Ο Καθρέφτης

Επιστρέφοντας στο εξοχικό του έπειτα απο μια βραδινή έξοδο, ο Γ. βρίσκει μια περίεργη φιγούρα να τον περιμένει κρατώντας ένα σπασμένο καθρέφτη. Η φιγούρα έχει μια σκοτεινή ιστορία να μαρτυρήσει μέσα απο τα θραύσματα…

28 Φεβρουαρίου 2020

Ο Γ. προχωρούσε στο έρημο δρόμο μόνος του, είχε αρνηθεί από τον φίλο του να τον πετάξει στα γρήγορα στο σπίτι του, με το αυτοκίνητο του. Η απόσταση δεν ήταν και πολύ μεγάλη, εξάλλου χρειάζονταν μόνο να περάσει, για λίγο, μέσα από το κλασσικό επαρχιακό τοπίο του χωριού του, περπατώντας στον, από πολύ παλιά, ασφαλτοστρωμένο δρόμο, που ήταν γεμάτος μικρά ανασηκώματα και λακκούβες, όλες τους αρκετά μεγάλες για να μην περνούν απαρατήρητες και μαζί αρκετά μικρές για να μην δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στα αυτοκίνητα. Ο φωτισμός ήταν λίγος και σε σκόρπια σημεία. Κάποιες λάμπες, με ένα θολό, κατσιασμένο, κιτρινιάρικο φως κάθε εικοσιπέντε μέτρα, μερικές ήταν χαλασμένες ή σπασμένες.

Η απόσταση που έπρεπε να διανύσει ο Γ. ήταν δεν ήταν τρία χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι του. Είχε ήδη διανύσει ένα χιλιόμετρο, η βραδιά είχε μια αρκετή καλοκαιρινή δροσιά κι οι γρύλοι έπαιζαν με τα μικρά ποδαράκια τους, μια συμφωνία ανοιχτού χώρου, με δεκάδες βιολιά. Οι ελιές, τα πλατάνια και οι μεγάλοι θάμνοι, ήταν τα κυρίαρχα είδη, και που και που, έβλεπες και κάποιες βελανιδιές και ξέμπαρκες καρυδιές και καστανιές, που πιθανόν είχαν φυτευτεί από τους κάτοικους. Αυτά τη μέρα, γιατί τώρα το βράδυ, ο Γ. δεν ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι σχεδόν τίποτα, μόνο τον δρόμο που απλώνονταν μπροστά του, με δόλιες στροφές και ύπουλα τσαλίμια στο βάθος, και τους θάμνους που εξείχαν στα πλευρά του, σιωπηλοί μάρτυρες της διαδρομής του.

Ένα δύο τζιτζίκια, κάπου χαμένα στην βλάστηση, συνέχιζαν το ακάματο τραγούδι τους. Ο Γ. σκέφτηκε: θα τα βάρεσε κι αυτά η πολύ ζέστη, όπως βαράει στο κεφάλι και τους ανθρώπους κι έχουν χάσει τον κανονικό ρυθμό της ζωής τους. Είχε ήδη διανύσει τα μισά του δρόμου. Ένα αμάξι, με τέρμα την μουσική ήρθε από απέναντι του, και τον προσπέρασε με ταχύτητα. Ήταν από τα είδη της μουσικής που αντιπαθούσε. Έβρισε λίγο από μέσα του και συνέχισε να περπατάει, επιταχύνοντας το βήμα του, τον είχε κουράσει το ίδιο μονότονο σκοτεινό τοπίο και η συμφωνία των γρύλων που επαναλαμβάνονταν ανελέητα. Μπροστά του, μετά από λίγα λεπτά, πετάχτηκε ένα ζωάκι, με γούνα, κοντά πόδια, που περισσότερο πηδούσε παρά περπατούσε. Διένυσε όλο το εγκάρσιο μήκος του δρόμου, όχι με μεγάλη βιασύνη, χωρίς όμως να σταθεί καθόλου και να κοιτάξει γύρω του. Πρέπει να ήταν κουνάβι. Καλοτυχία είναι, σκέφτηκε.

