Dream Walks III – Aggressive Hospitality

“Το τρένο άφηνε πίσω του σιγά–σιγά το σταθμό. Βγαίναμε απ’ τη πόλη. Οι πολυκατοικίες άρχιζαν ν’ αραιώνουν και τα καράβια στο λιμάνι να φαίνονται μικρότερα. Μερικά δέντρα έκαναν δειλά την εμφάνισή τους”.

01 Σεπτεμβρίου 2020

Το τρένο άφηνε πίσω του σιγά–σιγά το σταθμό. Βγαίναμε απ’ τη πόλη. Οι πολυκατοικίες άρχιζαν ν’ αραιώνουν και τα καράβια στο λιμάνι να φαίνονται μικρότερα. Μερικά δέντρα έκαναν δειλά την εμφάνισή τους. Σε λίγο το αστικό τοπίο έμεινε πίσω. Απ΄ τη μια τα δέντρα, απ’ την άλλη η θάλασσα, θα μπορούσαν να σε κάνουν να ξεχάσεις την κατάσταση που επικρατούσε πια στην πόλη. Κάποιες πέτρες που ‘σκασαν με ορμή στο τζάμι του μπροστινού καθίσματος, επανέφεραν τη σκέψη μου στη βίαιη πραγματικότητα. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη πράξη διαμαρτυρίας των ανθρώπων στις πόλεις. Ήθελαν ν’ αντιδράσουν αλλά μη βρίσκοντας το σωστό τρόπο, κατέφευγαν σε σπασμωδικές ενέργειες, χωρίς καμία σημασία. Αστραπιαία πέρασε απ’ το μυαλό μου, η εικόνα των μανάδων που καθισμένες στα σκαλιά της εκκλησίας, που ‘ταν παρατημένη κι έρημη πια, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα πεινασμένα και τρομαγμένα παιδιά τους, κρατώντας τα σφιχτά πάνω τους. Ένας φόβος που αν μπορούσες να τον δεις, πιθανώς να έμοιαζε με κακάσχημη πρησμένη μορφή, με φτερά νυχτερίδας, που περιπλανιόταν κι έσπερνε το φόβο πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων. Ο ήχος από τα χτυπήματα των πετρών στα τζάμια μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα κι έψαξα με τη ματιά μου, να εντοπίσω που κρύβονταν οι άνθρωποι που πετούσαν τις πέτρες.

Κατευθυνόμασταν μακρύτερα απ’ την πόλη. Κάμποσος δρόμος ακόμα, μέχρι να βρούμε τους υπόλοιπους και να ενωθούμε μαζί τους. Το ταξίδι μας με το τραίνο ήταν χαρακτηριστικά αργό, είχες όμως την ευκαιρία να θαυμάσεις τα λιγοστά ακόμα ζωντανά κομμάτια φύσης. Ακούγοντας το γνώριμο ήχο των τροχών, έρχονταν εικόνες απ’ το παρελθόν στο μυαλό μου. Όταν ήμασταν παιδιά, με τ’ ασφυκτικά γεμάτα σακίδιά μας, ξεκινούσαμε με το τραίνο για την κατασκήνωση. Με τις φωνές μας ξεσηκώναμε το σταθμό στο πόδι κι αργότερα στα φοιτητικά χρόνια, που πάντα επιβιβαζόσουν με κάποιες σημειώσεις στο χέρι, γιατί δεν ήθελες ν’ αφήσεις τόσο χρόνο να πάει χαμένος. Αλλά εκείνες ήταν άλλες εποχές, ειρηνικές. Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε η επόμενη στάση. Ήταν ο προορισμός μας. Εκεί κατεβήκαμε. Ένα μικρό δωματιάκι στην άκρη της τσιμεντένιας πλατφόρμας υποδήλωνε την ύπαρξη σταθμού, όπως οι κουκκίδες σ’ έναν χάρτη ορίζουν τα σημεία. Ήταν έρημο πια χωρίς σταθμάρχη και η όμορφη πινακίδα του, η γραμμένη στο χέρι, είχε ξεφτίσει.

Από δω και πέρα, έπρεπε να συνεχίσουμε με τα πόδια. Βγάλαμε απ’ το σακίδιο, τον φτιαγμένο στο χέρι χάρτη και την πυξίδα που θα μας βοηθούσε να προσανατολιστούμε. Αρχίσαμε να τον μελετάμε προκειμένου να βρούμε το σημείο που έπρεπε να κατευθυνθούμε. Καθώς προχωρούσαμε, απομακρυνόμενοι απ’ το σταθμό, η βλάστηση άρχισε ν’ αραιώνει. Τα δέντρα αντικαθίσταντοo με χορτάρια, μέχρι που και αυτά άρχισαν να εξαφανίζονται. Με βάση το χάρτη μας, βρήκαμε το σημείο που ήταν καλά φυλαγμένη μια βάρκα. Θ’ αποτελούσε το μέσο μετακίνησης, προς το σημείο άφιξής μας. Το σπίτι που κατευθυνόμασταν βρισκόταν σε μια έκταση, που ‘χε πια μετατραπεί σε μια τεράστια λίμνη, πολλών στρεμμάτων. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας φοβερής, φονικής πυρκαγιάς, που ‘χε καταστρέψει τα πάντα, σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Σπρώξαμε τη βάρκα στο νερό, πετάξαμε μέσα τα σακίδια κι αφού επιβιβαστήκαμε, αρχίσαμε να τραβάμε κουπί. Η πυξίδα σταθερά στη θέση της, μας καθοδηγούσε. Το τοπίο γύρω μας ήταν εντυπωσιακό. Το νερό κυριαρχούσε, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου. Που και που, είχε ξεμείνει όρθιος κάποιος κορμός δέντρου και σε άλλα σημεία μερικά υδρόβια φυτά είχαν ξεμυτίσει ορθώνοντας το ανάστημά τους. Εκεί που κάποτε υπήρχε δάσος, τώρα μαυρισμένοι ξεροί κορμοί, έστεκαν όρθια πτώματα στο γκρίζο νερό. Ένα ιδιότυπο νεκροταφείο δέντρων. Κάποτε συναντήσαμε μερικά ερείπια κάποιου οικισμού, που είχαν γκρεμιστεί απ’ τα ορμητικά νερά.

