Το γραφείο απέναντι

Είχε μπουχτίσει. Το ένιωσε σε κάθε κύτταρο του σώματός του. Τον γέμισε μια ξαφνική απέχθεια προς το περιβάλλον του που λίγο ακόμα και θα τον έκανε να σκάσει.

18 Φεβρουαρίου 2020

Είχε μπουχτίσει. Το ένιωσε σε κάθε κύτταρο  του σώματός του. Τον γέμισε μια ξαφνική απέχθεια προς το περιβάλλον του που λίγο ακόμα και θα τον έκανε να σκάσει. Το βλέμμα του εγκατέλειψε την οθόνη που έπρεπε να γεμίζει με ανιαρά νούμερα, κάθε μέρα, για οκτώ ώρες, χειμώνα καλοκαίρι. Είκοσι χρόνια δουλειάς στο ίδιο πόστο, ένα ανώνυμο γραναζάκι μέσα στην τεράστια, δαιδαλώδη και απρόσωπη μηχανή του νέο-ελληνικού δημοσίου.  Είχε κουραστεί. Είχε σιχαθεί τους πάντες και τα πάντα.

Η ματιά του περιπλανήθηκε άσκοπα πάνω απ’ τα σκυμμένα κεφάλια των συναδέλφων του που καμπούριαζαν μπροστά στις οθόνες τους. Μετά, στράφηκε προς  το παράθυρο. Έβλεπε στον τοίχο ενός πολυώροφου κτιρίου. Ήταν γκρίζος απ’ τα καυσαέρια και τον χρόνο και είχε  παράθυρα που ήταν σκεπασμένα με λευκές περσίδες. Η ημέρα ήταν μουντή. Γκρίζα και βαριά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. Κάτω χαμηλά, ένας  δρόμος διπλής κυκλοφορίας  πλημμύριζε από αργοκίνητα αυτοκίνητα. Γεννούσε ένα διαρκές βουητό που διανθίζονταν από κορναρίσματα και σποραδικές βρισιές οργισμένων πεζών.  Διυλίζονταν μέσα απ’ το τζάμι του παράθυρου, άγγιζε τ’ αυτιά του σαν τον μακρινό αχό μιας ασίγαστης θαλασσοταραχής και ανακατεύονταν με το επίπεδο κροτάλισμα που πυροδοτούσαν τα δάχτυλα των συναδέλφων του πάνω στα  πληκτρολόγιά τους.

Το βλέμμα του εστιάστηκε στο παράθυρο που βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το δικό του. Πρόσεξε μια κίνηση. Η περσίδα αναδευόταν. Ένιωσε ένα απροσδόκητο κύμα χαράς. Λες και το ασήμαντο εκείνο γεγονός ράγιζε έστω και λιγάκι την γκρίζα όψη της νεκρής μονοτονίας που τον έπνιγε. Εγκατέλειψε κάθε σκέψη να συνεχίσει τη δουλειά του και άρχισε να παρατηρεί  την περσίδα που κυμάτιζε λες και χόρευε με τα φτερά κάποιου κρυφού ανέμου.

Η περσίδα μαζεύτηκε προς τα πάνω. Αποκάλυψε την μορφή μιας νεαρής γυναίκας που τραβούσε το σκοινάκι της. Ήταν πολύ εντυπωσιακή. Ψηλή, λεπτή και μελαχρινή με περιποιημένο πρόσωπο.  Την είδε ν’ ανοίγει το παράθυρο και να σκύβει προς τα έξω. Εκείνη τη στιγμή μια παράξενη σκέψη του πέρασε από το μυαλό:  Η γυναίκα ήταν πολύ όμορφη για τα μούτρα του. Αν τη συναντούσε στο δρόμο, σ’ ένα μπαράκι ή οπουδήποτε αλλού, θα τον προσπερνούσε αδιάφορα-δεν θα του έριχνε ούτε μια ματιά. Το συναίσθημα του δηλητηριασμένου κορεσμού που τον είχε κυριεύσει, μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε μια κόκκινη οργή. Σ’ ένα μίσος προς την όμορφη εκείνη κοπέλα που αντιπροσώπευε όλες εκείνες τις χαρές που δεν ήταν άξιος να νιώσει.

