνεύμα περασμένο και προγονικό που επιστρέφει. Τα σύννεφα κουβαλάνε χιόνι, αλλά το κρατάνε καλά ακόμα στις πλάτες τους. Θα το ρίξουν μόνο όταν αυτά το αποφασίσουν, για να καλύψουν τη βρωμιά και τη δυσωδία του τόπου μας.
Απορείς; Τι με κοιτάς έτσι, σαν χάνος; Γιατί ήρθες εδώ πάνω, περνώντας τα άγρια βουνά και τους ξερούς τους βράχους, αν όχι για να ακούσεις αυτά που έχω να σου πω; Ναι, είδες την σπηλιά μου. Διαπίστωσες ιδίοις όμμασι πως δεν πρόκειται για τίποτα σπουδαίο. Έτσι ζουν οι ερημίτες. Ένας βράχος πάνω από το κεφάλι μας είναι αρκετός. Αρκεί να βρισκόμαστε όσο πιο μακριά γίνεται από την σαπίλα του κόσμου. Πάλι γουρλώνεις τα μάτια. Να με συμπαθάς, δεν έχω μάθει να ζυγίζω τα λόγια μου, ούτε να τα ράβω και να τα κόβω στα μέτρα των συνομιλητών μου.
Γεννήθηκα με ένα στόμα -είναι στραβό και ξεδοντιάρικο πλέον, όπως βλέπεις- για ένα σκοπό. Όσο λοιπόν έχω ακόμα τη γλώσσα μου και αυτά τα λειψά, έστω, δόντια, θα μιλάω. Όποιος ενοχλείται, μπορεί να κλείσει τα αυτιά του ή να μου κόψει τη γλώσσα, αλλά θα πρέπει να με πιάσει πρώτα.
Τι έλεγα; Α, ναι. Για την σαπίλα του τόπου σας. Ίσιωσε το βλέμμα, δεν θα με κοιτάς σαν να είμαι ξινισμένο γάλα όσο μιλάω. Έτσι μπράβο. Λοιπόν, είναι κοινό μυστικό πως οι πόλεις σας βρωμάνε πιο πολύ κι από τους βόθρους. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε ζητήματα υγιεινής, αν και θα έπρεπε να το κοιτάξετε κι αυτό, για να είμαι ειλικρινής. Δεν ξέρεις σε τι αναφέρομαι; Μα, γιατί να έρχονται να με βρίσκουν μόνο οι αόμματοι; Ω, θεοί. Καλά. Ίσως εσείς να με χρειάζεστε περισσότερο. Ας είναι. Κάθισε δίπλα μου στη φωτιά. Όπου να ναι θα βραδιάσει και το κρύο πέφτει βαρύ εδώ πάνω.
Άκου να δεις, μικρέ. Ήταν πολλά τα πράγματα που με ανάγκασαν να έρθω εδώ. Ήταν πολλά, ναι, και αβάσταχτα. Μα το πιο αβάσταχτο από όλα ήταν η οκνηρία σας. Ήσασταν τόσο νωθροί, τόσο υποτακτικοί. Δεν μπορούσα να το αντέξω. Μην με παρεξηγείς, δεν πρόκειται για αντιπάθεια. Μα όταν βλέπεις τα πρόβατα να βοσκούν σε σαπιοτόπια και να μην διαμαρτύρονται, ε, να, δεν είναι κι ό,τι καλύτερο. Ο βοσκός θέλει το καλύτερο για το κοπάδι του.
Ξέρω, δεν υπάρχει μόνο το κοπάδι κι ο βοσκός. Υπάρχουν κι άλλα, πολλά πράγματα ανάμεσά τους. Υπάρχουν οι βασιλιάδες, οι ρήτορες, οι θεατρίνοι και οι μάγοι. Στην κάθε Αυλή θα συναντήσεις άπειρους τέτοιους. Θα τους θαυμάσεις όλους, για τα καλά τους κοστούμια, τα ακριβά τους κοσμήματα, τους επιτηδευμένους τους τρόπους. Τους περιβάλει όλους μια τέτοια φλυαρία, που απλώνεται γύρω τους σαν δίχτυ και αδυνατείς να δεις το αληθινό τους πρόσωπο. Ξέρουν τι κάνουν, πίστεψέ με. Η αράχνη ξέρει ακριβώς πώς να φτιάξει τον ιστό της για να πιάσει τις μύγες και τα κουνούπια που λιμπίζεται.
