Ο πόνος του κόσμου

Ένας φανοκόρος στα σκοτεινά στενά του Βερολίνου κρύβει ένα μυστικό που αποκαλύπτεται μόνο σε αυτόν που αποφάσισε να τον ακολουθήσει στη μοναχική του πορεία για τον άναμμα των φανών.

08 Ιανουαρίου 2020

Στο Βερολίνο, στην περιοχή που λέγεται Σπάνταου, έμενα σ` ένα διαμέρισμα στη γωνιά που η Άνταμστράσσε συναντά τη Μελαγχθών. Τα δειλινά, έβλεπα από το παράθυρο μου τη μορφή του φανοκόρου που γλιστρούσε από φανοστάτη σε φανοστάτη, κι άφηνε στο διάβα του μικρές φλογίτσες να χορεύουν ψηλά στα γυάλινα κουβούκλια. Οι φανοστάτες τούτοι, φώτιζαν τους δρόμους του Βερολίνου ήδη από τη δεκαετία του 1820, πράγμα που μου προξένησε εντύπωση όταν το πρωτοέμαθα.

Δεν είχα φίλους και τα βράδια μου τα περνούσα μόνος εκείνο τον καιρό. Το Βερολίνο, δεν έμοιαζε με την πόλη που κάποτε με γέννησε, μια μήτρα ήταν που τώρα πια πέτρωσε, έτσι μου φαινόταν, ένιωθα παρείσακτος μέσα στις μπρούτζινες αγκάλες του. Κι έλεγα πως το ίδιο παρείσακτος θα ένιωθε κι ο γέρος αυτός ο φανοκόρος. Έφτιανε κρύο, το χιόνι έπεφτε ψιλό στο πεζοδρόμιο, κι εκείνος με τη μικρή του σκάλα στον ώμο, μια σκιά ήταν, μαυριδερή που γεννοβολούσε φως. Οι περαστικοί έπεφταν πάνω του,τον προσπερνούσαν χωρίς να τον βλέπουν. Μα πώς να τον δουν; Τους ήτανε αόρατος, δε ταίριαζε με τις υποθέσεις που μαστίζανε το μυαλό τους, ήταν βλέπεις απομεινάρι μιας άλλης εποχής, ακατανόητος, ένας χρονοταξιδιώτης σε μυστική αποστολή.

Μέρα με τη μέρα ένιωθα, πως ήμουν ο μόνος φίλος του, κι ας μην με γνώριζε, κι ας μην είχαμε συναντηθεί ποτέ οι δυο μας, φτιάχναμε παρέα σιωπηλά, εκείνος από το δρόμο κάτω κι εγώ από εδώ στο παραθύρι μου. Ευχόμουν, σχεδόν τον παρακαλούσα να με πάρει μαζί του, εκεί που οδηγούν οι φανοστάτες του αργά τη νύχτα. Για ποιο λόγο να φέγγει το φως τους όταν όλοι κοιμούνται κι οι δρόμοι είναι άδειοι, σκεφτόμουν, αν όχι για να οδηγούν σε μέρη πέρα από ‘δω, εκεί που λαχταρά ανυπόφορα η καρδιά να βρεθεί;

Κάποτε, αποφάσισα πως δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να του μιλήσω. Μόλις είδα από το παράθυρο μου τη μορφή του να ξεπροβάλλει, έτρεξα στην πόρτα και κατέβηκα στο δρόμο. Την ώρα που τον πλησίαζα, εκείνος κατέβαινε από την κολώνα του φανοστάτη. Ήτανε ψηλός ο φανοκόρος, με λευκές φαβορίτες στα μάγουλα του, μα καμπούριαζε και τα χέρια του έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να στεριώσει τη σκάλα στον ώμο του. Τι ήταν αυτό που τον ρώτησα, δε θυμάμαι. Μπορεί και τίποτα. Θυμάμαι μόνο πως με κοίταξε κάποια στιγμή στα μάτια και ρίγησα, μια πλάκα σαν από μάρμαρο βράχνιασε το στήθος μου, κι ένιωσα εντός μου να αντικατοπτρίζεται ολόκληρος ο πόνος του κόσμου.

«Θέλω μόνο να βλέπω», είπε και μου χαμογέλασε. «Αυτό μοναχά, να βλέπω».

Η χροιά της φωνής του είχε μια γλυκύτητα, σαν αυτή που συναντάς μοναχά στις φωνές των ασκητών, κι αν ήταν μυρωδιά, νομίζω θα μύριζε όπως τα κομμάτια της κανέλας που κολυμπάνε στο ζεστό κρασί.

