“Έπιασαν μια μικρή ακατάληπτη-για ένα τρίτο παρατηρητή – σύντομη κουβέντα, που από τον τόνο και το ύφος της, έμοιαζε πότε να είχε μικρές σκληρές εντάσεις και πονεμένες γωνιές παντού κι άλλοτε μια αβάσταχτη τρυφερότητα κι ένα κοινό σπαρακτικό λυγμό, που θα έκανε κάποιον, που είχε ανοιχτά τα αυτιά της ψυχής του, να βουρκώσει, κι ας μη καταλάβαινε λέξη από όσα μιλήθηκαν…”
“Ξάπλωσε στο κρεβάτι και ψηλάφησε τα ροδοπέταλα που ήταν στρωμένα πάνω του κοιτάζοντας το ταβάνι. Η ώρα περνούσε και η Κάρολιν νύσταζε… Νύσταζε πολύ. Έκλεισε τα μάτια κι έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο με συγκεχυμένα όνειρα και απροσδιόριστες μορφές”.
ΣΕΛΙΔΑ 2 / 2
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.