Μετά από πολύ ώρα η διαδρομή μας, φάνηκε να φτάνει στο τέλος της. Μέσα στην αχανή πια έρημη έκταση, ξεπρόβαλε ένα σπίτι. Ένα παλιό αρχοντικό που είχε γνωρίσει μέρες δόξας. Ξεφτισμένο και γκρίζο όπως ήταν τώρα πια, αποτελούσε απόλυτα τμήμα του τοπίου.

Στερεώσαμε τη βάρκα και μπήκαμε. Μέσα, μας περίμεναν γνώριμα πρόσωπα. Είχαν έρθει όλοι για τα γενέθλια. Οι ιδιοκτήτες βρίσκονταν στο πάνω πάτωμα του οικήματος. Στο εσωτερικό, ο μεγάλος χώρος υποδοχής ήταν σχεδόν γκρεμισμένος. Υπήρχαν παντού χώματα. Όρθια έστεκε μονάχα μια μισογκρεμισμένη σκάλα, που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Εφάπτονταν στο δεξιό τοίχο του σπιτιού. Αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε, πατώντας με προσοχή στα εναπομείναντα κομμάτια μαρμάρου των σκαλοπατιών. Καθώς πατούσαμε πάνω τους, βυθίζονταν περισσότερο στον όγκο χώματος, πάνω στον οποίον έστεκαν, που υποκαθιστούσε ουσιαστικά ολόκληρη τη σκάλα.

Αριστερά στο τέρμα της σκάλας, υπήρχε ένα μέρος, σαν εσωτερικό μπαλκόνι. Το προσπεράσαμε και μπήκαμε σ’ ένα δωμάτιο. Εκεί βρίσκονταν ακόμα μερικά έπιπλα. Δίπλα απ’ το μεγάλο μπουφέ, το φορτωμένο με σκονισμένες πορσελάνες, υπήρχε μια συσκευή που έμοιαζε με παλιό θυροτηλέφωνο, απ’ αυτά που έβλεπες στις λαϊκές πολυκατοικίες τη δεκαετία του ‘70. Παρότι παλαιομοδίτικο ήταν πολύ πιο σύγχρονο, απ’  οτιδήποτε άλλο αντικείμενο έβλεπες μεσ’ το παλιό αρχοντικό.

Ο άνθρωπος που ταξιδεύαμε μαζί, με τράβηξε απ’ το χέρι να πλησιάσω και μου ‘δειξε το παλιό θυροτηλέφωνο. Είχε πάνω του μερικά κουμπιά και έγραφε κει κάποια ονόματα. Απ’ το μεγάφωνό του, ακούγονταν καθαρά ο ήχος της θάλασσας. Μια γαλήνια αίσθηση πλημμύριζε την ψυχή σου, περνώντας μέσα από τ’ αυτιά σου, καθώς άκουγες ρυθμικά τα κύματα να σκάνε στη στεριά. Σκεφτήκαμε πως είναι ένα καμουφλαρισμένο αντικείμενο, με τ’ οποίο οι άνθρωποι εκεί, επικοινωνούσαν με τον έξω κόσμο. Προφανώς το κάθε κουμπί, είχε δέκτη διαφορετικής τοποθεσίας. Δεν είχαν παρά να καλέσουν αυτούς που ήθελαν, αν κι εκείνοι βρίσκονταν στο δικό τους δέκτη.

Απ’ το δίπλα δωμάτιο ακούγονταν χαρούμενοι διάλογοι. Μπορεί να ζούσαμε σ’ ασυνήθιστες μέρες, αλλά είναι πάντα αναζωογονητικό να συναντάς αγαπημένα πρόσωπα. Έβαλα το κεφάλι μου μπροστά στη χαραμάδα της πόρτας, χαμογελώντας και κοίταξα τους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι εκεί. Για μια στιγμή, νόμισα πως ο χρόνος γύρισε πίσω, σε πιο ήσυχα χρόνια. Ένα πράσινο σαλόνι του εβδομήντα, μερικά παιδάκια που έτρεχαν αμέριμνα ανάμεσα στα έπιπλα, με αποτέλεσμα, ένας από τους παρευρισκόμενους να γκρινιάζει, καθώς του έριξαν επάνω στη μπλούζα του, το χυμό που κρατούσε και τώρα θα ‘πρεπε να φορέσει μια άλλη, που δεν του άρεσε και τόσο πολύ.

