Η μαύρη πεταλούδα – Μέρος Α’

“Ήτανε ένα βροχερό απόγευμα του Μάρτη, τότε που η κόρη του κυρ Ανέστη του ξυλοκόπου γύρισε σπίτι της με μία αστραπή στο μάτι, φεγγοβόλα και ναζιάρικη, σαν το δειλό χαμόγελο του ήλιου μέσα από τα χειμωνιάτικα σύννεφα. Χαμογελούσε η Μάρθα και ζωντάνευε το γκρίζο, πεπλοφορεμένο χωριό της Λεπενίτσας…” Γράφει η ταλαντούχα συγγραφέας Ιωάννα Τσιάκαλου.

Ήτανε ένα βροχερό απόγευμα του Μάρτη, τότε που η κόρη του κυρ Ανέστη του ξυλοκόπου γύρισε σπίτι της με μία αστραπή στο μάτι, φεγγοβόλα και ναζιάρικη, σαν το δειλό χαμόγελο του ήλιου μέσα από τα χειμωνιάτικα σύννεφα. Χαμογελούσε η Μάρθα και ζωντάνευε το γκρίζο, πεπλοφορεμένο χωριό της Λεπενίτσας.

«Για δες εδώ χαρές.» Παρατήρησε ο κυρ Ανέστης, σαν μπήκε η μονάκριβη στο δώμα. Τα γκρίζα μάτια του ρυτίδωναν στις άκρες σαν ήρεμες λιμνούλες. «Τι τρέχει κι άνοιξε η ψυχή σου έτσι ξαφνικά;» Την ρώτησε, ενώ άναβε το τσιμπούκι του μπροστά στο μίζερο φως μιας λάμπας γκαζιού.

Η Μάρθα κάθισε δίπλα του, έβγαλε το μαντίλι της και ξεπλέκοντας τα καστανά μαλλιά της χαμογέλασε.

«Τίποτα νέο, πατέρα, Τίποτε τρομερό.»

Και ετοίμασε το δείπνο τους, λιτό όπως κάθε βράδυ -ξινό τραχανά με μία φέτα μπαγιάτικο ψωμί και κατσικίσιο γάλα- τραγουδώντας του τόπου τους τα ερωτικά, για να τρομάξουν οι ανεράιδες και να φύγουνε.

«Τρεις ευχές θα κάμω, για σένα τις χαλώ.

Τη μια να σ’ανταμώσω, για να σε ματαδώ.

Την δεύτερη τη δίνω για ένα σου φιλί,

Στην τρίτη, την καλύτερη, δική μου θα ‘σαι ‘συ.»

Το βράδυ έφτασε τρεχάμενο και αλαφιασμένο, σαν να το κυνηγούσε ο χρόνος. Η Μάρθα κλείστηκε στην κάμαρά της και χτενίζοντας την κόμη της με την ξύλινη βούρτσα της, άπλωσε το βλέμμα αχανές στα αστέρια που λαμπόσβηναν πάνω από τις αγκαλιές του δάσους.

Σε έναν βαθύ αναστεναγμό, φωτίστηκε το χλωμό της πρόσωπο από τη θύμηση του απογεύματος που είχε παρέλθει.

Μάζευε τα πράματα από τη βοσκή και τα οδηγούσε στο καλύβι, όταν άκουσε το θρόισμα μιας βαριάς περπατησιάς στο μουσκεμένο γρασίδι. Γύρισε για να αντικρύσει τη μορφή στην οποία ανήκαν εκείνα τα ανδρικά βήματα και μαρμάρωσε.

Ήταν ένας άνδρας ευπρεπής, γαλαζοαίματος έκρινε, λόγω της προσεγμένης περιβολής με τα μετάξια και τα βελούδα και της ίσιας, καμαρωτής κορμοστασιάς. Είχε ένα βλέμμα βαθύ, μελαγχολικό και παράξενο, που καρφωνόταν πάνω της γυμνό, σαν να θαύμαζε για πρώτη του φορά τη μορφή μιας ωραίας κόρης της παντρειάς.

«Συμπαθάτε με.» Απολογήθηκε η Μάρθα, νοώντας πως είχε περάσει ώρα πολλή και δεν είχε βγάλει μιλιά, μονάχα τον χάζευε. «Δεν είστε του τόπου μας θαρρώ. Γυρεύετε κάποιον;»

Ο νέος άνδρας αποκρίθηκε με μειδίαμα. Έγειρε το κεφάλι μελαγχολικά στο πλάι και κοίταξε τον λόφο πίσω από το καλύβι.

«Θα έρχεστε μάλλον από τα έξω.» Παρατήρησε, πιστεύοντας πως ήταν ξένος και δεν καταλάβαινε τη γλώσσα.

Εκείνος έστρεψε το πρόσωπο πάλι πάνω της και χαμογέλασε πλατιά, έτσι που το μαργαριταρένιο του προσώπου του φώτισε και απάλυνε κάπως την νεκρική του χλωμάδα. Μιλιά δεν έβγαλε, μόνο χαμογελούσε.