Πίστευε ότι σχεδόν είχε φτάσει στο σπίτι του, πρέπει να ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Το σπίτι του, το εξοχικό που του είχε αφήσει η γιαγιά του, ήταν λίγο έξω από το χωριό του. Το πρώτο σπίτι του χωριού, όπως πήγαινε, ή πιο σωστά το δεύτερο σπίτι του χωριού, μια και το πρώτο ήταν το ερειπωμένο κι εγκαταλελειμμένο σπίτι, του μπάρμπα Χ., που πρέπει να ήταν και μακρινός συγγενής του. Το τοπίο, μέσα στο σκοτάδι, του φαίνονταν αφόρητα επαναλαμβανόμενο και κουραστικό, με κάποιο τρόπο είχε αρχίζει να τον φοβίζει, παρόλο που είχε κάνει αυτήν την διαδρομή, αρκετές φορές και βράδυ, πολλές φορές, από την παιδική του ηλικία ως τώρα. Περίμενε να δει το φως που είχε αφήσει αναμμένο στην είσοδο του σπιτιού του, από μακριά σαν σημάδι λήξης, αυτής της διαδρομής, που τον έκανε νευρικό. Δεν έβλεπε όμως κανένα φως στο βάθος, εκτός από το ξεπεσμένο και λιγνό φως, του ξύλινου στύλου του δρόμου, που φαίνονταν, λίγο πιο κάτω, σε μια στροφή του δρόμου.

Προχώρησε με λίγο διστακτικό βηματισμό, του φάνηκε πως έβλεπε μια σκιά λίγο πιο κάτω από το φως που έπεφτε στην στροφή. Σίγουρα θα ήταν ιδέα του, σκέφτηκε και συνέχισε με πιο αποφασιστικό βηματισμό, σαν να ήθελε να νικήσει την αμφιβολία του και τις σκέψεις που άρχισαν να έρχονται στο μυαλό του. Είχε φτάσει στη στροφή, το φως έπεφτε από ψηλά σαν μια κιτρινωπή λωρίδα, από τον ουρανό. Αρκετά μέτρα πιο πέρα, έβλεπε ακόμα μια μάζα, που ήταν πιο πηχτή από το υπόλοιπο σκοτάδι, κι είχε ένα ημικυκλικό, καμπυλωτό σχήμα, αλλά έστεκε ακίνητη. Δεν στέκονταν ακριβώς στην μέση του δρόμου, αλλά αρκετά προς τα δεξιά, προς την άκρια του. Τελικά έμεινε παγωμένος, δεν τολμούσε να κινηθεί κι άλλο πιο μπροστά. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω τρέχοντας, αλλά βρήκε την σκέψη γελοία και ανούσια. Λίγο πιο κάτω ήταν το σπίτι του. Κάποιος σίγουρα θα είχε αφήσει κάποιο αντικείμενο στο δρόμο, για κάποιου είδους ανόητη φάρσα ή από απροσεξία. Προχώρησε αργά και σταθερά, με μάτια γουρλωμένα και με μια εσωτερική ένταση, που προσπαθούσε τώρα να την τιθασεύσει, φωνάζοντας, στην αρχή σιγά και μετά δυνατά, αλλά με τρέμουλο στην φωνή: “Ποιός είναι εκεί;…ε είναι κάποιος εκεί;”. Είχε φτάσει δύο με τρία μέτρα κοντά στο σκοτεινό αντικείμενο, που ορθώθηκε, απρόσκλητα, στο δρόμο του. Διέκρινε, με έκπληξη που του έκανε τα σωθικά του να αναποδογυρίσουν και το αίμα του να κοπεί, μια ανθρώπινη φιγούρα, καθιστή, που κρατούσε κάτι στρογγυλό.

Σταμάτησε κι απέμεινε να κοιτάζει, σκέφτηκε, πως ήταν ανόητο εκ μέρους να φοβάται τόσο. Αν ήταν κάποιος που ήθελε να του κάνει κάποιο κακό, δεν θα τον περίμενε καθιστός και ακίνητος μπροστά του. Σκέφτηκε, ότι, σχεδόν σίγουρα, ήταν κάποιου είδους ηλίθια φάρσα από κάποιον φίλο-παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια από την ηλικία που ήταν όλοι τους για τέτοια. Μέσα του όμως ένα δέος και μια ανατριχίλα τον κυρίευε, που δεν μπορούσε να καταπνίξει, όσο κι αν προσπαθούσε. Πλησίασε κι άλλο, πολύ αργά, σχεδόν με μικρά βηματάκια στις μύτες των ποδιών του. Η ανθρώπινη φιγούρα παρέμενε ακίνητη, παγωμένη, σαν να ήταν κάποια κούκλα ή κάποιο σκιάχτρο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της φιγούρας, που κάθονταν απέναντι του, μπορούσε, τώρα να δει μόνο, ότι είχε μακρυά κατάμαυρα μαλλιά, που έπεφταν από την κορυφή του κεφαλιού, μέχρι σχεδόν την μέση και δυό ενωμένα πόδια, που τα κάλυπτε ένα χοντρό ύφασμα φούστας, που έφτανε μέχρι κάτω στον αστράγαλο. Δεν μπορούσε να το δει το πρόσωπο της, γιατί ήταν καλυμμένο, από αυτό το στρογγυλό αντικείμενο που κράταγε.

