“Με το που ζυγώνω, ο Μαν, κατά κόσμον Μανώλης Τσίρος, θαρρείς και με περίμενε, ανοίγει την εξώπορτα και βγαίνει να με προϋπαντήσει. Σκυφτός, σκελετωμένος, φαντάζει σαν δέντρο κατάξερο. Με παίρνει και καθόμαστε στα πλαϊνά του καλυβιού, κάτω από μια συκιά βαθύσκια…”
“Το σαλόνι δεν ήταν άδειο. Στον σκούρο-κόκκινο καναπέ του κάθονταν δύο Άγγελοι. Φορούσαν καλοραμμένα κοστούμια από γκρίζο ύφασμα και λευκά πουκάμισα. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά και λαμπερά. Έπεφταν στους ώμους τους σαν χρυσαφένιοι καταρράκτες….”
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.