Η Μάρθα ήταν έξυπνο κορίτσι, ήξερε και δύο κολλυβογράμματα, και αμέσως κατάλαβε το ενδιαφέρον που έδειχνε ο ξένος για τα μάτια της. Ο κυρ Ανέστης βέβαια, ούτε που θα έριχνε το βλέμμα του σε κάποιον σαν του λόγου του. Μόνο σε συντοπίτη του θα έδινε το χέρι της.

Έκανε να φύγει νεύοντας ευγενικά το κεφάλι, έχοντας στο νου της τον γέρο πατέρα της που θα περίμενε να αποφάει και να κοιμηθεί.

Κι ενώ περνούσε από μπροστά του για να κατέβει το λόφο προς τη δύση, ένα φευγαλέο άγγιγμα πάγωσε τα κρινοδάχτυλά της. Στράφηκε προς τον ξένο ξαφνιασμένη από την κίνησή του, με μάγουλα φουντωμένα, καθώς εκείνος έπαιρνε το παγωμένο του χέρι από το δικό της και ψιθύριζε:

«Τρεις ευχές θα κάμω…»

***

Όσο πασπάλιζε ο ουρανός τη γη με πρωινές ψιχάλες, η Μάρθα σκούπιζε με το φρόκαλο τα ξύλινα πατώματα, στριφογυρνώντας στο νου της το πρόσωπο του ξένου με την αρχοντική φορεσιά, τα στιλπνά μαλλιά και την μυστηριακή ψιθυριστή φωνή. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο άρχιζε να αναρωτιέται μήπως τον είχε φανταστεί. Τι γύρευε ένας άρχοντας σαν του λόγου του σε κείνο το φτωχοχώρι;

Την είχε όμως αγγίξει, είχε αισθανθεί το παγωμένο του χέρι. Είχε ακούσει τον ψίθυρό του, να βγαίνει από τα σαρκώδη χείλη του σαν χειμωνιάτικος αέρας.

«Μήπως ήταν ολόκληρος αέρας;» Σκέφτηκε, κοιτώντας έξω από το παραθύρι του φτωχικού της τις στάλες που τις πηγαινόφερνε ο άνεμος.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι γριές μιλούσαν για αερικά και οι γέροι για βρυκόλακες. Πράγματα ανίερα, πειρασμικά. Έκανε το σταυρό της και πήρε το βλέμμα από την βροχή. Έσυρε τις σκοτεινές σκέψεις μακριά, σαν την σκόνη που απομάκρυναν οι αχυρένιες βλεφαρίδες της παλιάς σκούπας.

Αργά το απόγευμα, καθώς έπεφτε ο ήλιος να πλαγιάσει πίσω  από το βουνό, κατέβηκε στη βρύση να μαζέψει φρέσκο νερό. Γέμισε τη στάμνα της και κάθισε να ξαποστάσει.Έριξε μια ματιά γύρω μην έρχεται κανείς και έλυσε το μαντίλι της. Έβρεξε τα ακροδάχτυλά της και πέρασε τις μπούκλες της, δροσίζοντας το σβέρκο και το μέτωπό της που είχαν ανάψει από την ανάβαση στο λόφο. Όταν δροσίστηκε και πήρε να δέσει το μαντίλι, είδε στην άκρη του εβένινου ματιού της μια σκιά.

Σηκώθηκε και στύλωσε το βλέμμα. Έσκυψε να δει πίσω από τα κυπαρίσσια, γιατί σαν να της φάνηκε πως κάτι κουνιόταν εκεί πίσω.

«Ποιος είσαι του λόγου σου;» Φώναξε, δένοντας βιαστικά το κεφαλομάντηλο. «Γιατί κρύβεσαι;» Απάντηση δεν πήρε και την έζωσαν τα φίδια. Κίνησε να φύγει με τη στάμνα αγκαλιά. Έπεφτε η νύχτα και σύντομα θα είχε για φανάρι μονάχα τα αστέρια.

«Τη δεύτερη τη δίνω για ένα σου φιλί…»

Ακούστηκε το γνωστό ερωτικό άσμα από μια αντρική, βραχνή φωνή, μισή ψίθυρος μισή υπόκωφο μουρμούρισμα. Σαν να έβγαινε με κόπο η λαλιά από εκείνα τα άγνωστα χείλη.

Η Μάρθα πλησίασε δειλά στα σκοτεινά κυπαρίσσια που έκρυβαν το θαμπό φως της μέρας που λιγόστευε. Σαν να της είχε φανεί γνώριμη εκείνη η αρρενωπή χροιά.

Τα κυπαρίσσια όμως ήταν μοναχά. Ψυχή ανθρώπινη δεν βρισκόταν εκεί γύρω.

«Θα παράκουσα.»Μουρμούρισε η κοπέλα και έκανε πίσω, ενώ σκεφτόταν τις ιστορίες με τις ξωθιές και τα αερικά που μιμούνταν ανθρώπινες λαλιές για να ξεγελάσουν τους απόκοτους. Χτυπούσε το φυλλοκάρδι της σαν νταούλι και το έβαλε στα πόδια.