Πρέπει να ήταν κάποια γυναίκα, ή κάποια γυναίκα κούκλα ίσως, που την είχαν στήσει εκεί, από κάποιο πολύ άνοστο και σκληρό αστείο. Έβλεπε τώρα το αντικείμενο, που αυτή η γυναίκα κράταγε στα χέρια της πιο καθαρά, δεν ήταν στρογγυλό ακριβώς, ήταν ελλειψοειδές, με μια μεταλλική γαρνιτούρα γύρω του, και τώρα που είχε πλησιάσει δειλά πιο κοντά, περίπου στο ένα με ενάμιση μέτρο, λαμπύριζε, πολύ αδύναμα, στο φως, το οποίο διαχέονταν αμυδρά πίσω του, από τον ξύλινο στύλο. Για μια στιγμή, μια δυνατή λάμψη ανεξήγητη, βγήκε από το αντικείμενο που κράταγε η γυναίκα στα χέρια της. Η ματιά και ο νους του Γ. θόλωσαν, για μια μικρή στιγμή. Συνήλθε όμως γρήγορα και κάρφωσε την ματιά του στο κέντρο του αντικειμένου• την ίδια στιγμή, του φάνηκε ότι η γυναίκα μετακίνησε τα πόδια της, λίγο προς τα κάτω και σήκωσε, πολύ ελαφρά, αυτό που κράταγε προς τα πάνω, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο Γ. να δει ότι ήταν ένας καθρέφτης. Ώστε είναι όντως μια γυναίκα, που κρατάει ένα καθρέφτη, σκέφτηκε ο Γ. με απορία, ενώ ο φόβος του είχε, ήδη, υποχωρήσει αρκετά και ένιωθε πιο πολύ μεγάλη απορία.

“Ποια είσαι; Τι είδους πλάκα είναι αυτή; Κομμένες οι μαλακίες, εγώ πάω σπίτι μου..τώρα”, είπε ο Γ. χωρίς όμως να πείθει κι ο ίδιος τον εαυτό του, για την θέληση του στα λόγια του, όπως τα άκουγε. Δες, άκουσε την ίδια στιγμή ο Γ. από μια φωνή, απόκοσμη, που δεν έμοιαζε να προέρχεται από την γυναίκα προς τα αυτιά του, αλλά από το ίδιο το μυαλό του μέσα. Την ίδια στιγμή, η γυναίκα μετακινήθηκε, λίγο ακόμα κι ο καθρέφτης στράφηκε, ακριβώς, στην ευθεία της ματιάς του Γ. Αυτό που είδε τον έκανε να καταρρεύσει μέσα του, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Η ματιά του έμεινε στάσιμη στον χρόνο, τα βλέφαρα του δεν έκλεισαν για πολλά λεπτά της ώρας κι ένιωθε το πρόσωπο του να ρουφιέται και να στεγνώνει, αργά και σταθερά. Μέσα από τον καθρέφτη, είδε όλη την ιστορία του γείτονα και μακρινού συγγενή του μπάρμπα Χ., να εκτυλίσσεται σε εικόνες, σπασμένα κομμάτια των περασμένων χρόνων, που έμοιαζαν ζωντανά σαν να γίνονταν σήμερα, μπροστά του. Είδε τον γάμο του με μια κοπέλα του χωριού, τα παιδιά του να γεννιούνται και να μεγαλώνουν, την κρυφή ερωτική του σχέση με μια γειτόνισσα και την κρυφή δολοφονία της, από τον ίδιο τον μπάρμπα Χ., όταν αυτή τον απειλούσε, ότι θα τα αποκαλύψει όλα στο χωριό τους.