Κι εδώ έρχεται ο δεύτερος λόγος για τον οποίο αποσύρθηκα. Ήμουν κι εγώ κουνούπι στο σβέρκο τους. Μόνο που ήμουν πιο μεγάλο κι ενοχλητικό, και οι ιστοί τους δεν μπορούσαν να με πιάσουν. Για αυτό και με είχαν από κοντά, να με καλοπιάνουν με κολακείες και δώρα. Όπως βλέπεις, δεν πήρα τίποτα μαζί μου. Ρίξε μια ματιά αν θες. Ελεύθερα. Η σπηλιά μου είναι άδεια. Χωράει μονάχα εμένα και την συνείδησή μου.
Αλλά τι τα θες; Εγώ δεν είμαι πια παρά ένας ερημίτης. Πήρα το μυαλό μου και την ελευθερία μου και σας χαιρέτισα. Τώρα κανένας δεν ενοχλείται από μένα, εκτός ίσως από κανα δυό σαν και σένα που πήραν την απόφαση να με επισκεφτούν. Κανείς δεν έφυγε ευχαριστημένος. Μαντεύω πως ούτε εσύ θα φύγεις. Μένει να διαπιστώσουμε αν είναι σωστή η πρόβλεψή μου.
Έλεγα, λοιπόν, πως σας περιβάλλουν αράχνες. Μεγαλόπρεπες, αρχοντικές, με ιστούς τόσο περίτεχνους και καλοφτιαγμένους που είμαι σίγουρος πως δεν τους έχετε καν αναγνωρίσει. Δε σας κατηγορώ. Είναι γνωστό πως όποιος μένει σε παλάτια είναι αρεστός και θαυμαστός. Είναι αυτοί που μένουν σε σπηλιές που δεν αρέσουν, καλή ώρα.
Αλλά έτσι ήταν πάντα, από την αρχή του κόσμου τούτου. Εσείς οι άνθρωποι θαμπώνεστε εύκολα και ξεχνάτε ακόμα ευκολότερα. Κι αυτό ήταν πάντα το τρωτό σας σημείο. Μην με κοιτάς έτσι λοξά, εγώ έχω πάψει από καιρού να λογαριάζω τον εαυτό μου σαν άνθρωπο. Αρνούμαι να με αποκαλείς έτσι, πρέπει να σεβαστείς την επιθυμία μου, ειδάλλως να φύγεις. Την σέβεσαι, έχει καλώς. Όπως έλεγα, ανέκαθεν προτιμούσατε τους βασιλιάδες από τους σοφούς. Ψάχνατε τα κεφάλια τους, κι αν δεν τα στεφάνωνε στέμμα βασιλικό, δεν τους ρίχνατε δεύτερη ματιά.
Και αυτός ήταν ο τρίτος λόγος που εγκατέλειψα τους τόπους σας. Κανείς σας δεν μας άκουγε πια. Ήσασταν απορροφημένοι από τους λόγους των αριστοκρατών και των αρχοντάδων. Οι σοφοί δεν είχαν πια θέση ανάμεσά σας.
Δεν ξέρω τι έκαναν οι υπόλοιποι. Δεν έμεινα αρκετά για να μάθω. Θα ήθελα να μάθω τι απέγιναν -ή μάλλον, όχι! Μη μου πεις. Δε θέλω κι άλλο φορτίο στον ώμο μου. Ας πούμε πως ίδρυσαν ένα ξεχωριστό βασίλειο, όλο δικό τους και ζουν τώρα εκεί ευτυχισμένοι. Τις άλλες ιστορίες, αυτές για τις πυρές και τα μπουντρούμια δε θέλω ούτε να τις ακούω ούτε να τις φαντάζομαι. Έχουν και οι σοφοί τα όριά τους.