Προτού όμως περάσει τη βρύση, υψώθηκε μπροστά της και πάλι η σκιά. Έβαλε φωνή, φοβούμενη για βρυκόλακες που ‘’ρουφούν το αίμα σαν βδέλλες’’, όπως έλεγε ο παπα-Φώτης.

Μα έσβησε η φωνή του τρόμου στο λαρύγγι της σαν είδε την γνώριμη μορφή του ωραίου αρχοντόπαιδου που είχε συναντήσει την προηγούμενη μέρα, την ίδια ώρα της δύσης.

«Εσύ τραγουδούσες; Για δε μιλούσες; Έβαλα στο νου μου…» Ψέλλισε αλαφιασμένη, με το χέρι στην καρδιά.

Ο ξένος πάλι δε μιλούσε. Μονάχα την κοιτούσε με θαυμασμό και μειδίαζε σκεφτικός. Κάτω από το λυκόφως του δειλινού φάνταζε ακόμα πιο ωχρός, σαν μάρμαρο. Οι έντονες γωνίες του προσώπου του έμοιαζαν κοφτερές σαν ξυράφια. Παρά ταύτα, δεν αφαιρούσαν κομμάτι από την ομορφιά του.

«Με συγχωρείς.» Είπε ευγενικά η Μάρθα και κίνησε για το σπίτι, γιατί δεν έβρισκε τίποτα καλό στο να μένει έξω με τα σκοτάδια παρέα με έναν ολότελα άγνωστο που δεν έβγαζε μιλιά.

Σαν πέρασε από μπροστά του, ο ξένος άπλωσε το παγωμένο χέρι του και άγγιξε τις μουσκεμένες άκρες των μαλλιών της. Το μαντίλι της γλίστρησε και έμεινε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Η Μάρθα έκανε να το πιάσει. Οι άκρες των δαχτύλων της ακούμπησαν τις δικές του. Ήταν παγωμένος σαν χιονιάς. Τράβηξε το χέρι της πίσω, ξαφνιασμένη από την παγωνιά του κορμιού του. Ήταν ποτέ δυνατόν άνθρωπος να είναι τόσο κρύος, σαν τα νερά  της λίμνης όταν κρυσταλλώνουν τον Δεκέμβρη;

Ο άνδρας πλησίασε και άπλωσε τα παγωμένα του δάχτυλα στα ρόδινα μάγουλά της. Η Μάρθα πάγωσε, από την ψύχρα των χεριών του και τον φόβο συνάμα. Εκείνος έκανε να περάσει το μαντίλι στα μαλλιά της, όμως η κοπέλα έκανε πίσω.

«Κράτα το, μόνο μην με πειράξεις.» Του ζήτησε, φοβούμενη πως είχε πονηρές διαθέσεις.

Και σύντομα αποδείχτηκε πως δεν έκρινε λάθος. Ο ξένος έσκυψε από πάνω της, κάρφωσε τα μαύρα του μάτια στο πρόσωπό της με αδημονία και φίλησε τα χείλη της.

Η Μάρθα γούρλωσε τα μάτια τρομαγμένη, ρίγος διαπέρασε τη ράχη της. Προσπάθησε να ξεφύγει, τραβώντας τον μακριά, μα δεν μπόρεσε παρά μόνο όταν αυτός το αποφάσισε.

Τον είδε να χάνεται ανάμεσα στα κυπαρίσσια, αθόρυβα, σαν αέρας, ενώ το μαντίλι της ανέμιζε ανάμεσα στα δάχτυλά του.

Άφησε την στάμνα να πέσει στο χορτάρι και έτρεξε κατεβαίνοντας το λόφο, προτού να πάρει ανάσα. Προσπαθούσε να φωνάξει για βοήθεια, μα το στόμα της δεν υπάκουγε. Τα χείλη της ήταν μουδιασμένα από το παγωμένο, αποτρόπαιο φιλί.

«Π…πατέρα!» Φώναξε με κόπο, μπαίνοντας σαν σίφουνας στο φτωχόσπιτο, χώνοντας το μουσκεμένο δάκρυα πρόσωπό της στην πατρική αγκάλη. «Με κυνηγάει ο χιονιάς!»

Tags: creatures , dark , fantasy , folklore , horror , mystery , scary , Spooky , story , Vampire , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , άνδρας , Άνθρωπος , βαμπρίρ , βουνό , βροχή , γυναίκα , διήγημα , ζωή , θάνατος , θρίλερ , ιστορία , Ιωάννα Τσιάκαλου , καλύβι , κοπέλα , κριτική , Μαύρη Πεταλούδα , μυστήριο , νύχτα , πτώμα , ρομαντικό , Σκιά , σκοτάδι , σπίτι , ταινία , τρόμος , φαντασία , Φαντάσματα , φίλοι , Φόβος , χιονιάς , χλωμός , χωριό , Ψυχή , ψυχολογία

Ιωάννα Τσιάκαλου

Δημοσιεύτηκε 28 Μαΐου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.