Μια γυναίκα κοιτούσε απορροφημένη έξω απ’ το παράθυρο. Η σκέψη της έτρεχε πίσω στα παιδικά της χρόνια. Ήταν το σπίτι που μεγάλωσε. Τότε στο μέρος που τώρα καλύπτεται από νερό, υπήρχε ένας υπέροχος κήπος με όλων των λογιών τα λουλούδια. Δίπλα του ένα πλούσιο περιβόλι. Η ίδια κατέβαινε στον κήπο να παίξει στο κιόσκι που βρισκόταν εκεί. Άφηνε τις φιγούρες που μόνη της είχε ζωγραφίσει και κόψει, στο σιντριβάνι και πάνω στα λουλούδια. Τις μεταμόρφωνε στις δικές της νεράιδες κι έπαιζε ατελείωτα μαζί τους, μέσα σ’ εκείνο το φανταστικό μικρόκοσμο. Τώρα όμως ήταν όλα γκρίζα.

Τα γενέθλια είναι η καλύτερη αφορμή για να βρεθείς με τους δικούς σου ανθρώπους. Ένας ξεχωριστός τρόπος για να τους κάνεις να καταλάβουν πόσο τους νοιάζεσαι. Ειδικά σε κάτι τέτοιες μέρες όπως τώρα, που η ζωή δεν έχει πια τη σιγουριά του χρόνου που ‘χε κάποτε. Μετά τη χαρούμενη συνάθροιση και τη καλοδεχούμενη τούρτα, απαραίτητη σε κάθε τέτοια περίσταση, ήρθε η ώρα που σιγά-σιγά κάποιοι αποχωρούσαν να ξεκουραστούν και τα παιδιά αποτραβήχτηκαν για να χαθούν μόνα τους, σ’ εκείνον το μαγικό χωροχρόνο, που είναι αυστηρά δικός τους.

Μαζευτήκαμε γύρω απ’ το ξύλινο τραπέζι. Χάρτες, σχεδιαγράμματα, κατόψεις κι άλλες σημειώσεις, απλώθηκαν πάνω του.  Ο καθένας από μας είχε ήδη μαζέψει πληροφορίες ή άλλα χρήσιμα στοιχεία γύρω από το σκοπό για τον οποίο συγκεντρωθήκαμε, σ’ αυτό το προφυλαγμένο μέρος, μακριά απ’ την πόλη.

Είχε γίνει γνωστό το πρόβλημα που προέκυψε σχετικά με τη υποβάθμιση του κεντρικού δικτύου ύδρευσης. Λόγω των μολυσμένων, υψηλού κινδύνου αποβλήτων που πετάγονταν χωρίς έλεγχο και μπλέκονταν με το δίκτυο του πόσιμου νερού, οι άνθρωποι στην πόλη άρχισαν ν’ αρρωσταίνουν με ανησυχητικούς ρυθμούς. Ο πληθυσμός στην πλειοψηφία του, δεν είχε τη δυνατότητα ν’ αγοράζει εμφιαλωμένο νερό κι έτσι το πρόβλημα επιδεινώθηκε. Κανείς υπεύθυνος όμως δεν ήθελε να πάρει θέση για ν’ αντιμετωπιστεί το θέμα, ούτε να ‘ρθει σε αντιπαράθεση με τους ανθρώπους που διέπρατταν  αυτό το έγκλημα.

Μη μπορώντας να υπομείνουμε αυτό το κρίμα, θελήσαμε να κάνουμε κάτι για να τ’ αλλάξουμε. Ένας από μας, όντας βιολόγος που το εργαστήριο του ήταν μέσα στο χώρο του νοσοκομείου, αφού μάζεψε δείγματα απ’ το μολυσμένο νερό και το ανέλυσε, κατάφερε να βρει ένα τρόπο ώστε να μειώσει τον κίνδυνο, κάτι σαν αντίδοτο δηλαδή, αν και δεν μπορούσε να καλύψει όλο το καταστροφικό φάσμα. Το πρόβλημα ήταν πως οι έλεγχοι που γίνονταν στους εργαζομένους κατά την είσοδο κι έξοδό τους απ’ τις κρατικές εγκαταστάσεις, ήταν πολύ αυστηροί κι έτσι υπήρχε δυσκολία στη προμήθεια του αντιδότου. Σήμερα έπρεπε όλοι μαζί να βρούμε λύση και τρόπο δράσης.

Η νύχτα κύλησε κι εξαντλημένοι πια απ’ τη τόσο γεμάτη μέρα, αποφασίσαμε να  κοιμηθούμε. Ανεβήκαμε στη σοφίτα κι απλώσαμε τους υπνόσακούς μας. Δεν υπήρχαν κρεβάτια για όλους, καθώς το σπίτι ήταν πια αρκετά κατεστραμμένο. Ξαπλώσαμε, η ησυχία κυριαρχούσε. Έτσι κι αλλιώς τα ‘χαμε πει όλα. Στριφογύριζα πολλές ώρες χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ. Κάποια στιγμή αλλάζοντας πλευρό, βλέπω δίπλα μου αυτό τον άνθρωπο, ξαπλωμένο με την πλάτη προς τα μένα και μια ενστικτώδης, ακατανίκητη επιθυμία μ’ έκανε να θέλω να του αγκαλιάσω το κεφάλι. Ένιωθα πως μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσα ν’ απομακρύνω τους συλλογισμούς που τον πονούσαν. Μα τι παράξενο! Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν δίπλα μου, δεν ήταν καν εκεί. Ήταν χιλιόμετρα μακριά κι εγώ δεν είχα ιδέα τι σκέφτεται. Χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη, κοίταξα έξω από το παράθυρο. Κάτι γραμμές σέρνονταν στον ουρανό. Έμοιαζαν με μανιώδες γρατσούνισμα ξυλομπογιών πάνω σε χαρτί. Κοντά – κοντά και νευρικά. Τα σύνολα αυτά άρχισαν να πυκνώνουν. Στη θέση τους εμφανίστηκαν κάτι αστέρια, που έμοιαζαν χάρτινα, σαν αυτά τα πολύχρωμα των Χριστουγέννων κι άρχισαν όλα μαζί να πέφτουν προς τη γη και να βγάζουν τεράστιες λάμψεις. Νόμιζες πως με την επίπεδη επιφάνειά τους, θα συνθλίψουν τα πάντα…

