Τα σκαλοπάτια

«Η τραγωδία χτύπησε την οικογένεια των Μπλέικ. Η μικρή τους κόρη έπεσε και χτύπησε τη στιγμή που έπαιζε στην παιδική χαρά του χωριού. Ο θάνατός της ήταν ακαριαίος».
Ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του και προσπάθησε να συλλογιστεί τα γεγονότα. Οι Μπλέικ έχασαν την κόρη τους. Άραγε γι’ αυτό παράτησαν το σπίτι τους κι εξαφανίστηκαν; Γι’ αυτό δεν γύρισαν ποτέ πίσω; Άραγε η κόρη τους λεγόταν Ρούθι;”

10 Φεβρουαρίου 2021

 

Ο Κερτ ξύπνησε απότομα. Η βροχή λυσσομανούσε. Οι χοντρές σταγόνες έπεφταν με δύναμη πάνω στα τζάμια. Έτριψε τα μάτια του κι έμεινε ακίνητος. Χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως αυτό που άκουγε δεν ήταν μόνο η βροχή. Υπήρχε και κάτι άλλο﮲ κάτι ξένο﮲ κάτι που δεν ταίριαζε﮲ κάτι που έμοιαζε με… όχι δεν μπορεί… μάλλον έκανε λάθος. Ανακάθισε και προσπάθησε να αφουγκραστεί με μεγαλύτερη προσοχή. Ναι… αυτό που άκουγε, ήταν κλάμα. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να καταλάβει από πού ακουγόταν. Προχώρησε προς τον διάδρομο, για να διαπιστώσει ότι η φωνή χαμήλωνε. Πλησίασε στο παράθυρο. Αμέσως ακούστηκε πιο δυνατά. Το άνοιξε. Η βροχή τον μαστίγωσε στο πρόσωπο, και το κλάμα έφτασε δυνατό στα αυτιά του. Ήταν πλέον σίγουρος πως ακουγόταν απέξω. Το έκλεισε απότομα και κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο. Οι ξύλινες σανίδες έτριξαν κάτω από τα βιαστικά βήματά του. Έριξε το πανωφόρι στην πλάτη του πάνω από τις πιτζάμες, φόρεσε την κουκούλα, άνοιξε την ομπρέλα και βγήκε έξω. Βλαστήμησε δυνατά όταν συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει να βγάλει τις παντόφλες και να φορέσει παπούτσια. Στάθηκε στη μικρή βεράντα, άναψε τον φακό από το κινητό του και κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι πως κάποιο παιδί βρισκόταν εκεί κι έκλαιγε. Ωστόσο το κλάμα συνέχιζε να ακούγεται. Κατέβηκε τρία σκαλάκια και βρέθηκε στην αυλή. Τα πόδια του βούλιαξαν μέσα στο λασπωμένο χώμα. Προχώρησε παραπέρα και φώτισε με τον φακό, αλλά δεν είδε τίποτε. Η βροχή είχε αρχίσει να κοπάζει. Το κλάμα συνέχιζε να ακούγεται. Μόνο που όσο περνούσε η ώρα, γινόταν όλο και πιο σιγανό. Ο Κερτ κρύωνε. Τα πόδια του είχαν παγώσει. Το μαλακό χώμα τον έκανε να ανατριχιάζει. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει. Το μόνο που είχε απομείνει να τη θυμίζει, ήταν μερικές σταγόνες που έπεφταν πού και πού από τον ουρανό και κάποια αστραπή τόσο μακρινή, που ο ήχος της βροντής που ακολουθούσε δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι τα αυτιά του. Το κλάμα είχε πάψει. Έκανε ένα γύρο στην αυλή για να σιγουρευτεί, αλλά και πάλι δεν βρήκε κανέναν. Προχώρησε προβληματισμένος προς το σπίτι, μπήκε μέσα, έβγαλε τα βρεγμένα του ρούχα και τις παντόφλες, σκούπισε τα λασπωμένα πόδια του στο χαλάκι και ανέβηκε ξυπόλητος στον επάνω όροφο. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί. Ήταν σίγουρος. Ήταν τελείως σίγουρος πως είχε ακούσει το κλάμα ενός παιδιού. Πώς μπορεί να έκανε τόσο λάθος; Ξάπλωσε στο κρεβάτι.

