“Με γύρεψες λοιπόν για τη συμβουλή μου, και καιρός ήρθε να στη δώσω, γιατί έχει ήδη πέσει η νύχτα πυκνή και το κρύο ήδη περονιάζει. Άπλωσε τα χέρια σου στη φωτιά. Ζεστάθηκες; Μπράβο. Πλησίασε. Δεν δαγκώνω, έχω φάει γεύμα θρεπτικό και πλούσιο, με μέλι και ακρίδες. Άκου.”
“Με το που ζυγώνω, ο Μαν, κατά κόσμον Μανώλης Τσίρος, θαρρείς και με περίμενε, ανοίγει την εξώπορτα και βγαίνει να με προϋπαντήσει. Σκυφτός, σκελετωμένος, φαντάζει σαν δέντρο κατάξερο. Με παίρνει και καθόμαστε στα πλαϊνά του καλυβιού, κάτω από μια συκιά βαθύσκια…”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 1
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.