Αν είχα πάρει τη συγκοινωνία, αν είχα περπατήσει την πολυσύχναστη Ερμού, θα με είχαν σίγουρα λιντσάρει. Αντίθετα περπάτησα μέσα από τα στενά για το γραφείο.
Δεν θυμάμαι πως βγήκα απ’ το σπίτι. Κρατούσα τη μάσκα στο χέρι και μου ‘πεσε; Την ξέχασα στο διαμέρισμα; Θυμάμαι να κρατώ τα κλειδιά σφιχτά, μάτωσα την παλάμη μου, και να κοντοστέκομαι στο ημίφως του διαδρόμου. Τα βήματα μου αντηχούσαν στο διαμέρισμα σαν ισχνός καρδιακός παλμός. Σαν την καρδιά της που σταμάτησε χωρίς να ζητήσει μια δεύτερη ευκαιρία. Έσβησε στον ύπνο της προχθές τα ξημερώματα ασάλευτη στην καρέκλα της, με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι στραμμένο προς το παράθυρο. Δεν θέλω κόρη μου να βλέπω πια, μου ‘λεγε, δεν θέλω να βλέπω τούτο τον κόσμο που αρνείται το δάκρυ.
Άλλαξαν οι καιροί μάνα, της έλεγα. Δεν είναι πια όπως παλιά που μπορούσες να περπατάς τη γη με το δικό σου πρόσωπο. Η χαρά είναι μεταδοτική, το ίδιο και η στεναχώρια. Και κανείς δεν θέλει να κολλήσει πόνο ή δυστυχία.
Και παρ’ ότι γνώριζα τις συνέπειες, έφυγα απ’ το σπίτι χωρίς το χαρούμενό μου προσωπείο. Και βγήκα στους δρόμους με τα χείλη μου σκασμένα από το κλάμα, με τα μάτια πρησμένα, με τη θλίψη μου που μόλις χθες έθαψα τη μάνα μου να μολύνει τον αέρα που ανέπνεα και το χώμα που πατούσα. Σταγονίδια μιζέριας εκτοξεύονταν από το σώμα μου προς κάθε κατεύθυνση και μέχρι να φτάσω στην Ωγύγου, έτυχε και δεν συνάντησα ψυχή, έτυχε και δεν προβληματίστηκα από τη δροσιά που ένιωθα στο πρόσωπό μου. Αναλογιζόμουν την καρέκλα της μάνας μου να στέκεται άδεια στο σπίτι μας που κραύγαζε την απουσία της, και δεν κατάλαβα πως όταν άγγιξα το πρόσωπό μου δεν έπιανα το ινώδες φιλμ του προσωπείου μου, αλλά το δέρμα μου να καίει από τον πυρετό, υγρό από τα δάκρυα που δεν μπορούσα να ελέγξω.
Στάθηκα στην κεντρική είσοδο της εταιρείας που εργαζόμουν αφήνοντας τις κάμερες να με σκανάρουν. Όταν ο συναγερμός άρχισε να βαράει και να μου τρυπάει τα μηνίγγια, κατάλαβα τι είχα κάνει. Η μεταλλική γυναικεία φωνή που αντηχούσε τώρα από τα μεγάφωνα και επαναλάμβανε τη λαϊκή εντολή, απλά επιβεβαίωσε το κακό.
“ΧΑΜΟΓΕΛΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ.”
Με μια γρήγορη ματιά είδα κόσμο με μασκοφερεμένα χαμόγελα να ξεπροβάλλει στα παράθυρα των γύρω κτιρίων, στην αρχή δειλά και μετά με μια επιτακτικότατα που με άγχωνε. Ο υπεύθυνος ασφαλείας πετάχτηκε στο πεζοδρόμιο. Φορούσε μάσκα από πλαστικό που δεν εφάρμοζε καλά στο πρόσωπο του· το χαμόγελο είχε αρχίσει να φθίνει στις άκρες. Τρία χρόνια σ’ αυτή την εταιρεία, πρώτη φορά πρόσεξα το προσωπείο του.
«Τη μάσκα σου γρήγορα», μου φώναξε, «τι περιμένεις;» Τα χέρια του τεντωμένα εμπρός του προσέδιδαν την ένταση της φωνής του που αλλοιωνόταν καθώς ο ήχος έσβηνε πίσω από το φράγμα της μάσκας του.
