Μέρες Κεραυνού

“Συνάντησαν μια συμπλοκή. Μιαν ομάδα ανυπάκουων πολιτών, συγκρούστηκε με τις Δυνάμεις. Το σημείο είχε μετατραπεί, σ’ εμπόλεμη ζώνη. Οδομαχίες, φωτιές και χημικά. Στην προσπάθειά τους να διασχίσουν το σημείο των συμπλοκών, ένα μέλος της ομάδας τους, λιποθύμησε απ’ την έντονη χρήση χημικών. Ένα όχημα της πυροσβεστικής, περνούσε τρέχοντας σε κάποιον απ’ τους πλαϊνούς δρόμους κι οι σειρήνες του έκλαιγαν σα τρελές…”
Ένα δυστοπικό διήγημα της Χαράς Κωστοπούλου. 

10 Ιουνίου 2020

Ήταν εκείνες οι πρώτες μέρες αναταραχής. Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ακόμα καλά – καλά τι είχε συμβεί. Ο τρομερός αέρας όμως, που ‘χαν προκαλέσει οι τεράστιες ποσότητες θερμότητας που ‘χαν απελευθερωθεί, τάραζε την ισορροπία της ατμόσφαιρας, προδίδοντας τη πυρηνική τους προέλευση.  Τότε ήταν που ‘χαν ξεσπάσει οι πρώτες επιθέσεις. Η κατάσταση στις πόλεις ήταν άσχημη. Η κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε ήταν μεγάλη, λόγω της μείωσης των αποθεμάτων τροφής. Η Δημόσια Επιτροπή Ελέγχου, ειχ’ επιδοθεί σ’ ένα τεράστιο αγώνα καταστολής. Τρομοκρατούσε τους πολίτες, ανίκανη να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες. Μεγάφωνα στους δρόμους μετέδιδαν οδηγίες και χαλκευμένες ειδήσεις, μ’ εκείνον το γνώριμο αυταρχικό τρόπο, που ξύπναγε μνήμες του παρελθόντος. Ο φόβος έγινε το καλύτερο όπλο της Δ.Ε.Ε. για τον έλεγχο των πολιτών. Ληστείες, βίαιες συγκρούσεις και γενικότερη αναταραχή, είχαν γίνει καθημερινότητα. Ήταν η στιγμή που οι κάτοικοι των πόλεων, άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες αντίστασης, μη μπορώντας ν’ ανταπεξέλθουν μόνοι τους, σ’ αυτές τις νέες συνθήκες.

Σε μια ταράτσα περιστοιχιζόμενη από ψηλότερες πολυκατοικίες, μια ομάδα σύγχρονων ανταρτών πόλης, είχε κουρνιάσει δίπλα από μια σιδερένια, άδεια πια, οικιακή δεξαμενή πετρελαίου, περιμένοντας να πλησιάσει η ώρα της νυχτερινής τους εξόρμησης. Τρεις – τέσσερις άνθρωποι κάθονταν εκεί κρυμμένοι, με τις πλάτες τους ακουμπισμένες στο τοίχο της διπλανής πολυκατοικίας, ένας εκ των οποίων είχε τον αέρα του επικεφαλής. Μερικές γλάστρες είχαν μείνει ακόμα ζωντανές από τα χημικά, προσδίδοντας μια νότα ελπίδας, σ’ εκείνους που τις αντίκριζαν.

Mια γυναίκα καθόταν απόμερα, σκεπτόμενη την αποτυχημένη απόπειρα τηλεφωνικής επικοινωνίας με την οικογένειά της. Χαμένη στις δικές της σκέψεις και με την εικόνα του κόκκινου τηλεφώνου -με το καντράν που δε δούλευε– ακόμα στο μυαλό της, γύρισε τη ματιά της, προς το σκοτεινό νυχτερινό ουρανό. Πάντα της άρεσε να κοιτάζει τους αστερισμούς. Είχαν γι’ αυτή, μιαν ανεξήγητη γοητεία. Σκεφτόταν πως από κάποιο λάθος βρισκόμαστε δέσμιοι σ’ αυτό τον αφιλόξενο κι αφύσικο κόσμο. Συνέχισε να κοιτάζει τ’ αστέρια με τη νοσταλγία της χαμένης πατρίδας και τη λαχτάρα της επιστροφής, εκεί που ανήκεις. Τότε πρόσεξε πως ψηλά στο νυχτερινό ουρανό, τόσο ψηλά που ο ήχος δεν έφτανε σ’ αυτούς, οι αερομαχίες είχαν κιόλας αρχίσει. Το φως που ‘μενε πίσω σα φάντασμα απ’ τη φωτιά των πυρών, άφηνε τα ίχνη του στο σκοτάδι, σαν παιχνίδι arcade, από ‘κείνα που τα πυρά τους διαγράφουν λεπτομερώς τη πορεία τους στην οθόνη. Γύρω απ’ τ’ αεροπλάνα, γυμνά γκρίζα σώματα, αιωρούνταν άψυχα στο σκοτεινό ουρανό. Κι αυτό ήταν μονάχα η αρχή…

