3
Ένας ξαφνικός ήχος διέτρεξε το σκοτεινό σπίτι. Ένα βαρύ πλατάγισμα. Θα ‘λεγε κανείς πως κάτι ογκώδες και δυσκίνητο είχε αναδυθεί μέσα απ’ το παχύρρευστο νερό ενός υπόγειου πηγαδιού. Υπήρχε κάτι στην υφή εκείνου του θορύβου, μια σπηλαιώδης και υγρή ποιότητα που μου έφερε στο νου την εικόνα ενός μεγάλου πλάσματος που μόλις είχε ξετρυπώσει από ένα στενό πέρασμα. Είχε έρθει από κάπου βαθιά. Προφανώς από το υπόγειο του σπιτιού. Η παιδιάστικη φλόγα της εξερεύνησης που ακόμα έκαιγε μέσα μου, αναπήδησε και έλαμψε πιο δυνατή. Έπρεπε ν’ αποκαλύψω την προέλευση εκείνου του αναπάντεχου ήχου. Στο κάτω-κάτω, το σπίτι ήταν πλέον δικό μου. Είχα κάθε δικαίωμα να ερευνήσω την κάθε του γωνιά.
Ξανάφερα βόλτα το σαλόνι, για μια ακόμα φορά, εκτεθειμένος στα βλέμματα των πορτραίτων που απεικόνιζαν τη θεία μου. Φυσικά και δεν είχα πιστέψει ότι ήταν πραγματικά. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να έχει παραμείνει ζωντανός για τόσα πολλά χρόνια και μάλιστα απαράλλακτος. Από την άλλη, η Ευανθία ήταν ένας πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Τίποτα δεν απέκλειε την πιθανότητα να είχε φτιάξει εκείνα τα πορτραίτα προκειμένου να ικανοποιήσει κάποια παράξενη εσωτερική ανάγκη. Όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι γίνονται εκκεντρικοί στο πέρασμα του χρόνου, έτσι δεν είναι;
Στην απέναντι πλευρά του καθιστικού, δίπλα από την πόρτα που έβγαζε στο υπόλοιπο σπίτι, ανακάλυψα μια μικρή καταπακτή. Ήταν μισοκρυμμένη κάτω από ένα σκονισμένο χαλί με ξεθωριασμένα χρώματα. Θα λέγε κανείς ότι η πρώην ιδιοκτήτρια του σπιτιού προσπαθούσε να την κρατήσει κρυμμένη. Ανασήκωσα το χαλί, αποκάλυψα ολόκληρη την καταπακτή, έπιασα το χερούλι της και την ανασήκωσα με μια απότομη κίνηση.
Η αναγουλιαστική αποφορά του στάσιμου νερού και της σαπίλας με χτύπησε σαν ωστικό κύμα. Παραπάτησα, τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν και με δυσκολία συγκράτησα την ανάγκη να κάνω εμετό. Ώστε εκεί βρισκόταν η εστία της φοβερής εκείνης δυσοσμίας! Τύλιξα το πρόσωπό μου με ένα μαντήλι και με το φως του κινητού μου τηλεφώνου έσκυψα πάνω από το τετράγωνο άνοιγμα της καταπακτής. Το γαλαζωπό φως που έβγαινε από το φακό του κινητού, μου αποκάλυψε μια σειρά από απότομα και στενά σκαλοπάτια που κατέβαιναν σ’ ένα βαθύ σκοτάδι. Αποφάσισα να το διακινδυνεύσω. Άρχισα να τα κατεβαίνω ένα-ένα. Διαπίστωσα ότι με κάθε σκαλοπάτι ο αέρας γινόταν πιο βαρύς και υγρός. Και πιο κρύος. Οι τοίχοι γύρω μου έσταζαν από την υγρασία. Εδώ και εκεί είχαν γεμίσει με βρύα και λειχήνες που σχημάτιζαν αποκρουστικές κηλίδες οι οποίες είχαν ένα παράξενο γκρι χρώμα. Από κάπου βαθιά άκουγα τον ήχο σταλαγματιών νερού που έσταζαν σε κάποια πέτρινη επιφάνεια.