Άνοιξα την τσάντα μου και έψαχνα φρενήρης τα πράγματά μου. Πουθενά η μάσκα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν την είχα πάρει μαζί μου φεύγοντας από το σπίτι. Την είχα πάντα στην τσάντα μου ακριβώς για να μην τη χάσω. Δεν είχα καμία ιδέα που μπορεί να την είχα παρατήσει. Κι αν την έχασα;
Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε. Αν την είχα χάσει, ήμουν καταδικασμένη. Δεν θα υπήρχε τρόπος να δείξω ότι δεν ανήκω ή ότι δεν ήμουν φιλικά προσκείμενη προς το Μονόγραμμα. Το Μονόγραμμα ήταν ενάντια στο κοινωνικά αποδεκτό και είχε κάνει σημαία του το δικαίωμα στη λύπη. Όποιος πορευόταν μαζί τους, ήταν καταδικασμένος στο κοινωνικό περιθώριο. Σαν τους άστεγους που δεν είχαν μάσκα να βάλουν και ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί στις γωνιές των πολυσύχναστων δρόμων με τα πρόσωπά τους ακάλυπτα και τον πόνο τους διάχυτο.
Είδα τον φύλακα να με πλησιάζει. Τώρα τα χέρια του ήταν λαβίδες, τα δάχτυλά του χειροπέδες, κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω μου σε κύκλο που όλο και στένευε.
Άρχισα να τρέχω προς τυχαία κατεύθυνση.
Έστριψα δεξιά προς τη Λεπενιώτου. Τα μαγαζιά είχαν αρχίσει να ανοίγουν και οι λιγοστοί γύρω μου, στη θέα ενός ανθρώπου χωρίς μάσκα, αποτραβήχτηκαν πίσω από τις πόρτες των καταστημάτων τους γυρνώντας τις ταμπέλες από “ανοιχτό” σε “κλειστό”. Η ιδέα να κρυφτώ για λίγο και να σκεφτώ πως να φτάσω στο διαμέρισμα να ψάξω για τη μάσκα μου, εξανεμίστηκε.
Και το ‘λεγα, ν’ αγοράσω μια δεύτερη να έχω εφεδρική. Αλλά από τη μία η αρρώστια της μάνας μου, από την άλλη τα οικονομικά που με δυσκόλευαν, βρέθηκα τώρα γυμνή απέναντι στον κόσμο. Φυσικά θα μπορούσα να είχα αγοράσει μια πιο φθηνή μάσκα, σαν κι αυτή που φόραγε ο φύλακας. Αλλά ήταν που κυνηγούσα κι εκείνη την προαγωγή, για πόσο ακόμα θα έμενα γραμματέας του τμηματάρχη; Και χωρίς καλή μάσκα, χωρίς προσωπείο που να πλησιάζει στην υφή του δέρματος, που να δίνει την ψευδαίσθηση αληθινού προσώπου, δεν υπήρχε ελπίδα για την προαγωγή.
Τώρα βέβαια, δεν υπήρχε ελπίδα για τίποτα.
Όταν ένιωσα ότι δεν με κυνηγά κανείς, σταμάτησα να πάρω μια ανάσα. Ο αέρας δρόσισε το πρόσωπό μου και στέγνωσε τα δάκρυά μου. Έφερα τα χέρια μου στα μάγουλα μου, στο μέτωπο μου, πάνω από τα βλέφαρα, τα κατέβασα στο λαιμό μου. Τα χέρια μου έτρεμαν και συνειδητοποίησα πόσο πολύ διψούσα. Ίσως δεν θα έπρεπε να πάω σπίτι. Η κίνηση είχε αυξηθεί στους δρόμους, δεν θα το γλίτωνα το λιντσάρισμα.
Η μάνα μου συνήθιζε να μου λέει ιστορίες, τότε που ο κόσμος κυκλοφορούσε χωρίς μάσκες, ελεύθερος στη λύπη του και τη χαρά του. Μετά όμως, σαν κάποιος να άνοιξε την κάνουλα του κακού, και για χρόνια η μια συμφορά έφερνε την επόμενη. Μια ιδέα τρύπωσε στις καρδιές των ανθρώπων, σαν το νερό που στάλα τη στάλα διαβρώνει το μέταλλο. Κάποιος έκανε την αρχή ζωγραφίζοντας ένα χαμόγελο σε μια μάσκα. Και η ιδέα μεγάλωσε και έγινε φουσκοθαλασσιά, και έγινε ρεύμα, και έγινε παλιρροιακό κύμα που ήρθε και σάρωσε τη θλίψη.
Και ξέχασε ο κόσμος το χαμόγελο, και ξέχασε το παράπονο το γραμμένο στα χείλη. Τι να πουν τα μάτια μόνα τους χωρίς το στόμα κόρη μου; Κάποτε τα τραγούδια έλεγαν πως όλα τα λένε τα μάτια, πως τα μάτια μιλάνε για την ψυχή. Λάθος, μου ‘λεγε η μάνα μου, τα μάτια χωρίς τα χείλη είναι πρόταση μισή, αιωρείται ως Δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι και σκοτώνει το πνεύμα.