Την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, προγραμματίσαμε το δρόμο της επιστροφής. Αφού διασχίζαμε πάλι την υδάτινη επιφάνεια κατά μικρές συντροφιές, θα επιστρέφαμε στην πόλη από διαφορετική διαδρομή. Έτσι μειώνονταν οι πιθανότητες να κινήσουμε υποψίες. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,  βρεθήκαμε στην πορεία μας. Εγώ κι ο άνθρωπος που ταξιδεύαμε μαζί, αφού αφήσαμε τη βάρκα πίσω μας, αποφασίσαμε πως αυτή τη φορά δε θα συνεχίζαμε με το τραίνο. Περπατήσαμε κάμποσο με τη προοπτική να συναντήσουμε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο, με πρόθυμο οδηγό, ώστε να καλύψουμε μέρος της απόστασης.

Η μέρα ήταν βροχερή. Τα εξοχικά δρομάκια περιστοιχίζονταν με δέντρα, που ‘στεκαν ως φυσικοί φράχτες. Τα πάντα γύρω μας, βρίσκονταν μέσα σε μια γκρίζα συννεφιά.  Μια παλιά μηχανή, διέσχιζε τα δρομάκια. Ακολουθήσαμε με τη ματιά μας τη πορεία της κι είδαμε πως κατευθύνονταν σε μια καλύβα.  Πλησιάσαμε. Εκεί στην αυλή της, υπήρχε ένα τραπέζι όπου μια κοπέλα καθόταν κι έπινε τον καφέ της. Κάποιοι άλλοι άνθρωποι, που βρίσκονταν μαζί της, έφευγαν. Ένας άντρας γύρισε και μας εντόπισε με το βλέμμα του. Τους ρωτήσαμε αν ξέρουν κάποιο τρόπο, ώστε να μετακινηθούμε σύντομα προς την πόλη. Μας είπε πως ξεκινούσε ο ίδιος με το αυτοκίνητό του κι ήταν πρόθυμος να μας πάρει μαζί, μέχρις εκεί που μας βόλευε ο δρόμος του. Όταν είχαμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης, ευχαριστήσαμε τον οδηγό μας κι αποβιβαστήκαμε, καθώς ο ίδιος συνέχιζε τη πορεία του προς την επόμενη πόλη. Είχαμε πια να καλύψουμε, μέρος της απόστασης με τα πόδια. Προχωρώντας πάντα δίπλα στη θάλασσα, διασχίσαμε την έκταση μιας κατασκήνωσης. Μια λωρίδα γης με σκηνές, στο έντονα πράσινο δάσος και μια λεωφόρος σχετικά άδεια, αφού μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει, τη χώριζε από τ’ απέναντι πεζοδρόμιο, όπου υπήρχε ένα μεγάλο περίπτερο. Μέσα στο βροχερό και πράσινο πρωινό, καταλάβαμε πως οι άνθρωποι εκεί, προσπαθούσαν ν’ αντιμετωπίσουν κάποιες έκτακτες συνθήκες. Έτρεχαν να βγουν στο δρόμο, ενώ άλλοι είχαν κάτσει σχηματίζοντας ένα κύκλο και μιλούσαν μεταξύ τους πολύ σοβαρά.

Δε μπορούσαμε να βοηθήσουμε σε κάτι κι έτσι συνεχίσαμε την πορεία μας. Ο δρόμος άρχισε ν’ ανηφορίζει. Καθώς προχωρούσαμε βρεθήκαμε στην κορυφή μιας τεράστιας γέφυρας, απ’ όπου μπορούσαμε να κοιτάμε την αμμώδη παραλία από ψηλά. Κάτω μια μεγάλη έκταση. Θύμιζε γήπεδο του τένις που ο αγώνας ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει. Μόνο που οι άνθρωποι δε φαίνονταν πως θα επιδοθούν σ’ αυτό το άθλημα. Μια γυναίκα ντυμένη σαν μαχήτρια, κρατούσε τα όπλα της στο χέρι, καθώς τα κύματα της θάλασσας, έσκαγαν με τη πράσινη δύναμή τους και νότιζαν την άμμο που πλαισίωνε τους αθλητές, σαν σκληρό πάτωμα. Μπήκαν κι οι υπόλοιποι αθλητές και πήραν θέση μάχης. Τότε εμφανίστηκε μια τεράστια σε ύψος αντίπαλος, που φορούσε κάτι που θύμιζε ρωμαϊκό χιτώνα. Είχε τα μαλλιά της κότσο κι οι μπούκλες της στεφάνωναν το πρόσωπό της. Με μια της κίνηση, βούτηξε μιαν άλλη πολεμίστρια στους ώμους της, η οποία θα έπαιζε το ρόλο του “όπλου” προφανώς. Η τελευταία κρατούσε στα χέρια της, μια σιδερένια μπάλα, την οποία άρχισε να στριφογυρίζει απειλητικά, προς τη μεριά της αντιπάλου τους, που ‘στεκε απέναντί τους σαστισμένη. Δεν ήταν καθόλου δίκαιος αγώνας, αλλ’ αυτό δεν φάνηκε να ενοχλεί τους κριτές, ενώ ο κόσμος που ‘ταν εκεί μαζεμένος ζητωκραύγαζε. Φυσικά η μάχη τελείωσε γρήγορα.