Αυτές λοιπόν είναι οι αιτίες που έφτασα ως εδώ. Που φτάσαμε ως εδώ. Οδηγηθήκατε από την φιλοδοξία και όχι από την καρδιά και το μυαλό σας. Γιατί, μην τους ακούς, η καρδιά και το μυαλό συνεργάζονται υπέροχα, αν το θες. Μα, αν βάλεις άλλον οδηγό, αλίμονο. Θα καταλήξεις μόνο εκεί που δεν θες. Και η φιλοδοξία είναι σύμβουλος αχόρταγος, που τρώει περισσότερα από όσα μπορεί να προσφέρει στο τραπέζι. Γιατί κοιτάζει μονάχα τον εαυτό της.
Με γύρεψες λοιπόν για τη συμβουλή μου, και καιρός ήρθε να στη δώσω, γιατί έχει ήδη πέσει η νύχτα πυκνή και το κρύο ήδη περονιάζει. Άπλωσε τα χέρια σου στη φωτιά. Ζεστάθηκες; Μπράβο. Πλησίασε. Δεν δαγκώνω, έχω φάει γεύμα θρεπτικό και πλούσιο, με μέλι και ακρίδες. Άκου.
Κανείς δεν ζει μόνο για τον εαυτό του. Ούτε καν εγώ. Αν δεν κοιτάς να δεις τι κάνει ο διπλανός σου, γιατί να κοιτάξει εκείνος εσένα; Κι αν, καλέ μου φίλε, όσο προχωράτε, ο καθένας για τον εαυτό του, και πιο μπροστά βρίσκεται γκρεμός, θα πέσετε κι οι δύο. Το μυστικό είναι να απλώνεις το χέρι σου.
Όσο για τους βασιλιάδες, που με λύπη μου -αν και το περίμενα- πληροφορήθηκα πως ακόμη ακολουθούν τα παλιά τους κόλπα και βασιλεύουν με τη διαίρεση και όχι με τον πολλαπλασιασμό, άφησέ τους να λένε. Να ακούς τους σοφούς -επιμένω, μην μου πεις τι απέγιναν. Κι αν δεν υπάρχει κανένας εύκαιρος, άκου την καρδιά και το μυαλό σου. Σίγουρα έχουν να σου πουν περισσότερα. Και να είσαι βέβαιος, ούτε τα μισά από αυτά δε θα είναι ψέματα.
Λοιπόν, τώρα που με άκουσες, τι θα κάνεις; Πώς θα επιστρέψεις στον τόπο σου; Προβληματίζεσαι. Τι περίμενες να ακούσεις από έναν γέρο ερημίτη που τα βρόντηξε όλα κι εγκαταστάθηκε σε ένα κορφοβούνι; Πως είναι όλα παραμυθένια, μέλι γάλα;
Γουργουρίζει το στομάχι σου, ακούω. Τι ήθελα κι αναφέρθηκα σε φαγητό; Να, έλα, πάρε λίγο από το μέλι μου. Φάε όσο θες και το υπόλοιπο πάρ’ το μαζί σου φεύγοντας. Μόνο να θυμάσαι πως εσύ επιλέγεις από τι απαρτίζεται το δείπνο σου. Μην τρως ό,τι σου προσφέρουν. Αν δεν θες, μην φας ούτε αυτό που σου πρόσφερα εγώ.
Τώρα με συγχωρείς, έχει περάσει η ώρα και χρειάζομαι ξεκούραση. Τα νέα απ´ τον κόσμο πάντα με κουράζουν. Κράτα ό,τι θες από τα λόγια μου και κάν’τα ό,τι νομίζεις. Μην αφήσεις τη φωτιά να σβήσει.
Καλή σου νύχτα.
Tags: fantasy , hermit , king , kings , old man , short-story , spider , The Weird Side Daily , web , αράχνη , άρχοντες , αυλή , βασιλιάς , βοσκός , βουνό , Βράχος , γέρος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , ερημίτης , ιστός , Ιωάννα Τσιάκαλου , κοπάδι , μέλη , μονόλογος , νύχτα , πρόβλεψη , σοφοί , Σπηλιά , συμβουλή , φαγητό , φαντασία , φωτιά
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.