Όταν γεννήθηκα οι μάσκες ήταν πια απαραίτητο κοινωνικό εξάρτημα και δεν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν να επιτρέπονται τόσα ποικίλα συναισθήματα ελεύθερα στους δρόμους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν να σε χαϊδεύει το δροσερό αεράκι στο πρόσωπο, η πρωινή δροσιά να σου γαργαλάει τη μύτη, να παγώνουν οι βλεφαρίδες από το κρύο. Δεν ήξερα τι δεν ένιωθα, μέχρι τώρα.
Στη γωνία Λεπενιώτου και Αγαθάρχου, σχεδόν κουτούλησα μια νεαρή γυναίκα, με καστανά πλούσια μαλλιά, με τσάντα που έμοιαζε να κοστίζει περισσότερο απ’ το ενοίκιο του σπιτιού μου και με μάσκα από μεταξωτές ίνες και ίνες φυσικού κολλαγόνου. Τις ήξερα καλά αυτές τις μάσκες, τις χάζευα στις βιτρίνες, διάβαζα για την τεχνολογία τους στα περιοδικά. Αλλά ήταν πολύ ακριβές για τη δική μου τσέπη.
Η γυναίκα τρόμαξε στη θέα του γυμνού μου προσώπου αφήνοντας μια κραυγή να δραπετεύσει από το καλυμμένο στόμα της. Το χαμόγελο της μάσκας ήταν βαμμένο με κόκκινο της κερασιάς, σε χρωματική συνάφεια με το κόσμημα στο λαιμό της γυναίκας.
Τις ζήλευα αυτές τις μάσκες. Και τώρα που για πρώτη φορά βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με μία, ένιωσα μια ανατριχίλα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Η μέρα άνοιγε ηλιόλουστη και ζεστή αλλά όσο κοίταζα το κερασί χαμόγελο, τόσο ένιωθα ένα κρύο στα πλευρά μου που δεν είχα ξανανιώσει.
Τρομοκρατημένη η γυναίκα απομακρύνθηκε από μπρος μου και εγώ σαν στήλη άλατος έμεινα να την κοιτάζω όπως έτρεχε μακριά μου και να αναρωτιέμαι αν ήταν όντως άνθρωπος ή στοιχειό, αποκύημα του κουρασμένου μου μυαλού.
Όλα γύρω μου έμοιαζαν σαν καμένο φιλμ παλιάς ταινίας που κάποιος το άφησε εκτεθειμένο σε υγρό υπόγειο.
Τότε ήταν που παρατήρησα κάτι στον τοίχο της πολυκατοικίας δίπλα μου, κάτι που δεν είχα προσέξει ξανά όσες φορές κι αν είχα περάσει από ‘δω. Ένα σχέδιο οικείο, το είχα ξαναδεί στο εξώφυλλο του βιβλίου που η μάνα μου διάβαζε κάθε βράδυ. Το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και τόσα άλλα, άνηκαν στα απαγορευμένα αλλά η μάνα μου δεν άκουγε κουβέντα κάθε φορά που την παρακαλούσα να μ’ αφήσει να το κάψω. Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν*, άκουσα τη μάνα μου να απαγγέλει μέσα στο κεφάλι μου.
Τότε θυμήθηκα πως το σύμβολο αυτό το είχα δει κι αλλού, το είχα δει στις ειδήσεις όταν μιλάγανε για την οργάνωση Μονόγραμμα που στέκονταν κατά της επιβεβλημένης χαράς. Πίσω μου οι φωνές από τον όχλο που πλησίαζε, ακούγονταν τώρα επικίνδυνα κοντά μου κι έτρεξα μέχρι την επόμενη γωνία. Το ίδιο σύμβολο, ίσα που φαινόταν και σαν από ένστικτο, έστριψα αριστερά.
Δεν είχα άλλη ελπίδα παρά να εμπιστευτώ το άγνωστο, το ξεθωριασμένο που έλαμπε σαν φάρος εμπρός μου σε μια πόλη που ξέβαφε με κάθε βήμα μου. Όλα γύρω μου φάνταζαν αλλιώς, αληθινά και χάρτινα μαζί. Πώς θα μπορούσα να γυρίσω στα ίδια έχοντας νιώσει το πρόσωπό μου, για πρώτη φορά ελεύθερο; Κακώς καίγαμε τα βιβλία στις πλατείες. Τούτο τον κόσμο έπρεπε να κάψουμε.
* Στίχος από το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη
Tags: short-story , The Weird Side Daily , αλληγορία , αφήγηση , γυναίκα , διήγημα , Δυστοπικό , δυστυχία , Έλενα Κοτσιλίτη , εταιρία , κοπέλα , μαμά , μάνα , μάσκα , μάσκες , μητέρα , Μονόγραμμα , Οδυσσέας Ελύτης , πόλη , Πρόσωπα , Προσωπείο , πρόσωπο , Στίχοι , στίχος , σύμβολο , Τραγούδι , Φύλακας , χαμόγελο
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.