Αποφασίσαμε να κατηφορίσουμε στην παραλία. Η απότομη αυτή γέφυρα που έμοιαζε τόσο με νεροτσουλήθρα, σου έδινε τη δυνατότητα να κατέβεις γλιστρώντας και παίζοντας. Έτσι άρχισα να κατεβαίνω πρώτα με το κεφάλι, κάνοντας τον Πήτερ Παν που πετά με τα χέρια ανοιχτά και κατόπιν στριφογύρισα κι έβαλα μπροστά τα πόδια μου, από φόβο μη χτυπήσω. Ήταν πολύ ωραία αίσθηση. Την τελευταία στιγμή όμως, χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου, να στρίψω όλο μου το σώμα προς τη μεριά της παραλίας, αποφεύγοντας έτσι ένα αυτοκίνητο που ‘ρχονταν απ’ το δρόμο, με ορμή καταπάνω μου.

Φτάσαμε στο μέρος που μέναμε. Είχε βραδιάσει πια. Απλώσαμε για άλλη μια φορά τις σημειώσεις μας, ώστε να οργανωθούμε για το επόμενο βήμα. Ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος μας απέσπασε την προσοχή. Ακουγόταν από ψηλά. Κοιτάξαμε απ’ το παράθυρο, μήπως διακρίνουμε κάποιες λεπτομέρειες. Τότε είδαμε ν’ ανεβαίνουν το λόφο της πόλης, μια παρέα μηχανόβιων με μαύρα ρούχα και μακριά ξανθά κατσαρά μαλλιά. Μ’ ένα παράδοξο τρόπο, σαν να μη πατούν στο έδαφος. Άρχισαν σιγά – σιγά να πετούν και να χάνονται πάνω απ’ το ρωμαϊκό θέατρο ακόμα αψεγάδιαστο, σαν να μην το ‘χουν επηρεάσει καθόλου τα χιλιάδες χρόνια, που ‘δε να περνούν στεκόμενο εκεί.

Το σχέδιο μας για να μπορέσουμε να μπούμε στις κρατικές εγκαταστάσεις, ήταν παριστάνοντας τον ασθενή, ν’ αποκτήσουμε πρόσβαση για νοσηλεία. Το θέμα ήταν να μπορέσουμε να περάσουμε μέσα. Καταλήξαμε στην απόφαση να καλέσουμε ασθενοφόρο, μπαίνοντας έτσι μέσα εύκολα. Από ‘κει και πέρα το πράγμα περιπλεκόταν λίγο.

Όταν μπήκαμε στο ασθενοφόρο, η αίσθηση που ‘χαμε ήταν τρομερά παράξενη. Καθώς άρχισε να κινείται, έχανες κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Φωτάκια αναβόσβηναν και χάζευες διάφορα κουμπιά, που δεν είχες ιδέα σε τι χρησιμεύουν. Υπήρχαν κι άλλα εφιαλτικά πράγματα βέβαια μέσα κει, που δεν ήθελες καν να φανταστείς σε τι χρησιμεύουν. Έξω μπορούσες να δεις μονάχα από μια γραμμή παραθύρου στο ψηλότερο σημείο του οχήματος, κάτω ακριβώς απ’ την οροφή. Παρότι γνώριζες ότι περνάς από δρόμους που ΄χεις περπατήσει ξανά και ξανά, δεν ήταν δυνατό να καταλάβεις που βρισκόσουν.

Όταν φτάσαμε ήταν ήδη νύχτα. Ένας τραυματιοφορέας που δε μιλούσε, άρχισε να οδηγεί το φορείο, μεσ’ από έρημους, κακοφωτισμένους διαδρόμους. Μπήκαμε στο παγερό ασανσέρ μεταφοράς. Ανεβήκαμε. Βγήκαμε σ’ ένα σκοτεινό διάδρομο, που μια ασθενική πορτοκαλιά ακτίνα φωτός, έκανε διακριτές στο μάτι σου, κάποιες από τις λεπτομέρειες του χώρου. Απόκοσμη σιωπή, καμουφλαρισμένη σε ώρα κοινής ησυχίας. Απ’ το παράθυρο φαινόταν ο σκοτεινός ουρανός κι η θάλασσα που κατάμαυρη κοιμόταν κι αυτή.