Η ώρα της βραδινής εξόρμησης είχε φτάσει. Εκείνη τη νύχτα, έπρεπε να καταφέρουν να προσεγγίσουν το αρχηγείο τους. Μια στρατιωτική σκηνή δηλαδή, στημένη ανάμεσα στα εναπομείναντα δέντρα, εκεί που κάποτε έστεκε το κοντινό δάσος της πόλης. Θα ‘παιρναν τις επόμενες οδηγίες τους κι αν μάλιστα έβρισκαν εκεί να τους περιμένει και κάποια τροφή, η χαρά τους θα ‘ταν μεγάλη. Στο δρόμο τα βήματά τους, ήταν προσεκτικά. Προχωρώντας κολλημένοι στο τοίχο, προσπαθούσαν να μην γίνουν αντιληπτοί. Έπρεπε η πορεία τους να μη διασταυρωθεί με εκείνη των Δυνάμεων Καταστολής, οι οποίες φρόντιζαν να εφαρμοστεί η απαγόρευση κυκλοφορίας και όχι μόνον, για τους πολίτες…

Συνάντησαν μια συμπλοκή. Μιαν ομάδα ανυπάκουων πολιτών, συγκρούστηκε με τις Δυνάμεις. Το σημείο είχε μετατραπεί, σ’ εμπόλεμη ζώνη. Οδομαχίες, φωτιές και χημικά. Στην προσπάθειά τους να διασχίσουν το σημείο των συμπλοκών, ένα μέλος της ομάδας τους, λιποθύμησε απ’ την έντονη χρήση χημικών. Ένα όχημα της πυροσβεστικής, περνούσε τρέχοντας σε κάποιον απ’ τους πλαϊνούς δρόμους κι οι σειρήνες του έκλαιγαν σα τρελές.  Οι άνθρωποι της αποστολής, προσπάθησαν να επαναφέρουν το σύντροφό τους, ο οποίος βρήκε ξανά τις αισθήσεις του,  κλαίγοντας και βήχοντας. Δε μπορούσε να συνεχίσει. Η γυναίκα αποφάσισε να μείνει μαζί του, να τον βοηθήσει να φτάσει στο χώρο περίθαλψης πολιτών, ο οποίος με δυσκολία είχε μείνει ακόμα ανοικτός.

Εκείνες τις μέρες το νοσοκομείο, είχε γεμίσει με ανθρώπους που δε μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν. Όταν με πολύ κόπο κατάφεραν να προσεγγίσουν, τους υποδέχτηκε προσωπικό κρυμμένο μέσα σε στολές βιοχημικού πολέμου. Κιτρινόμαυρες κορδέλες, έδιναν τη δική τους νότα διακόσμησης στο χώρο, απαγορεύοντάς σου την είσοδο. Αφού τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες, αποφασίστηκε πως ο άντρας έπρεπε να μείνει εκεί για τη νύχτα. Η γυναίκα τον συντρόφευσε στο θάλαμο. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Οι μάχες στον ουρανό μαίνονταν και κάποια ξεχασμένα φώτα από ανεμογεννήτριες, θύμιζαν άλλους καιρούς. Η γυναίκα τράβηξε το βλέμμα της από το παράθυρο. Η μορφή μιας κοπέλας που ‘ταν ξαπλωμένη στην απέναντι πλευρά του δωματίου, της κίνησε τη προσοχή.

Ήταν όμορφη και τα μαύρα μακρυά μαλλιά, της πλαισίωναν το πρόσωπο. Το βλέμμα της καρφωμένο, κοιτούσε κάτι  το οποίο δε μπορούσες να μαντέψεις. Το χέρι της μισάνοιχτο κι ακίνητο, έμοιαζε να ‘χει γαντζώσει κάτι ανύπαρκτο. Τη φυσική ομορφιά της, έρχονταν ν’ αντικρούσει το αφύσικο κίτρινο χρώμα, που ‘χε πάρει το δέρμα της. Και το βλέμμα της εκεί… Η γυναίκα τη παρατηρούσε για ώρες. Η κοπέλα δεν έκλεινε τα μάτια της, ούτε για να κοιμηθεί. Η γυναίκα αναρωτιόταν αν αυτό δεν της το επέτρεπε το σώμα της, ή άραγε η αιτία ήταν αυτός ο ανεξίτηλος τρόμος, που δεν έσβηνε απ’ τα μάτια της. Η έκφραση είχε μείνει αποτυπωμένη στο πρόσωπό της και το αγκυλωμένο χέρι, σα κάτι αόρατο να κρατούσε ή σα κάτι να προσπαθούσε ν’ ανοίξει. Να ξεφύγει, πριν τη παγώσει και την ακινητοποιήσει αυτός ο άγνωστος τρόμος που την είχε φέρει σ’ αυτή τη κατάσταση. Το ασπροκίτρινο χρώμα του δέρματός της, την έκανε να μοιάζει με κέρινο ομοίωμα. Ήταν τόσο παράξενος ο συνδυασμός της ομορφιάς της, με το πελιδνό πάγωμα που της είχε προκαλέσει ο άγνωστος φόβος κι η αγωνία.