Δεν ήξερε αν αυτό κράτησε λίγα λεπτά της ώρας ή ολόκληρες ώρες• όταν συνήλθε, είδε ότι δεν υπήρχε κανείς, εκεί στην στροφή του δρόμου μπροστά του, κι είχε μόλις αρχίσει να ξημερώνει• δεν είχε ρολόι, κι ούτε ήταν σίγουρος για το ποια ώρα είχε ξεκινήσει για το σπίτι του, οτιδήποτε αφορούσε ολόκληρη την προηγούμενη μέρα, παρόλο που ήταν πολύ πρόσφατα γεγονότα, ήταν πολύ μπερδεμένα κι αβέβαια στην μνήμη του. Αντίθετα, θυμόταν με κρυστάλλινη καθαρότητα, όλα όσα είχε δει στον καθρέφτη, με την παραμικρή λεπτομέρεια. Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του, έφτασε πολύ γρήγορα, πήρε ένα φτυάρι και ξεκίνησε για να γυρίσει στη στροφή, που είχαν συμβεί όλα. Είχε ξημερώσει εντελώς, ένας καυτός αγχωμένος ήλιος, ήδη ξεκινούσε την άνοδο του στο στερέωμα του κόσμου. Προχώρησε σε μια μικρή πλαγιά, που ήταν δέκα μέτρα από την άκρη του δρόμου κι οδηγούσε σε ένα εγκαταλειμμένο, εδώ και πολλά χρόνια, χωράφι, γεμάτο βάτα κι αγριόχορτα. Άρχισε να σκάβει με μανία σε ένα σημείο, που βρίσκονταν δίπλα σε ένα ξεραμένο και γερμένο, προς την γη, έλατο. Μετά από αρκετή ώρα, βρήκε ένα πτώμα σε πλήρη αποσύνθεση, μαζί με ελάχιστα υπολείμματα ξύλου και ψάθας, που κάποτε θα πρέπει να ήταν μια καρέκλα κι ένα καθρέφτη, πιο σωστά μόνο το μεταλλικό σκουριασμένο του πλαίσιο, χωρίς τον ίδιο. Ήταν ακριβώς το σημείο, που είχε θάψει ο μπαρμπά Χ. την γυναίκα με την οποία είχε εκείνη την ερωτική σχέση εκτός γάμου, την έξω από τα αποδεκτά όρια της κοινωνίας τους, που είχε καταλήξει να γίνει εκβιαστική και τελικά δολοφονική. Ήταν όλα όπως ακριβώς τα είχε δει στον καθρέφτη.

Όταν ήρθε η αστυνομία, ο Γ. περίμενε στο σπίτι του, με μια εξωτερική ταραχή, αλλά και με μια βαθύτερη, παράξενη, εσωτερική γαλήνη μέσα του. Στην κατάθεση στο τμήμα, είπε πως έκανε μια βόλτα μέσα στα λαγκάδια και στα βάτα κι είδε να εξέχει από ένα σημείο, το μεταλλικό πλαίσιο του καθρέφτη, οπότε από περιέργεια, πήρε ένα φτυάρι κι έσκαψε περισσότερο. Οι μπάτσοι τον κοίταξαν για λίγο περίεργα, αλλά δεν μπορούσαν να προσθέσουν κάτι ή να σκεφτούν κάποια άλλη λογική εξήγηση. Στην συνέχεια έμαθε, ότι ο ιατροδικαστής της πόλης, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο δολοφόνος της γυναίκας, της επιτέθηκε με έναν καθρέφτη-άγνωστο γιατί αυτή η παράξενη επιλογή-, στο σπίτι της, την ώρα που κάθονταν σε μια καρέκλα, πολύ πιθανώς από πίσω. Όταν η γυναίκα χάθηκε, όλοι -τότε- , όπως έλεγαν, είχαν πιστέψει ότι είχε φύγει για την πόλη κρυφά, λόγω της ντροπής της, από τις φήμες και τα κουτσομπολιά του χωριού. Από μαρτυρίες, παππούδων και γιαγιάδων του χωριού και από εξετάσεις DNA, έγιναν οι συσχετισμοί και ο δολοφόνος βρέθηκε να είναι ο μπάρμπα Χ. Η γυναίκα, που την έλεγαν Ευφροσύνη, είχε μια κανονική κηδεία, στην οποία οι λίγοι μακρινοί συγγενείς της παραβρέθηκαν, τα πορίσματα καταγράφηκαν στα ιατροδικαστικά κι αστυνομικά αρχεία, ενώ διάφορα άρθρα, για το θέμα, γράφτηκαν στις τοπικές κυρίως εφημερίδες. Στις μεγάλες εφημερίδες της χώρας η είδηση πέρασε στα ψιλά, μια και τα τρέχοντα εγκλήματα, παντός είδους, απασχολούσαν πιο πολύ το κοινό. Οι συγγενείς του φονιά, όπως κι όλο το χωριό, φάνηκαν να είναι σοκαρισμένοι, με ένα αναμενόμενο τρόπο, που όμως,-στον πιο προσεκτικό παρατηρητή- αυτός μπορεί και να έδειχνε ότι ίσως κάποιοι από αυτούς, ήξεραν κάτι παραπάνω, από ότι έλεγαν ότι γνώριζαν.