Όταν κατέβηκα και το τελευταίο σκαλοπάτι ανακάλυψα ότι η ατμόσφαιρα είχε κορεστεί τόσο πολύ από την υγρασία ώστε η αναπνοή μου σχημάτιζε μικρές τουλίπες υδρατμών. Το φως του κινητού μου αποκάλυψε ότι βρισκόμουν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, κάτι σαν υπόγεια αίθουσα που είχε έναν αλλόκοτο, αρχαϊκό χαρακτήρα: Το δάπεδό της ήταν, φτιαγμένο από μεγάλες πλάκες, ακανόνιστες στο σχήμα, που σχημάτιζαν κάτι σαν χοντροφτιαγμένο μωσαϊκό. Για κάποιο λόγο μου θύμισαν τα κυκλώπεια τείχη που βλέπει κανείς σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας. Εδώ και εκεί ανακάλυψα λαξευτούς κίονες που στήριζαν την οροφή. Έμοιαζαν με μεγάλιθους και ήταν σκεπασμένοι με σπειροειδή σχέδια. Τα βρύα και οι λειχήνες ευδοκιμούσαν ανάμεσα τους και σχημάτιζαν σταλακτίτες που έσταζαν παχύρρευστα υγρά. Στο κέντρο του υπόγειου και ανήλιαγου εκείνου χώρου υπήρχε κάτι σαν φαρδύ πηγάδι. Από τα πέτρινα χείλη του έσταζε νερό που είχε δημιουργήσει μια μικρή λιμνούλα. Η καρδιά μου άρχισε να γοργοχτυπάει. Είχα ανακαλύψει επιτέλους την πηγή εκείνης της απίστευτης βρώμας που διαπερνούσε το μαντήλι μου και μου προκαλούσε ναυτία. Ήταν το πηγάδι. Σίγουρα το νερό του ήταν μολυσμένο από βοθρολύματα. Πως αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί εκείνη η απίστευτη δυσοσμία;
Δίπλα στο πηγάδι υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι. Έστρεψα προς τα εκεί το κινητό και ανακάλυψα ότι επάνω του υπήρχε ένα ογκώδες βιβλίο. Φαινόταν πολύ παλιό και είχε ένα δέσιμο παράξενο, που παρέπεμπε σε πολύ περασμένες εποχές. Ήταν ανοιχτό κάπου στη μέση. Το πλησίασα και ανακάλυψα ότι οι σελίδες του ήταν γεμάτες με λέξεις που ήταν γραμμένες μ’ ένα κομψό γραφικό χαρακτήρα και τακτοποιημένες σε ευθείες και πειθαρχημένες γραμμές. Ο γραφικός χαρακτήρας μάλιστα, ήταν ίδιος με τη λέξη που είχα διαβάσει στην κάτω δεξιά άκρη του τελευταίου πορτραίτου που είχα εξετάσει στο καθιστικό του σπιτιού:
Ευανθία.
Έσκυψα πάνω απ’ το βιβλίο και το ξεφύλλισα. Το μαύρο μελάνι που είχε χρησιμοποιήσει όποιος και αν ήταν εκείνος που το είχε γράψει, έκανε έντονη αντίθεση με το κιτρινισμένο υλικό των σελίδων του. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να το διαβάσω, παρά τις αρχαϊκές εκφράσεις και την ορθογραφία του άγνωστου συγγραφέα.