Όταν μείναμε μόνοι, ήρθε η ώρα να δράσουμε, πριν γυρίσουν ενοχλητικές νοσοκόμες. Κοιτάξαμε απ’ το παράθυρο. Μπορούσαμε να δούμε τον προαύλιο χώρο. Βγήκαμε απ’ το θάλαμο. Κάποιοι πανικόβλητοι γιατροί, παρέα με αστυνομικούς που ‘τρεχαν, δε μας έδωσαν σημασία. Ακολουθώντας γρήγορο περπάτημα προσπαθούσαμε παράλληλα να προσανατολιστούμε, αλλά ήταν δύσκολο. Υπήρχαν ταμπέλες και διαγράμματα. Όμως καθώς περπατούσες, χωρίς να καταλάβεις πώς, χωρίς να κατέβεις σκάλες ή να μπεις σε ασανσέρ, είχες βρεθεί σε διαφορετικό όροφο. Σκεφτήκαμε να εντοπίσουμε τις εξωτερικές σκάλες. Ψάχνοντας το δρόμο μας προς τα έξω, συναντήσαμε ματωμένες πατημασιές. Αίματα που ΄χαν τρέξει ολόγυρα, να οδηγούν προς τη σκάλα εξόδου. Σκάλα που ήταν επίσης κατάστικτη μ’ αίματα. Ένιωθες το θάνατο να ‘ναι παντού.

Άνθρωποι ούρλιαζαν. Ένας ασθενής έριξε μερικές μπουνιές σ’ έναν νοσοκόμο και το ‘σκασε. Οι μικρές λίμνες αίματος στο πάτωμα, σαν ανιχνευτικά σε οδηγούσαν, προς τον απόλυτο τρόμο. Μερικοί αστυνομικοί πηγαινοέρχονταν, αλλά ήταν πια αργά για να βρουν ότι έψαχναν.

Την πόρτα προς τις σκάλες ασφαλείας, μπορούσες να την ανοίξεις μόνον από μέσα. Ανοίξαμε μία, η οποία κλείνοντας, μας άφησε χωρίς πλέον πρόσβαση στο κτήριο. Κατεβήκαμε τους ορόφους. Στο ισόγειο αποφασίσαμε να τσεκάρουμε τον τρόπο εξόδου μας. Έβγαλα το κεφάλι απ’ τη χαραμάδα της πόρτας κι ο περίγυρος μου φάνηκε αμυδρώς οικείος. Παρόλ’ αυτά μες στο σκοτάδι δεν ήμουν σίγουρη. Άφησα την πόρτα να κλείσει, ενώ πια βρισκόμασταν έξω από το κτήριο. Προχωρήσαμε λίγο, αλλά η εξωτερική αυλόπορτα ήταν κλειστή. Δε μπορούσαμε να μπούμε πάλι στο κτήριο, γιατί η πόρτα δεν άνοιγε εξωτερικά. Είμασταν παγιδευμένοι κι ήταν νύχτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρούμε κάποιον περαστικό εργαζόμενο.

Σκεφτήκαμε να εξερευνήσουμε το χώρο για να εντοπίσουμε πιθανούς τρόπους διαφυγής. Ξεκινήσαμε απ’ τα δεξιά, στο μικρό δρομάκι. Δίπλα υπήρχε ένας ψηλός τοίχος που διαχώριζε το μέρος απ’ το υψηλότερο επίπεδο του κτηριακού συγκροτήματος. Το δρομάκι μας οδήγησε σ’ ένα στρογγυλό προαύλιο χώρο, όπου ένας τσιμεντένιος φράχτης τον οριοθετούσε. Από μια τσίγκινη σκεπή ανέβαινε καπνός. Καύση απορριμμάτων προφανώς, αφού ένα φουγάρο κάπνιζε και κάμποσοι κίτρινοι κάδοι, γύρω-γύρω, για τοξικά απόβλητα ήταν τακτοποιημένοι, σχηματίζοντας ημικύκλιο. Ένα μικρό τοιχάκι και μερικοί θάμνοι με μωβ λουλούδια, έσπαγαν τη μονοτονία. Στο βραδινό φωτισμό απ’ τις ψηλές κολώνες, έρχονταν τα λουλούδια μιας ολάνθιστης Δάφνης να δώσουν μια αντίθεση στο τοπίο.

Αδιέξοδο. Γυρίσαμε πάλι πίσω, να τσεκάρουμε τις πιθανότητες διαφυγής μας κι από την άλλη μεριά. Εκεί το δρομάκι μεγάλωνε κι οδηγούσε σε μια γκαραζόπορτα, που λόγω του περασμένου της ώρας ήταν κλειστή φυσικά.  Ευτυχώς λίγο πιο πέρα, κάποιος είχε κόψει το συρματόπλεγμα. Ανεβήκαμε μια  μικρή μάντρα και περάσαμε την “κατασκευασμένη” αυτή μικρή πόρτα. Οδηγηθήκαμε σ’ ένα τεράστιο υπαίθριο πάρκιγκ.  Από ‘κει πια, μπορούσαμε να κατευθυνθούμε στο σημείο που θέλαμε.

Διασχίσαμε τον πράσινο κήπο του νοσοκομείου. Περνώντας κοντά από ένα τετράγωνο παλιό κτήριο, απόκοσμες φωνές τσίριζαν, σα να ΄θελαν να διαφυλάξουν τον χώρο τους. Ουρλιαχτά ανθρώπων που δεν έβλεπες, αλλά η ενέργεια των φωνών τους, δε σε άφηνε να πλησιάσεις πιο κοντά. Ίσως κάποτε κατοικούσαν εκεί. Τρέξαμε ν’ απομακρυνθούμε και πλησιάσαμε το επόμενο κτήριο, που το πλαισίωναν κάποιοι μεγάλοι κίονες, για να συνεχίσουμε το ψάξιμό μας.  Στο γύρω χώρο βρίσκονταν κάποιοι ηλικιωμένοι, που ‘μοιαζαν αρχαίος χορός αγαλμάτων. Είχαν καταλάβει τη βεράντα και το χολ του κτηρίου. Άλλος με τη ρόμπα του, άλλος στο καρότσι του. Η ησυχία του δωματίου, είχε αφομοιώσει και τους ίδιους, σα να είχαν ξεχαστεί στο χρόνο.