Είχε περάσει μόλις μια βδομάδα από τότε που είχε μετακομίσει στο μικρό χωριό Μέλβιλ για να αναλάβει τη θέση του δασκάλου του δημοτικού σχολείου. Σε δυο μέρες θα ξεκινούσαν τα μαθήματα κι εκείνος δεν είχε προλάβει να τακτοποιηθεί. Οι λάμπες της αυλής ήταν καμένες, και το κινητό του δεν είχε καλό σήμα. Αυτό τον δυσκόλευε αρκετά καθώς δεν είχε ακόμη σταθερό τηλέφωνο ούτε σύνδεση στο ίντερνετ. Αναρωτιόταν ακόμα αν είχε πράξει σωστά που είχε δεχτεί τη θέση. Μετά όμως θύμισε στον εαυτό του, πως αυτή ήταν η μόνη επιλογή που είχε, αν δεν ήθελε να περάσει μια ακόμα χρονιά άνεργος, με τους λογαριασμούς και τα χρέη να τον κυνηγούν. Αναστέναξε. Έκλεισε τα μάτια του και ο ύπνος ήρθε σχεδόν αμέσως για να τον βυθίσει σε όνειρα﮲ ακατανόητα όνειρα, γεμάτα βροχή και δάκρυα.

Οι υπόλοιπες δυο μέρες, κύλησαν ήρεμα. Κανένα κλάμα δεν ακούστηκε ξανά, γεγονός που τον έκανε να πιστεύει πως ίσως τελικά ήταν της φαντασίας του. Το βράδυ πριν την πρώτη μέρα της δουλειάς, κοιμήθηκε νωρίς, μόνο που τα περίεργα όνειρα που είχε δει τις προάλλες, επέστρεψαν δριμύτερα. Αυτή τη φορά όμως, μέσα στη βροχή και το κλάμα, είχε προστεθεί και κάτι ακόμα: μια μαύρη σιλουέτα που στεκόταν συνεχώς δίπλα του. Όταν όμως εκείνος έστρεφε το βλέμμα του προς το μέρος της, εξαφανιζόταν για να εμφανιστεί και πάλι από την άλλη πλευρά.

Ξύπνησε απότομα όταν ένιωσε τις ακτίνες του ήλιου να πέφτουν πάνω στα κλειστά του βλέφαρα. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια για να συνηθίσει το φως και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν περασμένες οχτώ. Είχε αργήσει. Σηκώθηκε απότομα, ντύθηκε βιαστικά, κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο, στερέωσε μια φρυγανιά ανάμεσα στα δόντια του και βγήκε έξω. Όση ώρα προχωρούσε στον χωματόδρομο ο ήλιος του έκαιγε τον σβέρκο και τον έκανε να νιώθει δυσφορία. Θυμήθηκε να γελάει όταν ο μεσίτης τον είχε συμβουλεύσει να μην κυκλοφορεί το φθινόπωρο χωρίς καπέλο και γυαλιά ηλίου γιατί ο ήλιος εκεί ήταν περίεργος. Κράτησε μια νοερή σημείωση για να το θυμάται από εδώ και πέρα και κατευθύνθηκε προς το σχολείο.

Οι μαθητές βρίσκονταν ήδη στην τάξη. Μόλις τον είδαν μπροστά τους, σταμάτησαν απότομα να μιλούν και σταύρωσαν τα χέρια πάνω στα θρανία. Ο Κερτ χαμογέλασε. Οι ώρες κύλησαν ήρεμα – έτσι κι αλλιώς η πρώτη μέρα του σχολείου ήταν πάντα μέρα γνωριμίας–. Τα παιδιά σχόλασαν κι εκείνος τακτοποιούσε τα χαρτιά του, τη στιγμή που ένιωσε το βλέμμα κάποιου καρφωμένο πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα σγουρομάλλικο αγόρι να κάθεται στο τελευταίο θρανίο και να τον κοιτάζει επίμονα. Ο Κερτ έριξε μια ματιά στο πλάνο της τάξης.