Την μέρα που έφυγε ο Γ. για να γυρίσει στην πόλη, μια και η άδεια του είχε τελειώσει, οι παιδικοί φίλοι τον αποχαιρέτησαν, κάποιοι θα έφευγαν κι αυτοί για την πόλη. Σίγουρα θα τα ξαναέλεγαν, όλοι με όλους, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα. Ο Δ. του έσφιξε το χέρι και την ίδια στιγμή, τον κοίταξε και τον ρώτησε: “Ρε συ, δεν καταλαβαίνω, πως σου ήρθε η ιδέα να πας να ψάξεις, μέσα στα χωράφια, έξω από τον δρόμο…πρωί πρωί”. Ο Γ. δεν είπε τίποτα, παρά τον κοίταξε με ένα παράξενο χαμόγελο. “Ξέρεις λένε και ότι ένα φάντασμα μιας γυναίκας, εμφανίζονταν στο δρόμο…παλιά…στους πιο παλιούς. Αυτοί τα λέγανε, εγώ δεν έχω ακούσει ή δει κάτι ποτέ, τα τελευταία χρόνια”, συνέχισε ο Δ. προσπαθώντας να πάρει ένα εύθυμο, αλέγκρο ύφος, αλλά κοιτώντας διερευνητικά τον Γ. με την άκρη του ματιού του. “Δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα”, απάντησε ο Γ. “Ούτε είχες δει ποτέ κάτι φαντάζομαι;” είπε ο Δ. με ένα τόνο ασαφή. “Δεν νομίζω να το άντεχα ποτέ αυτό”, απάντησε ο Γ. γυρνώντας απότομα για να ξεκινήσει να φύγει. “Τα λέμε, παίδες”, φώναξε σε όλους ο Γ. πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο του. “Βάζε και καμιά κρέμα και αντηλιακό, σαν να γέρασες 10 χρόνια, μέσα σε λίγες μέρες αυτό το καλοκαίρι”, του φώναξε ένας φίλος, “άντρες είμαστε, δεν είναι ντροπή”, συνέχισε, φωνάζοντας κι όλοι πίσω του κάγχασαν. “Και τα μαλλιά του, πες του να τα βάφει λίγο κι αυτά, σαν να άσπρισαν σε λίγες μέρες, πες του ρε μαλάκα”, άκουσε ξανά πίσω του. “Γάμησε μας ρε, δεν θα γίνουμε όλοι βαψομαλλιάδες σαν εσένα”, μόλις που πρόλαβε να ακούσει, αμυδρά, μάλλον από τον Δ., κι αμέσως μετά χοντρά κατσαρά γέλια.

Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο του, έβλεπε το κουβάρι των φίλων του, πίσω να περιπαίζουν ο ένας τον άλλον και να παίζουν φιλικές σφαλιάρες. Ήταν ένα αντρίκειο θέαμα, χαρούμενο αλλά και θλιβερό μαζί. Ίσως η ηλικία και τα θαμμένα μυστικά που σαπίζουν σαν πτώματα, να τα κάνουν όλα θλιμμένα, κι ας ξεθάβουμε κάποια από αυτά που και που, σκέφτηκε. Είχε περάσει την στροφή του δρόμου, που είχε συναντήσει την γυναίκα, κι είχε ήδη απομακρυνθεί κάνα δύο χιλιόμετρα. Είχε σχεδόν βραδιάσει, κοίταξε πίσω του από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου του και του φάνηκε πως είδε, σε εκείνο το σημείο, στην στροφή που συνέβησαν όλα, μια λάμψη, σαν αντηλιά από ένα γυαλί. Πάτησε το γκάζι και εξαφανίστηκε, στην επόμενη στροφή.

 

Main Image Reference

Tags: death , fantasy , horror , murder , mystery , scary , Spooky , story , weird , αίμα , αλλόκοτο , ανατριχίλα , ανθρώπινος , Άνθρωπος , απόκοσμο , αποσύνθεση , Αστυνομία , βράδυ , γάμος , γρύλοι , γρύλος , γυναίκα , διήγημα , δολοφονία , δολοφόνος , δρόμος , Έγκλημα , έλατο , έρημος , έρωτας , ζέστη , θάνατος , ιατροδικαστής , ιστορία , καθρέφτης , κηδεία , κούκλα , λάμπα , Λάμψη , μέρα , Μουσική , μυστήριο , νύχτα , πτώμα , ρυθμός , σκιάχτρο , σκοτάδι , σπίτι , Τραγούδι , τρόμος , φαντασία , Φάντασμα , φιγούρα , Φόβος , φωνή , φως , χωράφι , χωριό , ψυχολογία

Βαγγέλης Βενιζέλος

Δημοσιεύτηκε 28 Φεβρουαρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.