Με τα πολλά καταφέραμε να εντοπίσουμε το σημείο, που ο βιολόγος είχε κρύψει το φιαλίδιο με τον ορό. Εκεί στην αίθουσα με τους απολιθωμένους παππούδες και τις παλαιικές βελούδινες πολυθρόνες. Κάπου ανάμεσα στα παλιά βιβλία με τις χρυσοτυπωμένες ράχες, ένας μικρός γυάλινος σωλήνας, αντανακλούσε τις αχτίδες του φεγγαριού που ‘στεκε κει ψηλά και μας κοιτούσε σα να ‘θελε να μας θυμίσει, πως ήταν ισημερία… Πήραμε το φιαλίδιο, το φυλάξαμε καλά και ξεκινήσαμε για την αναχώρησή μας, απ’ το χώρο του νοσοκομείου.

Τοποθετήθηκε καλά ώστε να μην σπάσει, μέσα στο σακίδιο. Κατευθυνθήκαμε πάλι πίσω προς το τεράστιο πάρκιγκ. Προσπεράσαμε ένα πάρκο διακοσμημένο με κάποια πέτρινα λιοντάρια. Καταμεσής δέσποζε μια τεχνητή λίμνη. Πολλά κλαδιά, έρημα, ξερά, πεταμένα παντού. Το μάτι μας αντιλήφθηκε μια φωτιά, που μόλις άρχισε να ξεσπά ψηλά στο βουνό. Κινούμενοι στις σκιές, φτάσαμε στην άκρη του περιβόλου όπου μπορούσαμε απαρατήρητοι απ’ τους φύλακες, να προσεγγίσουμε εκείνο το τεράστιο άδειο οικοδόμημα, που εντοπίσαμε απέναντί μας κι έμοιαζε μ’ έρημο κατάστημα. Ανοίξαμε την ξεκλείδωτη πόρτα και μπήκαμε μέσα. Διασχίσαμε τα τετραγωνικά του χώρου, με κατεύθυνση μια άλλη πόρτα που βλέπαμε στο βάθος. Την ανοίξαμε και μπροστά μας απλώθηκε μια ερημιά. Ένας κίτρινος αμμώδης χώρος, μεγαλύτερος από γήπεδο. Στην άκρη του μπορούσες να διακρίνεις από μακριά τη θάλασσα και δίπλα της, κάποιες παρατημένες σιδηροδρομικές γραμμές. Βγήκαμε έξω και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Παντού ερημιά. Μαγαζιά κλειστά, χορταριασμένα. Ήταν σκοτάδι. Χρησιμοποιήσαμε το φακό μας. Στο δρόμο κάποιοι άνθρωποι μιλούσαν χαμηλόφωνα σε παρέες. Κανόνιζαν κινήσεις που γίνονται τη νύχτα, στα κρυφά. Κατευθυνόμασταν στο λιμανάκι, που άραζαν τα γιοτ κι οι βάρκες. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε ένας τρομερός ηλεκτρισμός. Ο νυχτερινός ουρανός είχε τόσο ενέργεια που σχεδόν πίστευες πως ήταν μέρα. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που επηρέασε τα ηλεκτρικά φορτία, αλλά οι ταμπέλες νέον φώτιζαν ακόμα πιο δυνατά και τα κρεμαστά τους φώτα, που βρίσκονταν τοποθετημένα κατά μήκος τους, έσκαγαν το ένα μετά το άλλο, σαν σιντριβάνια πυροτεχνημάτων. Ήταν τόσο εντυπωσιακό το θέαμα.

Απέναντι απ’ το λιμανάκι με τα ήσυχα μαύρα νερά, υπήρχε ένας χώρος όπου εκεί θα δίνονταν μια συναυλία. Κόσμος έμπαινε. Τα φώτα από πάνω έμοιαζαν να ρίχνουν υγρές σταγόνες φωτιάς, καθώς συνέχιζαν να καίγονται. Μπήκαμε κι οι δύο στον τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν εκεί απ’ έξω. Περιμέναμε να χτυπήσει το τηλέφωνο για να πάρουμε τις επόμενες οδηγίες, σχετικά με το που έπρεπε ν’ αφήσουμε τον ορό, έτσι ώστε να περάσει ξανά στα χέρια του βιολόγου. Τότε χτύπησε το κινητό μου και λόγω της υπερέντασης που νιώθαμε, μας έκανε να πεταχτούμε. Ήταν η θεία, που μέσα στο δικό της πανικό έψαχνε τα χαμένα τάπερ της. Η γραμμή έκλεισε. Ξανά ηρεμία. Είχαμε την αίσθηση πως μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τις καρδιές μας που χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Απέναντί μας, στα κατάμαυρα νερά, με τη μορφή χρυσαφένιων κυματιστών γραμμών, αντανακλούσε ο τρελός αυτός ηλεκτρισμός, που υπήρχε παντού. Κάπου εκεί κοντά, ακούγονταν να παίζει σιγανά ένα τραγούδι, give a little mmh to me… Το τηλέφωνο του θαλάμου χτύπησε κι επιτέλους έφτασε το μήνυμα. Ξεκινήσαμε για τον τελικό μας προορισμό. Όλα ήταν σκοτεινά. Μπορούσες όμως να ξεχωρίσεις πως κάτι παράξενο διαδραματιζόταν στην πόλη. Μικρά αστέρια έμοιαζαν να σκάνε και να πεθαίνουν στην ατμόσφαιρά της, στο ύψος των κτηρίων.

