“Με το που ζυγώνω, ο Μαν, κατά κόσμον Μανώλης Τσίρος, θαρρείς και με περίμενε, ανοίγει την εξώπορτα και βγαίνει να με προϋπαντήσει. Σκυφτός, σκελετωμένος, φαντάζει σαν δέντρο κατάξερο. Με παίρνει και καθόμαστε στα πλαϊνά του καλυβιού, κάτω από μια συκιά βαθύσκια…”
“Αφουγκράζεσαι. Κάτι σαν ρόγχος ακούγεται μέσα απ’ τα σκοτάδια. Σπηλαιώδης, κλιμακωτός, ύπουλος, αντηχεί στον αέρα σαν ξεροκροτάλισμα. Νιώθεις εντός σου καύματα ψυχρά της φρίκης να σιγοκαίνε και ξαφνικά, τινάζεσαι και τρέχεις. Τρέχεις έξαλλος, αφηνιασμένος, γδαρμένος απ’ τον φόβο τον εξώτερο και τα καμτσίκια του…”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 2
ΕπόμενηΕνημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.