Έπειτα ο γέρος, έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε μέχρι τον επόμενο φανοστάτη. Έστησε τη σκάλα, ανέβηκε την κολώνα κι όταν τη κατέβηκε, μια νέα φλόγα κελαηδούσε στο γυάλινο κλουβί. Ύστερα, πήγε κι ανέβηκε στον επόμενο φανοστάτη. Και στον επόμενο. Μέχρι που ο δρόμος φωτίστηκε από τα πύρινα πουλιά και η μορφή του γέρου δεν φάνταζε παρά μια μαύρη σκιά στα μάτια μου.

Τον πήρα στο κατόπι. Έπρεπε-ήθελα να μάθω το ποιος ήταν, πώς βρέθηκε να κάνει τούτη τη δουλειά, αν είχε οικογένεια ή αν ζούσε μόνος, αν είχε κάποιο αγαπημένο βιβλίο ή κάποιον ήρωα που θαύμαζε, αν έζησε τη φρίκη του πολέμου ή αν κλαίει τις νύχτες αναπολώντας κάποιον χαμένο έρωτα ή τους σταυραδελφούς του που χάθηκαν στις μάχες. Α, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε! Θα μπορούσε να είναι κάποιος άγγελος, απεσταλμένος Κυρίου, ή ακόμα κι ο ίδιος ο Θεός που κατέβηκε ανάμεσα μας εδώ, μεταμφιεσμένος σε κοινό καντηλανάφτη, σ’ ένα φανοκόρο φτωχό, που οι καντήλες του δεν είναι παρά οι φανοστάτες που λάμπουνε τη νύχτα και δείχνουνε το δρόμο στις χαμένες ψυχές. Αν συνέβαινε να κατέβει ο Θεός στον κόσμο των ανθρώπων, σκεφτόμουν, κάπως έτσι θα συνέβαινε, κι αν δεν συνέβαινε, θα ήταν το ίδιο έτσι κι αλλιώς.

Όταν τον πρόφτασα είχε νυχτώσει. Ο γέρος δεν είχε καταλάβει την παρουσία μου, κι όταν κάποτε άναψε και τον τελευταίο φανοστάτη, άφησε τη σκάλα του σε κάποιον φοριαμό που έστεκε στην αρχή μιας αλέας και συνέχισε τον δρόμο του.

Την Ανταμστράσσε την είχαμε αφήσει πίσω μας εδώ κι αρκετή ώρα. Διασχίσαμε την γέφυρα του ποταμού Χάβελ, αυτός μπροστά κι εγώ ξοπίσω του, κι όταν φτάσαμε στην απέναντι όχθη, ο γέρος τρύπωσε σ` ένα δρομάκι που φιδόστριβε στα δεξιά του. Τον ακολούθησα μέχρι που το δρομάκι μας έβγαλε στην χορταριασμένη ανοιχτωσιά του Σβάρτσβεγκ, γυμνή που ήταν από τσιμέντο κι άσφαλτο. Μου φαίνονταν πάντα περίεργο που σε αντίθεση με τους φανούς της Ανταμστράσσε, οι φανοί που φώτιζαν το μονοπάτι του Σβάρτσβεγκ, είχαν μεγαλύτερο όγκο και κρέμονταν σα κόρακες από τις κολώνες. Χωρίς να γυρίσει και να τους κοιτάξει, ο γέρος διέσχισε το μονοπάτι, κι όταν έφτασε στο μισό της διαδρομής, σταμάτησε ξαφνικά κι έπεσε στα γόνατα.

Κοντοστάθηκα, αλλά προτού σκεφτώ το οτιδήποτε, ένας ήχος ήρθε και μου φίλησε τ’ αυτιά. Στη αρχή, έμοιαζε με βόμβο μακρόσυρτο που ερχόταν από κάπου μακριά. Όμως, όσο δυνάμωνε, τόσο μου έμοιαζε με τον ωκεάνιο ήχο της φάλαινας. Κοίταξα ολόγυρα μπας και βρω τη πηγή του ήχου. Δεν ήταν δα και παράξενο να προέρχεται ο ήχος από τη συσκευή κάποιου περαστικού. Μα στην περιοχή, απ` όσο μπορούσα να δω τουλάχιστον, δεν βρισκόμασταν παρά μόνο ο γέρος κι εγώ. Κι εκείνος δεν φαινόταν να ενοχλείται από τον ήχο. Μόνο συνέχιζε να κάθεται σκυφτός, με τα γόνατα στο έδαφος σα να προσεύχεται.