Φτάσαμε στο χώρο που ‘πρεπε. Ήταν κοντά στη δεξαμενή ύδρευσης της πόλης, στον οποίο γίνονταν συχνά εκδηλώσεις. Με την ευκαιρία της σημερινής, θα τοποθετούσαμε το φιαλίδιο κοντά στη σκηνή, σε κοινή θέα. Έτσι μέσα στο πλήθος, ο βιολόγος θα μπορούσε ν’ ανακτήσει το φιαλίδιο, προφυλαγμένος κι απαρατήρητος μες στο πλήθος. Θα συνέχιζε την αποστολή, διοχετεύοντάς το, αν κι όχι πάρα πολύ εύκολα, στον κεντρικό αγωγό ύδρευσης. Δεν ήταν μέρος με ιδιαίτερη φύλαξη κι έτσι όπως ήταν στην άκρη της πόλης, θα μπορούσε να μπει στο χώρο, πιθανότατα ανενόχλητος.

Μες στο πλήθος χαθήκαμε μεταξύ μας. Σκέφτηκα να κατευθυνθώ στο δωμάτιο που ‘χαμε προγραμματίσει να διανυκτερεύσουμε. Έτσι θα ξανασυναντιόμασταν. Περπατούσα στο δρομάκι  που συνέδεε αυτά τα μικρά δωματιάκια μεταξύ τους, κάπως σαν παρακμιακό μικρό ξενοδοχείο, αμερικάνικης φτηνής ταινίας. Τα πάντα μες στο σκοτάδι φωτίζονταν από ένα αρρωστημένο, αχνό, κίτρινο φως. Καθώς έψαχνα να εντοπίσω τον αριθμό του δωματίου μας, ο χώρος πλημμύρισε από κόσμο. Πολλοί άνθρωποι είχαν έρθει, να παρακολουθήσουν αυτή τη συναυλία. Ένας καταιγισμός από περίεργες γυναίκες με τακούνια, μου ’κλειναν το δρόμο. Πύκνωσαν τόσο γύρω μου, που δε μπορούσα εύκολα να κινηθώ.  Δε μπορούσα να προσανατολιστώ. Έχασα το δρόμο μου. Γυρνούσα στα κίτρινα στενά δρομάκια, μη μπορώντας να κατευθυνθώ, ούτε προς το δωμάτιο, ούτε προς τη σκηνή. Παρότι άκουγα από μακριά τον ήχο, δε μπορούσα να πλησιάσω.

Σήκωσα το κεφάλι προς τον ουρανό. Στο μικρό στενόμακρο κομμάτι που ξεχώριζε πάνω απ’ τα κτήρια, κάποια φωτάκια κυλούσαν γαλήνια στη θάλασσα των αστεριών. Έτσι ολόφωτα καθώς προσπερνούσαν τους αστερισμούς, ήταν σα να ‘χουν ενσωματωθεί μαζί τους. Όμως όπως τα ‘βλεπες, καταλάβαινες πως κατευθύνονται προς κάποια μάχη. Έμοιαζαν μ’ αστέρια αλλά ήταν πιο μεγάλα, επιμήκη και πιο φωτεινά, σε σύγκριση μ’ αυτά. Κινούνταν σε σχηματισμούς. Μια ομάδα των τριών, σχημάτιζε ένα ισοσκελές τρίγωνο με τις θέσεις που ‘χαν πάρει. Δίπλα τους δύο ακόμα, ακολουθούσαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Στο φόντο της εικόνας, οι κεραίες των τηλεοράσεων, έστεκαν εκεί κάθε μέρα στην ίδια θέση, σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει.

Το  ξημέρωμα έκανε για ακόμα μια φορά, δειλά την εμφάνισή του. Κάποια γλαροπούλια κατέκλυσαν ένα αυτοκίνητο. Πετούν τριγύρω, κάτω από ένα κοκκινωπό φως, απομεινάρι της νύχτας. Ψάχνουν για υπολείμματα φαγητού, να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Οι ταμπέλες των μαγαζιών δεν έχουν ακόμα σβήσει. Μπορείς να ξεχωρίσεις κάποια κακογραμμένα γκράφιτι στους τοίχους. Κάποιοι κατευθύνονται προς τα μαγαζιά τους, σιγομιλώντας μεταξύ τους. Λιγοστά φορτηγά ξεφορτώνουν μερικά εμπορεύματα. Καθώς φωτίζει ο τόπος, καταλαβαίνω πως έχει συννεφιά.

Tags: blood , dark , Dream , fantasy , forest , house , lake , people , road , sea , short-story , The Weird Side Daily , train , trip , weird , weird story , αίμα , αλλόκοτο , άνθρωποι , αρχοντικό , δάσος , διήγημα , δρόμος , θάλασσα , καλύβα , λίμνη , νοσκομομείο , νοσοκόμες , όνειρο , Σκοτεινό , σπίτι , Συναυλία , ταξίδι , τρένο , φαντασία

Χαρά Κωστοπούλου

Δημοσιεύτηκε 1 Σεπτεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.