Το περιεχόμενο του ήταν τόσο εξωφρενικό που σχεδόν έπαψα να αντιλαμβάνομαι την βρώμα που εισέπνεα: Ξεδίπλωνε-σε πρώτο πρόσωπο-την ιστορία της ζωής ενός πλάσματος που είχε δραπετεύσει από κάποιους θρησκευτικούς διωγμούς. Το πλάσμα εκείνο υποτίθεται ότι ήταν αμφίβιο, το παιδί ενός λαού που λάτρευε θεούς οι οποίοι είχαν έρθει από τα’ αστέρια και κυβερνούσαν τη Γη εκατομμύρια χρόνια προτού τα πρώτα ψάρια συρθούν έξω από τη λάσπη και αποικίσουν την ξηρά. Ήταν αθάνατο, αλλά ευάλωτο. Υποχρεωμένο να μεταμφιέζεται σε ανθρώπινο πλάσμα και να εξαφανίζεται όταν η αγέραστη παρουσία του τραβούσε την προσοχή. Αλλά κάποια στιγμή, η δοκιμασία του θα τελείωνε. Τ’ άστρα θα επέστρεφαν στη σωστή τους θέση, οι πύλες θα άνοιγαν και οι αρχαίοι θεοί θ’ αποκτούσαν και πάλι την κυριότητα αυτού του κόσμου. Μέχρι τότε όμως έπρεπε να κάνει υπομονή. Να παραμένει κρυμμένο σε τακτά χρονικά διαστήματα και να χρησιμοποιεί ανθρώπινους υπηρέτες που θα το προστάτευαν και θα το τάιζαν, μέχρι να ξεχαστεί η ύπαρξή του και να μπορεί να κυκλοφορεί και πάλι ανενόχλητο ανάμεσά τους.
4
Εκείνη τη στιγμή η μπαταρία του κινητού μου σώθηκε. Το σκοτάδι με σκέπασε σαν πνιγηρή και δύσοσμη κουβέρτα. Άκουσα κάτι να κινείται στο βάθος του πηγαδιού. Μια μεγάλη ποσότητα νερού ξεχύθηκε από μέσα και κατρακύλησε γύρω απ’ τους αστραγάλους μου Έκανα ένα ενστικτώδες βήμα προς τα πίσω και η πλάτη μου κόλλησε πάνω σε κάποιον μουσκεμένο κίονα.
Στη συνέχεια άκουσα έναν καινούργιο ήχο, ένα απαίσιο πλαδαρό πλατσούρισμα, σαν κάτι τεράστιο και γλοιώδες να βγαίνει σιγά-σιγά απ’ το πηγάδι. Πάτησα ξανά και ξανά την οθόνη του κινητού αλλά εκείνο είχε νεκρώσει. Ένιωσα τα μάτια μου να γίνονται τεράστια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διαπεράσουν το σκοτάδι. Αλλά εκείνο ήταν πηχτό σαν βούρκος. Και έκρυβε κάτι που είχε συρθεί έξω από το πηγάδι με το βρωμερό νερό.
Βαθιά σιωπή απλώθηκε γύρω μου. Κράτησα την αναπνοή μου, υπερβολικά τρομοκρατημένος για να τολμώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Άκουσα μια βαριά ανάσα και μια ανάλαφρη πνοή αποκρουστικού αέρα άγγιξε το πρόσωπό μου. Κάτι κινήθηκε. Προς το μέρος μου. Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω.
Και μετά, ένιωσα ένα ζευγάρι παγερών και παχύρρευστων χειλιών ν’ αγγίζουν το μάγουλο μου και μια στριγκή φωνή που έσταζε σαρκασμό ψιθύρισε μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι:
«Τι κάνει το μωράκι μου»;
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α΄.
Tags: The Weird Side Daily , αέρας , αθάνατο , αμφίβιο , αστέρι , αστέρια , βιβλία , βιβλίο , βόλτα , βρύα , βρώμα , Γη , γραμμή , γωνιά , δέσιμο , διωγμός , δωμάτιο , εικόνα , εκκεντρικός , εξερεύνηση , εποχή , Έρικ Σμυρναίος , εστία , Ευανθία , ζωή , ήχος , θεία , θόρυβος , ιδιοκτήτρια , καθιστικό , καταπακτή , κίνηση , κινητό , κίονας , κίονες , λαός , λειχήνες , λέξεις , λέξη , μάγουλο , ματήλι , μαύρο , μελάνι , μπαταρία , μωσαϊκό , νερό , ορθογραφία , Παιδί , πηγάδι , πλάκα , πλάσμα , πλάσματα , πορτραίτο , πρόσωπο , πύλες , πύλη , σαλόνι , σελίδα , σκοτάδι , σπίτι , σχέδια , σχέδιο , τείχη , τοίχος , τραπέζι , υγρασία , υπηρέτες , υπηρέτης , υπόγειο , υπομονή , υφή , φλόγα , φωνή , φως , χαλί , χείλη , χρώμα , χρώματα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.