«Σάιμον», απευθύνθηκε προς το αγόρι, «μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;»

Εκείνο δεν μίλησε. Συνέχισε να τον κοιτάζει με τα μεγάλα, καστανά του μάτια.

«Σάιμον;» επανέλαβε ο Κερτ και προχώρησε προς το μέρος του. «Είσαι καλά;»

Τώρα στεκόταν ακριβώς από πάνω του. Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.

«Είναι αλήθεια;» ρώτησε τελικά με σοβαρό ύφος.

«Τι να είναι αλήθεια;» αντιρώτησε ο Κερτ συνοφρυωμένος.

«Ότι μένετε στο σπίτι των Μπλέικ».

«Ναι, αλήθεια είναι», χαμογέλασε ο Κερτ.

Το αγόρι συνέχιζε να τον κοιτάζει αποσβολωμένο.

«Συμβαίνει κάτι Σάιμον;»

«Την έχετε δει κύριε;»

«Ποια να έχω δει;»

Το αγόρι δεν μίλησε. Ο Κερτ έσκυψε προς το μέρος του.

«Σάιμον; Ποια να έχω δει;»

Το αγόρι άρπαξε την τσάντα του κι έφυγε τρέχοντας. Ο Κερτ το παρακολούθησε να βγαίνει από την τάξη χωρίς να ρίχνει ματιά πίσω του. Αναστέναξε.

***

Είχαν περάσει δέκα μέρες αφόρητης ζέστης. Ο Κερτ καθόταν στο γραφείο στο σπίτι του και διόρθωνε τις εργασίες των παιδιών υπό το φως ενός λαμπατέρ, όταν ξέσπασε απότομη μπόρα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Πέρασε αρκετή ώρα, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως ακουγόταν και πάλι το κλάμα. Παράτησε τις εργασίες, σηκώθηκε απότομα, ντύθηκε αμέσως, θυμίζοντας στον εαυτό του να φορέσει παπούτσια αυτή τη φορά και βγήκε έξω. Έριξε φως με τον φακό του αλλά η αυλή ήταν έρημη. Τι περίεργο… Πώς ήταν δυνατόν να ακούγεται το κλάμα; Και τότε, ένιωσε έντονα την αίσθηση ότι κάποιος τον κοίταζε επίμονα. Ήταν σίγουρος πως έβλεπε με την άκρη του ματιού του, κάποιον να στέκεται έξω από τα κάγκελα της αυλής. Έστρεψε απότομα τον φακό του σε εκείνο το σημείο. Κανείς δεν βρισκόταν εκεί. Έμεινε αρκετά έξω ψάχνοντας κάθε σπιθαμή μέχρι που η βροχή σταμάτησε και το κλάμα σώπασε. Μπήκε στο σπίτι αναστενάζοντας. Δεν είχε υπολογίσει πόση ώρα είχε περάσει, αλλά ένιωθε εξουθενωμένος. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να διορθώσει τα γραπτά των παιδιών τη δεδομένη στιγμή. Αποφάσισε να ξαπλώσει και να ξυπνήσει τρεις ώρες νωρίτερα πριν πιάσει δουλειά για να συνεχίσει.

Έτσι κι έγινε. Όταν έφτασε η ώρα, σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι, πήρε δίπλα του μια κούπα με ζεστό, πικρό καφέ και αράδιασε τα χαρτιά πάνω στο κρεβάτι. Είχε σχεδόν τελειώσει, όταν άρχισε να νιώθει έντονη δυσφορία. Προχώρησε προς το παράθυρο, το άνοιξε και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του προς την αυλή. Συνοφρυώθηκε. Μια γυναίκα με ένα μαύρο φόρεμα, μαύρα, μακριά μαλλιά και λευκό δέρμα, στεκόταν έξω από την αυλή κι έσφιγγε τα κάγκελα με τα χέρια της. Ο Κερτ παραξενεύτηκε. Εκείνη τότε σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Μπορώ να σας βοηθήσω;» της φώναξε.