Οι ώρες κυλούσαν αργά, μονότονα. Το φεγγάρι ακολουθούσε την προδιαγεγραμμένη του διαδρομή, αγνοώντας τι γινόταν τριγύρω. Ξαφνικά η κοπέλα πετάχτηκε και το σώμα της τραντάχτηκε, σαν να την είχε διαπεράσει κάποιο αόρατο ηλεκτροσόκ. Μια κίνηση που κύλησε απ’ το κεφάλι, μέχρι τα πόδια της. Μια βαθιά εισπνοή σα να προσπάθησε να μην πνιγεί και τα όργανα γύρω της, άρχισαν να χτυπούν σα τρελά. Η νοσοκόμα που την πρόσεχε, έβαλε τις φωνές. Οι γιατροί έτρεξαν και τα όργανα συνέχισαν να σφυρίζουν. Όλοι μιλούσαν στη κοπέλα, φωνάζοντάς της και περιμένοντας να τους απαντήσει κάτι. Την πήραν μαζί με το κρεβάτι της, να την μεταφέρουν στον αξονικό τομογράφο.  Καθώς το κρεβάτι κυλούσε στο διάδρομο, η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της προς τη νοσοκόμα και της είπε “Φοβάμαι”…

Λίγη ώρα μετά, γύρισαν ξανά στο δωμάτιο. Η κοπέλα δεν μίλησε πάλι. Μόνο τα μάτια της κουνούσε πια, πέρα – δώθε. Ποιος ξέρει, τι της προξένησε αυτό το φόβο. Ποιος ξέρει, αν θα μπορούσε να επανέλθει ολοκληρωτικά, σ’ αυτή τη διάσταση. Θ’ άφηνε το φόβο να τη κρατάει ή θα κατάφερνε να σπάσει τα δεσμά της; Αυτά σκεφτόταν η γυναίκα, κοιτώντας απ’ το παράθυρο. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, είχαν ήδη ξεπροβάλει και τα χελιδόνια χόρευαν ένα τρελό χορό γύρω από τις φωλιές, με τα μωρά τους. Ζούσαν στο δικό τους μικρόκοσμο, απαλλαγμένα προς το παρόν, απ’ ολ’ αυτά που συνέβαιναν τριγύρω μας. Έμεινε να τα κοιτάζει για ώρα. Ο ήλιος ανέτειλε για τα καλά κι η ζωή συνέχισε τη καθημερινή της πορεία.

 

 

 

Main Image Reference

Tags: The Weird Side Daily , αέρας , αεροπλάνα , αεροπλάνο , αισθήσεις , αναπνοή , ανάσα , αναταραχή , ανατολή , άνθρωποι , Άνθρωπος , αντάρτης , αντίσταση , απόθεμα , αρχηγείο , αστέρια , αστερισμός , Ατμόσφαιρα , αχτίδα , βία , βλέμμα , γιατροί , Γιατρός , γοητεία , δάση , δάσος , ΔΕΕ , δέντρα , δέντρο , Δημόσια Επιτροπή Ελέγχοιυ , διακόσμηση , δρόμος , είδηση , εικόνα , είσοδο , έκφραση , ελπίδα , εμπόλεμη ζώνη , εξόρμηση , επικοινωννία , επιστροφή , ζωή , ήλιοε , Ήλιος , θερμότητα , ισορροπία , καταστολή , κάτοικοι , κάτοικος , κοινωνία , κοπέλα , κορδέλα , κρεβάτι , ληστεία , μαλλιά , μάτι , μάτια , μέρα , μέρες , μνήμη , μορφή , μυαλό , νοσοκομείο , νύχτα , οδηγία , οδομαχία , οθόνη , ομορφιά , ουρανός , όχημα , παιχνίδι , παιχνίδια , παράθυρο , παρελθόν , πατρίδα , πόλη , πολίτης , πολυκατοικία , πορεία , πρόσωπο , πυρά , πυροσωεστική , Σκέψη , σκηνή , σύγκρουση , συμπλοκή , σύντροφος , σώμα , ταράτσα , τηλέφωνο , τροφή , Φάντασμα , φεγγάρι , Φόβος , φωνές , φωτιά , φωτιές , Χαρά Κωστοπούλου , χέρι , χημικά , Χορός , ώρα

Χαρά Κωστοπούλου

Δημοσιεύτηκε 10 Ιουνίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.