Βρέθηκα κάποτε σ` ένα σπίτι που το γυροβολούνε οι νεκροί. Έμοιαζε με γιγάντιο στραπατσαρισμένο χαρτόκουτο τούτο το σπίτι, κι από την πλευρά της εισόδου του ξεφύτρωναν δυο πυργίσκοι που φιδόστριβαν στον αέρα σαν κέρατα στραβά. Την εποχή που χτίστηκε, το λογάριαζαν για το στολίδι τη περιοχής, κι αν τώρα περνούσες ποτέ απ` έξω, σχεδόν το περίμενες από στιγμή σε στιγμή ν` ανοίξει η εξώπορτα και να ξεπροβάλλει από μέσα η Κάρολιν Τζόουνς, χλωμή και πανέμορφη μέσα στο σφιχτό της φόρεμα να τείνει το χέρι της μ` ένα μειδίαμα στα χείλη, που θα `σταζε τρόμους λεπτεπίλεπτους κι ερωτικούς.
Στο φως της ημέρας, το σπίτι έμοιαζε με τρελό ερείπιο, το βράδυ με μνήμα. Κτήνος πέτρινο, οι σκεπές του λεπίδες, απ`το υπόγειο ακούς τις φωνές των νεκρών. Αν κάποιος ανόητος τολμούσε να το ζυγώσει, θα `βλεπε πως οι νεκροί το ρίχνουν στη δουλειά εκεί κάτω. Φορούν τραγιάσκες και τα τρύπια πουκάμισα τους αφήνουν τις τιράντες να πληγιάσουν τη ψόφια σάρκα. Οι χειροκίνητες μηχανές που περιτριγυρίζουν τα κορμιά τους, θυμίζουν αργαλειούς χοντροκομμένους με στραβά δοκάρια που ξεφυτρώνουν από τους τοίχους κι ανάμεσα τους στα πηδάλια, βλέπεις τα σκελετωμένα πόδια των νεκρών να γυαλίζουνε στο φως των κεριών. Προσπαθούνε βλέπεις οι νεκροί, κάθε νύχτα να σηκώσουνε το σπίτι, να το κάνουνε να ξεπετάξει πόδια και να ξεχυθεί στους δρόμους σαν μαρμάγκα μαύρη και θεόρατη.
Ένας τύπος όμως, μικρός και χνουδωτός, που ζει πάνω στις σκεπές του σπιτιού, καταφέρνει και τους χαλά τα σχέδια. Το ονομά του είναι Άμπροουζ και το νιαούρισμα του κολάζει νεκρούς και ζωντανούς. Ο θρύλος λέει, πως τις παλιές εποχές, ο Άμπροουζ ήταν μεγάλος μάγος που είχε μάθει τη τέχνη του από τον ίδιο το Διάβολο. Μια κοπέλα όμως μάγεψε το μάγο με σκέτο έρωτα και μαζί με τη καρδιά του, κατάφερε να κλέψει και την τέχνη του. Η κοπέλα λαχταρούσε τα πρωτεία, ήθελε να ξεπεράσει το μάγο, κι από το φθόνο της τον μετέτρεψε σε γάτο, αιώνια να ζει ανάμεσα από τις σκιές και ν`αφουγκράζεται τις φωνές των νεκρών.
Η μόνη μαγεία που του απέμεινε, είναι το νιαούρισμα του. Τις νύχτες, οι τοίχοι ριγούν από το κλάμα του μάγου και δάκρυα κυλάνε από τα πρόσωπα στους πίνακες. Οι νεκροί όταν ακούνε το νιαούρισμα, κοντεύουν να πεθάνουν για δεύτερη φορά, κι από το θυμό τους, παρατάνε τις μηχανές και ξεχύνονται στους διαδρόμους του σπιτιού, ψάχνοντας για τον καταραμένο γάτο μέχρι που να ροδίσει ο ήλιος και να τους προστάξει να κατέβουν πάλι μ` άδεια χέρια στο υπόγειο.
Ποιος θα το πίστευε λοιπόν, πως μέσα σ` ένα σπίτι που το γυροβολούνε οι νεκροί, η θλίψη ενός μαγεμένου γάτου, μπορεί και προστατεύει τον κόσμο των ζωντανών από τις βλέψεις των νεκρών.
Tags: cry , dark , dark house , dead , dead house , death , fantasy , house , house of the dead , magic , mystery , sadness , shadow , shadows , short-story , sorrow , story , weird , αλλόκοτο , γάτα , γάτος , διήγημα , θλίψη , κλάμα , μαγεία , μάγος , μυστήριο , νεκροί , πλάσμα , σκιές , σκοτάδι , σπίτι , φαντασία , Φανταστικό
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.