Δεν του απάντησε. Συνέχισε να τον κοιτάζει για λίγη ώρα. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα της προς το εσωτερικό της αυλής και στη συνέχεια γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται.

***

Το τελευταίο κουδούνι που σήμαινε το τέλος της σχολικής ημέρας χτύπησε και τα παιδιά άρχισαν να βγαίνουν τρέχοντας από την τάξη. Ο Κερτ τακτοποιούσε τα χαρτιά του, όταν αντιλήφθηκε τον Σάιμον να φεύγει τελευταίος.

«Σάιμον!» του φώναξε χωρίς να το πολυσκεφτεί.

Το αγόρι κοντοστάθηκε.

«Μπορείς ε…», κόμπιασε προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να τον ρωτήσει αυτό που ήθελε. «Μπορείς να έρθεις λίγο στην έδρα σε παρακαλώ;»

Το αγόρι υπάκουσε. Πλησίασε, στήριξε τα μικρά του χέρια πάνω στο έδρανο και τον κοίταξε στα μάτια.

«Την πρώτη μέρα…», κόμπιασε και πάλι, «με είχες ρωτήσει αν την είχα δει. Ποια εννοούσες;»

Το αγόρι δεν μίλησε. Συνέχισε να τον κοιτάζει έντονα.

«Ποια εννοούσες Σάιμον;» επέμεινε ο Κερτ.

«Την κυρία με τα μαύρα», του απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Την είδατε κύριε;» τον ρώτησε με προσμονή.

«Ποια είναι η κυρία με τα μαύρα; Και από πού τη γνωρίζεις εσύ;»

«Δεν τη γνωρίζω εγώ κύριε…», έσκυψε απολογητικά το κεφάλι του το αγόρι. «Η Ρούθι τη γνωρίζει».

«Η Ρούθι;» απόρησε ο Κερτ και κοίταξε τον κατάλογο με τα ονόματα των μαθητών του. «Δεν έχουμε κάποιο κορίτσι που να λέγεται Ρούθι στην τάξη».

«Όχι, κύριε. Η Ρούθι δεν είναι εδώ στην τάξη. Η Ρούθι μένει στο σπίτι σας».

«Στο σπίτι μου; Τι…»

«Σάιμον!» τους διέκοψε μια γυναικεία φωνή.

Το αγόρι και ο Κερτ στράφηκαν προς την πόρτα. Μια γυναίκα στεκόταν εκεί και κοιτούσε προς το μέρος τους.

«Χαίρεται, είμαι η μητέρα του Σάιμον», είπε και πλησίασε. «Ήρθα να πάρω τον γιο μου. Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Όχι, όχι, μπορείτε να πηγαίνετε», είπε αμέσως ο Κερτ. «Καλό μεσημέρι Σάιμον!» χαμογέλασε στο αγόρι.

Εκείνο τον κοίταξε θλιμμένα και απομακρύνθηκε μαζί με τη μητέρα του. Ο Κερτ άνοιξε την πρώτη σελίδα από το σημειωματάριό του και έγραψε το όνομα «Ρούθι».

Αργότερα το ίδιο βράδυ είχε ξαπλώσει στον καναπέ και συλλογιζόταν.

«Ρούθι…», μουρμούρησε.

Δεν του έλεγε τίποτα αυτό το όνομα. Στο μυαλό του, ήρθαν και πάλι τα λόγια που του είπε ο Σάιμον.

«Την κυρία με τα μαύρα. Την είδατε κύριε;» τον είχε ρωτήσει. «Δεν τη γνωρίζω εγώ… Η Ρούθι τη γνωρίζει. Η Ρούθι δεν είναι εδώ στην τάξη. Η Ρούθι μένει στο σπίτι σας», έτσι του είχε πει.

Κοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει. Μπορούσε να ακούσει τον ήχο της βροχής μέσα στον ύπνο του. Μπορούσε να ακούσει και το κλάμα, αλλά ήταν πολύ κουρασμένος για να ξυπνήσει και να καταλάβει αν ήταν αλήθεια, ή αν απλά ονειρευόταν.

Την επόμενη μέρα είχε σκοπό να κάνει κι άλλες ερωτήσεις στο αγόρι, αλλά η μητέρα του ειδοποίησε πως ήταν άρρωστος και δεν εμφανίστηκε στο σχολείο. Μόλις τελείωσε το μάθημα, ετοίμασε βιαστικά τον χαρτοφύλακά του και βγήκε έξω. Δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα για να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε. Έτσι λοιπόν, αντί να επιστρέψει στο σπίτι του, προχώρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση κι έφτασε στο κέντρο του χωριού. Στην άλλη άκρη της μοναδικής πλατείας που υπήρχε, υψωνόταν ένα παλιό, ξύλινο κτίριο. Ο Κερτ έσπρωξε τη βαριά καγκελόπορτα και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν. Η μικρή αυλή ήταν άδεια. Κοντοστάθηκε και κοίταξε την «Κεντρική Βιβλιοθήκη» όπως τον πληροφορούσε η μεγάλη επιγραφή στην πρόσοψη του κτιρίου. Χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, ήταν ο μόνος τρόπος για να ανακαλύψει αυτό που ήθελε να μάθει.

Λίγη ώρα αργότερα, είχε αραδιάσει πάνω σε ένα μεγάλο, τετράγωνο τραπέζι έναν πάκο εφημερίδες. Γνώριζε πως το σπίτι που έμενε ήταν ακατοίκητο για περίπου πενήντα χρόνια. Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του το είχαν εγκαταλείψει, άλλοι συγγενείς εν ζωή δεν είχαν εμφανιστεί κι έτσι είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του χωριού. Γιατί όμως το είχαν εγκαταλείψει; Τι είχε συμβεί; Άρχισε να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες προσπαθώντας να βγάλει κάποια άκρη. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε έναν τίτλο που του τράβηξε την προσοχή. Έγειρε μπροστά και διάβασε προσεκτικά.

«Η τραγωδία χτύπησε την οικογένεια των Μπλέικ. Η μικρή τους κόρη έπεσε και χτύπησε τη στιγμή που έπαιζε στην παιδική χαρά του χωριού. Ο θάνατός της ήταν ακαριαίος».

Ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του και προσπάθησε να συλλογιστεί τα γεγονότα. Οι Μπλέικ έχασαν την κόρη τους. Άραγε γι’ αυτό παράτησαν το σπίτι τους κι εξαφανίστηκαν; Γι’ αυτό δεν γύρισαν ποτέ πίσω; Άραγε η κόρη τους λεγόταν Ρούθι; Άρχισε να ξεφυλλίζει τις υπόλοιπες εφημερίδες, προσπαθώντας να βρει κάποια άλλη πληροφορία, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όταν έφυγε από εκεί, είχε φτάσει απόγευμα. Ωστόσο, ενώ ξεκίνησε να επιστρέφει στο σπίτι του, στα μισά του δρόμου άλλαξε γνώμη και κατευθύνθηκε προς ένα σημείο έξω από το χωριό: στο νεκροταφείο του Μέλβιλ. Ήταν μια μεγάλη έκταση με πέτρινες πλάκες και σταυρούς πνιγμένους στα αγριόχορτα. Προχώρησε ανάμεσά τους, ενώ ένιωθε τα κουνούπια να κάνουν επίθεση σε οποιοδήποτε γυμνό μέρος του σώματός του. Και τότε, συνειδητοποίησε πόσο χαζό ήταν αυτό που σκόπευε να κάνει. Ήθελε να ψάξει τον τάφο της κόρης των Μπλέικ αλλά τώρα διαπίστωνε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο με τόσα μνήματα που υπήρχαν εκεί.

«Νεαρέ!» άκουσε μια φωνή.