Εκείνη η οργή λειτούργησε παράξενα.  Την ένιωσε να τον πλημμυρίζει και μετά να εκπέμπεται γύρω του σαν το ωστικό κύμα μιας πυρηνικής έκρηξης. Απλώθηκε ακαριαία σε όλο το γραφείο, πέρασε μέσα από τους συναδέλφους του και τους υπολογιστές τους. Τους λοξοκοίταξε κλεφτά και του  έκανε εντύπωση πως ούτε ένας από αυτούς δεν αντιλήφθηκε το άγριο κύμα της φωτιάς που τον διαπερνούσε. Ούτε ένας υπολογιστής δεν έσβησε, τα λευκά φώτα φθορισμού της οροφής ούτε καν τρεμόπαιξαν. Τα μάτια του έτσουξαν σ’ ένα ξέσπασμα θυμωμένης αυτολύπησης. Ούτε καν ο θυμός του δεν είχε αποτέλεσμα. Αλλά τότε συνέβη κάτι άλλο:  Το κύμα της οργής που είχε εκπέμψει, διαπέρασε ολόκληρο το κτίριο και έφτασε στο επίπεδο του δρόμου, του πλημμυρισμένου από αυτοκίνητα και μουτρωμένους πεζούς. Κάτι ανταποκρίθηκε εκεί κάτω. Μια ψυχική ομίχλη, η συμπυκνωμένη κακία των χιλιάδων πεζών και οδηγών που διέσχιζαν το δρόμο. Μαύρη σαν τον καπνό που βγάζει το πετρέλαιο όταν καίγεται. Ανέβηκε προς τα πάνω και έφτασε στο επίπεδο του παράθυρού του. Και μετά ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά και κάλυψε ολόκληρο το κτίριο. Η μέρα έγινε ακόμα πιο μουντή και σκοτεινή.

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της.  Τον κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν κενό, σαν να κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά. Ο θυμός που έβραζε ακόμα μέσα του, το μίσος εκείνο προς την ομορφιά της που υπήρχε μόνο και μόνο για του υπενθυμίζει όλη τη χαρά που δεν μπορούσε ν’ γευτεί, εστιάστηκε σε μια και μόνο σκέψη.  Μια νοερή εντολή ξεπήδησε μέσα απ’ το μυαλό του και την κάρφωσε σαν βέλος:

“Πήδα”.

Εκείνη, με αργές κινήσεις που θύμιζαν υπνοβάτη, ανέβηκε στο περβάζι του παράθυρου, στάθηκε για μια στιγμή όρθια, άπλωσε τα χέρια της σαν να ήταν γυμνά φτερά, και έπεσε σαν βολίδα στο κενό. Μια μακρόσυρτη στριγκλιά αναδύθηκε απ’ το επίπεδο του δρόμου.  Εκείνος πλημμύρισε από μια ευχάριστη εξουθένωση, σχεδόν μετα-οργασμική. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ο κόσμος είχε ξαναγίνει φυσιολογικός.

Την επόμενη μέρα είχε μεγάλα κέφια. Έκατσε στο γραφείο του, άνοιξε τον υπολογιστή και άρχισε να περνάει τα νούμερα στις ηλεκτρονικές φόρμες που έπρεπε να συμπληρώσει.  Ξαφνικά ένιωσε ένα έντονο βλέμμα να  καρφώνεται επάνω του. Ερχόταν απέξω, απ’ το απέναντι παράθυρο. Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε μια γυναικεία μορφή που τον κοίταζε ακίνητη,  καθισμένη σ’ ένα γραφείο παρόμοιο με το δικό του. Ήταν κοντή, χοντρή και άσχημη, πρόσεξε περιφρονητικά. Με μαλλιά χάλια, σαν ξεθωριασμένο λινάρι. Τον κοίταζε επίμονα με μάτια που ούτε καν ανοιγόκλειναν. Το βλέμμα της τον παγίδευσε. Και τότε, σπρωγμένος από μια δύναμη που δεν μπορούσε να πολεμήσει, άνοιξε το παράθυρο και σκαρφάλωσε στο περβάζι του.

 

 

Tags: article , athens , dark , death , desperation , fantasy , Flash-fiction , horror , mystery , scary , short-story , Spooky , story , Suicide , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , ανία , απόγνωση , απομόνωση , αποξένωση , βαρεμάρα , γραφείο , διήγημα , δολοφονία , δουλειά γραφείου , Έρικ Σμυρναίος , θάνατος , θλίψη , θρίλερ , Μαύρη Ντάλια , μυστήριο , ομίχλη , πλήξη , σκοτάδι , τρόμος , φαντασία , Φόβος , ψυχολογία

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 18 Φεβρουαρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.