Κάποια στιγμή, καθώς ο ήχος δυνάμωνε, συνειδητοποίησα πως ερχόταν από παντού ολόγυρα, έμοιαζε να τον γεννοβολά η ίδια η νύχτα, ο σκοτεινός ουρανός πάνω από τα κόκκινα σύννεφα. Στην πραγματικότητα ήτανε ήχοι παρά ήχος. Σχεδόν χωρίς να το θέλω, τα μάτια μου έκλεισαν. Πίσω από τα βλέφαρα μου, οι ήχοι άρχισαν να ενώνονται, σχημάτιζαν νότες και διέκρινα μια μελωδία να γλιστρά και να ξετυλίγεται σαν εσάρπα που τη ξετυλίγει ο άνεμος. Ήταν μια θλιμμένη μελωδία σα μοιρολόι, μα και γλυκιά σα το νανούρισμα κι έμοιαζε να την πλέκουν μυριάδες ουράνιες χορδές καμωμένες από παγωμένο κρύσταλλο που θρυματίζονταν μετά από κάθε τίναγμα και τα κομμάτια που έσπαγαν, έπεφταν και αστροφώτιζαν την παγωμένη νύχτα.

Τα πόδια μου λύγισαν κι έπεσα με τα γόνατα στο έδαφος. Ένα σπουργίτι μικρό φώλιασε στο στήθος μου κι όταν έκανε ν’ ανέβει, ένας λυγμός ξεπήδησε από μέσα μου και ξέσπασα σε κλάματα. Έκλαιγα, μου φαινόταν για ώρες, σαν μωρό παιδί με τις παλάμες μου στο πρόσωπο, έκλαιγα, δεν ήξερα γιατί κι όμως έκλαιγα.

Κι όταν κάποτε τράβηξα τα χέρια μου από το πρόσωπο, αντίκρισα τους φανούς που ασκάλωτοι αιωρούνταν στον αέρα γύρω από το γέρο σα μικρά φωτεινά σκάφη. Σε κάποιο σημείο ανάμεσα από τους φανούς, εμφανίστηκε ένα κομμάτι λευκό ύφασμα, που συστρεφόταν σα να πάλευε να βγει μέσα από μια αόρατη τρύπα. Το ύφασμα μάκραινε και μάκραινε, ώσπου στο τέλος σχημάτισε τη μία πλευρά από κάτι που έμοιαζε με σεντόνι. Ένα δεύτερο κομμάτι ύφασμα ξεπετάχτηκε, κι έπειτα ένα δεύτερο κι ένα τρίτο. Στο τέλος, τα σεντόνια ενώθηκαν και σχημάτισαν ένα φόρεμα που διέγραφε το σώμα μιας κοπέλας. Έπειτα, χιλιάδες λωρίδες φωτός ξεχύθηκαν μέσα από τους αιωρούμενους φανούς και σα φίδια μακρουλά και φωτεινά, τυλίχτηκαν γύρω από το γυναικείο σώμα, κι όταν έφτασαν στο λαιμό, σχημάτισαν το κεφάλι της κοπέλας, κι ύστερα φώλιασαν στο πρόσωπο της που έμεινε να τρεμοπαίζει σα κανάλι στην τηλεόραση.

Καθώς τα πόδια της κοπέλας κουνιούνταν απαλά στον αέρα, το διάφανο φόρεμά της αποκάλυπτε τη γύμνια τους, κι εκείνη τη στιγμή τα πόθησα όπως δεν είχα ποθήσει τίποτε άλλο στη ζωή μου. Το μόνο που ήθελα ήταν ν’ αγγίξω το δέρμα τους και να τα λατρέψω , και θα το έφτιαχνα, αν δεν έβλεπα τη μορφή να σκύβει πάνω από το φανοκόρο και ν` αγγίζει με το χέρι της το κεφάλι του. Εκείνος έκανε να της πιάσει το χέρι και τότε η μορφή εξαφανίστηκε στη στιγμή, σα τη φλόγα που τη σβήνει ο άνεμος, κι οι φανοί βρέθηκαν στη θέση τους, σκαλωμένοι στις κολώνες σα να μην είχανε ξεσκαλώσει ποτέ.

Πλησίασα το γέρο. Το πρόσωπο του ήταν στραμμένο προς τον ουρανό και το ένα του χέρι ορθονώταν στον αέρα. Τον έπιασα από τους ώμους και τον έσπρωξα απαλά να σηκωθεί. Εκείνος γύρισε, άρπαξε το μπράτσο μου και με κοίταξε με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.

«Θέλω μόνο να τη βλέπω», είπε. «Αυτό μονάχα, να τη βλέπω».

Κι ύστερα η λαβή στο μπράτσο μου χαλάρωσε και το κορμί του γέρου γλίστρησε στο έδαφος.

 

Main Image Reference

Tags: dark , fantasy , mystery , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , Βερολίνο , γέρος , διαδρομή , διήγημα , έδαφος , ήχος , ιστορία , κοπέλα , κόρακας , κρύο , λυγμός , μελωδία , μυστήριο , νύχτα , σκάλα , σκοτάδι , Σπάνταου , σπουργίτι , ύφασμα , φανοκόρος , φανός , φανοστάτης , φαντασία , Φαντάσματα , Φόβος , φως , χρονοταξιδιώτης , ψυχολογία

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

Δημοσιεύτηκε 8 Ιανουαρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.