Γύρισε απότομα. Ένας γέρος ερχόταν κουτσαίνοντας προς το μέρος του. Τα ροζιασμένα δάχτυλά του, έσφιγγαν μια μαγκούρα στην οποία στήριζε το βάρος του.

«Μπορώ να σε βοηθήσω;» ρώτησε ο γέρος με βραχνή φωνή. «Δεν πρέπει να είσαι από εδώ…», παρατήρησε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του.

Ο Κερτ μύρισε άθελά του τη βαριά του ανάσα κι έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα προς τα πίσω.

«Είμαι ο νέος δάσκαλος», απάντησε αμέσως.

«Α μάλιστα…», έκανε αργόσυρτα ο γέρος. «Είχα ακούσει πως θα έρθεις… Λοιπόν;» άλλαξε τόνο αμέσως και κούνησε τη μαγκούρα. Ο Κερτ οπισθοχώρησε και πάλι. «Τι γυρεύεις στο νεκροταφείο;»

«Ψάχνω», άρχισε ο Κερτ κομπιάζοντας, «για την ακρίβεια… αναρωτιόμουν… Ξέρετε…»

Ο γέρος ανασήκωσε το φρύδι.

«Δεν έχω όλη τη ζωή μου μπροστά μου όπως μπορείς να διαπιστώσεις», έκανε ανυπόμονα. «Θα μου πεις τι θέλεις;»

«Μένω στο σπίτι των Μπλέικ», είπε αμέσως ο Κερτ «και αναρωτιόμουν αν… αν η κόρη τους ήταν θαμμένη εδώ…», πρόσθεσε μετανιώνοντάς το αμέσως.

Ο γέρος έμεινε σιωπηλός για λίγο.

«Όχι», είπε τελικά. «Οι Μπλέικ δεν έθαψαν εδώ την κόρη τους».

Ο Κερτ συνοφρυώθηκε.

«Τότε πού…»

«Πολλές ερωτήσεις κάνεις νεαρέ», τον έκοψε απότομα. «Αυτό είναι δουλειά των μαθητών σου έτσι δεν είναι; Σκοτεινιάζει. Άντε στο καλό και άσε τους νεκρούς στην ησυχία τους», πρόσθεσε κι άρχισε να απομακρύνεται.

Τότε ο Κερτ, σκέφτηκε και κάτι ακόμα.

«Συγγνώμη!» του φώναξε. Εκείνος σταμάτησε χωρίς ωστόσο να στραφεί προς το μέρος του. «Μήπως γνωρίζετε το όνομα της κόρης τους;»

Ο γέρος δεν μίλησε για λίγο.

«Ρούθι», είπε τελικά και συνέχισε να απομακρύνεται.

***

Λίγη ώρα αργότερα, ξέσπασε και πάλι δυνατή μπόρα. Και μαζί της, ξέσπασε και το κλάμα που ακουγόταν κάθε φορά. Ο Κερτ δεν κατάφερε να κοιμηθεί.

Την επόμενη μέρα ο Σάιμον, έλειπε και πάλι από το σχολείο. Ο Κερτ όμως, ήταν αποφασισμένος να μάθει την αλήθεια. Επισκέφθηκε το αγόρι στο σπίτι του και με την πρόφαση πως είχε έρθει να του μιλήσει για μια σχολική εργασία, η μητέρα του τους άφησε μόνους στο δωμάτιό του.

«Έκανα πολλά λάθη κύριε;» τον ρώτησε στεναχωρημένο το αγόρι.

«Όχι Σάιμον», άρχισε ο Κερτ και του τα εξήγησε. «Ανησύχησα που έλειψες από το σχολείο δυο μέρες…», άλλαξε θέμα στη συνέχεια. «Πώς αισθάνεσαι;»

«Είμαι… είμαι καλύτερα», κόμπιασε το αγόρι, «απλώς… απλώς η Ρούθι ήταν ανήσυχη αυτές τις μέρες και δεν με άφηνε να κοιμηθώ…»

«Η Ρούθι;» εκμεταλλεύτηκε αμέσως ο Κερτ την ευκαιρία. «Η Ρούθι Μπλέικ;»

«Ναι», είπε αμέσως ο Σάιμον. «Ξέρετε φοβάται πολύ όταν βρέχει κι εγώ την ακούω να κλαίει και δεν μπορώ να κοιμηθώ…»

«Την ακούς να κλαίει;» γούρλωσε τα μάτια ο Κερτ.

