”’Τότε ήταν που με βρήκε ένα ξωτικό, όμορφο με χρυσά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια σαν σμαράγδια και μυτερά αυτιά. Με είδε ταλαιπωρημένο όπως ήμουν και δεν με φοβήθηκε, παρόλο που η μορφή μου δεν είχε λογική. Μια μαύρη μάζα γεμάτη με φωτεινούς αστερισμούς μέσα της, ένα συσσωρευμένο σύμπαν. Αν το σύμπαν ήταν μια σφαίρα, τότε αυτή θα ήμουν εγώ. Με πήρε στα χέρια του και τότε ήταν που πήρα την πρώτη μου μορφή. Τη μορφή ενός μωρού. Αγγίζοντάς το δέρμα του έγινε και κομμάτι δικό μου. Απέκτησα σκιστά, μαύρα μάτια και μυτερά αυτιά.”
“Γύρω του υπήρχε σκοτάδι, αλλά η μορφή του ξεχώριζε, λες και βρισκόταν μέσα σε μια μπάλα ολόλευκου φωτός. Δεξιά και αριστερά του είχε από μία στοίβα από κόλλες αναφοράς που το ύψος τους του έφτανε ως τους ώμους. Ήταν γυμνό και κρατούσε σε κάθε χέρι από ένα στυλό, των οποίων μόνο οι μύτες ήταν στερεές, το υπόλοιπο υλικό χανόταν προς τα πίσω σε μια ουρά από υγρό μαύρο μελάνι που αιωρούταν και ήταν σαν να έρχεται προς την μύτη σαν εβένινη κορδέλα ή σαν λουρί για ένα μυτερό κατοικίδιο, με κολάρο για να το ελέγχει τα δάχτυλα του αλλόκοτου γραφιά…”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 2
ΕπόμενηΕνημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.