«Ναι», ένευσε ο Σάιμον. «Πάντα κλαίει όταν βρέχει. Και δεν υπάρχει πλέον κανείς να της πει ότι δεν πρέπει να φοβάται… Εμένα δεν με πιστεύει…»

«Πλέον; Παλιά υπήρχε δηλαδή;»

«Υπήρχε. Η μητέρα της. Η κυρία με τα μαύρα».

«Τι εννοείς; Όταν ζούσε την παρηγορούσε η μητέρα της;»

«Όχι», κούνησε το κεφάλι του το αγόρι. «Όχι μόνο όταν ζούσε… Και μετά… και μετά που…», κόμπιασε.

«Καταλαβαίνω», έκανε αμέσως ο Κερτ για να βγάλει το αγόρι από τη δύσκολη θέση.

«Πάντα όταν έβρεχε η μητέρα της πήγαινε κοντά της και της έλεγε πως δεν πρέπει να φοβάται. Μετά… μετά όμως ο πατέρας της Ρούθι πήρε την μητέρα της μακριά… κι εκείνη έμεινε μόνη της. Τώρα η μητέρα της επέστρεψε αλλά δεν μπορεί να πάει κοντά της να την παρηγορήσει…»

«Γιατί;» θέλησε να μάθει ο Κερτ.

Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν μου λέει… Τη ρωτάω συνέχεια αλλά δεν μου λέει…»

Τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

«Δεν πειράζει Σάιμον», είπε αμέσως ο Κερτ και του χάιδεψε το κεφάλι. «Εσύ μπορείς και βλέπεις τη Ρούθι;»

«Δεν την βλέπω, την ακούω όμως. Μου μιλάει συνέχεια. Μου λέει πως μόνο σε μένα μπορεί να μιλήσει. Κανένας άλλος δεν μπορεί να την ακούσει. Μόνο εγώ».

***

Ώρες αργότερα ο Κερτ συλλογιζόταν όλα αυτά που του είχε πει το αγόρι, αλλά δεν μπόρεσε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Κι έτσι πέρασε άλλη μια εβδομάδα, αφόρητης ζέστης, μέχρι να έρθει ένα απόγευμα που ξέσπασε δυνατή μπόρα. Και το κλάμα, ακούστηκε ξανά. Ο Κερτ παράτησε το βιβλίο που διάβαζε, έβγαλε τα γυαλιά του και αφουγκράστηκε.

«Η Ρούθι μένει στο σπίτι σας. Φοβάται πολύ όταν βρέχει κι εγώ την ακούω να κλαίει και δεν μπορώ να κοιμηθώΠάντα κλαίει όταν βρέχει», του είχε πει ο Σάιμον.

«Οι Μπλέικ δεν έθαψαν εδώ την κόρη τους», του είχε πει ο γέρος στο νεκροταφείο.

«Η μητέρα της. Η κυρία με τα μαύρα. Πάντα όταν έβρεχε η μητέρα της πήγαινε κοντά της και της έλεγε πως δεν πρέπει να φοβάται. Μετά… μετά όμως ο πατέρας της την πήρε μακριά… και η Ρούθι έμεινε μόνη της. Τώρα η μητέρα της επέστρεψε αλλά δεν μπορεί να πάει κοντά της για να την παρηγορήσει», του είχε πάλι το αγόρι.

Το κλάμα… το κλάμα το άκουγε μόνο όταν έβρεχε. Κι όταν η βροχή σταματούσε, σώπαινε…

«Ρούθι…», μουρμούρησε ο Κερτ. «Είναι δυνατόν…;» αναρωτήθηκε.

Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε έξω. Έμεινε για λίγο ακίνητος και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Προχώρησε με αργά βήματα, προσπαθώντας να καταλάβει σε ποιο σημείο της αυλής ακουγόταν πιο δυνατά το κλάμα. Άρπαξε ένα φτυάρι κι άρχισε να σκάβει. Λίγες φτυαριές χρειάστηκαν και το χώμα άρχισε να υποχωρεί. Το φτυάρι χτύπησε πάνω σε κάτι συμπαγές. Ο Κερτ συνέχισε να σκάβει κάτω από τη βροχή. Το κλάμα έφτανε εκκωφαντικό στα αυτιά του. Ένα σκαλί αποκαλύφθηκε μπροστά του. Έπειτα ένα άλλο. Κι ύστερα ένα ακόμα. Μια ολόκληρη σκάλα που οδηγούσε προς τα κάτω εμφανίστηκε. Ο Κερτ πέταξε το φτυάρι και κατέβηκε ενώ οι λάσπες κατρακυλούσαν γύρω του. Έφτασε στον πάτο και βρέθηκε μπροστά σε μια τσιμεντένια όρθια πλάκα. Κάτι ήταν χαραγμένο πάνω της. Σκούπισε τα βρεγμένα του μάτια με το μανίκι και προσπάθησε να διαβάσει:

«Ρούθι Μπλέικ… Θα έρχομαι πάντα να σου λέω να μην φοβάσαι τη βροχή. Θα έρχομαι πάντα για να σε προστατεύω από τους κεραυνούς που σε τρομάζουν…»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το κλάμα κόντευε να του σπάσει τα τύμπανα. Ώστε εκεί ήταν θαμμένη η μικρή τους κόρη. Είχαν φτιάξει αυτή τη σκάλα για να μπορεί η μητέρα της να κατεβαίνει και να την παρηγορεί όταν έβρεχε. Κι όταν ο άντρας της την πήρε μακριά, δεν υπήρχε κανείς για να ηρεμήσει τη Ρούθι. Άρχισε να ανεβαίνει προς τα επάνω. Τη στιγμή όμως που αντίκρυσε το έδαφος, σταμάτησε απότομα. Μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με κατάμαυρα μαλλιά και χλωμό πρόσωπο στεκόταν εκεί και τον κοιτούσε. Γύρω της έβρεχε καταρρακτωδώς, αλλά εκείνη παρέμενε στεγνή. Για έναν περίεργο λόγο ο Κερτ δεν τρόμαξε. Συνέχισε να ανεβαίνει. Εκείνη τότε παραμέρισε και ο Κερτ στάθηκε δίπλα της. Η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος του.

«Σε ευχαριστώ», του είπε με μια φωνή που ακούστηκε περισσότερο μέσα στο μυαλό παρά στα αυτιά του.

Εκείνος ένευσε. Η γυναίκα κατέβηκε, στάθηκε έξω από την πέτρινη πλάκα, έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το πρόσωπό της πάνω της. Η μορφή της ξεθώριασε και το κλάμα σταμάτησε αμέσως.

Ο Κερτ πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μητέρα της Ρούθι είχε πεθάνει. Όταν όμως επέστρεψε για να βρει την κόρη της, τα σκαλιά είχαν καλυφθεί και δεν μπορούσε να πάει κοντά της. Τώρα θα ήταν για πάντα μαζί και η Ρούθι δεν θα φοβόταν ποτέ ξανά όταν θα έβρεχε.

Tags: child , death , fantasy , ghost , ghosts , mother , rain , school , short-story , Supernatural , The Weird Side Daily , αυλή , βροχή , γυναίκα , δάσκαλος , διάλογος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Ερωδίτη Παπαποστόλου , η κυρία με τα μαύρα , θάνατος , κεραυνοί , κλάμα , κόρη , Κορίτσι , μάνα , μαύρα , μητέρα , νεκροταφείο , Παιδί , παιδιά , παραφυσικό , σχολείο , τάφος , φαντασία , Φάντασμα , Φαντάσματα

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 10 Φεβρουαρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.