Η Σύναξη

“Αν συνεχίσουν να σκοτώνουν κάθε γυναίκα που γεννιέται με το χάρισμα να διαβάζει τα μελλούμενα, να ψυχανεμίζεται τον καιρό και ν’ ανακαλύπτει τις θεραπευτικές χρήσεις των φυτών, στο τέλος θα τους φάνε οι αρρώστιες και η πείνα! Κανείς δεν θα υπάρχει για να τους προστατεύει από τις κακοκαιρίες που θα καταστρέφουν τις σοδειές τους και από τις επιδημίες που θα σέρνονται ανάμεσά τους!”

30 Αυγούστου 2021

Η καταιγίδα που ξεσήκωσα για τη συνάντηση ήταν πολύ εντυπωσιακή. Καταρχήν, διέθετε όλα τ’ απαραίτητα χαρακτηριστικά που προκύπτουν από μια θεαματική σύγκρουση των στοιχείων της φύσης: Βαριά και μαύρα σύννεφα που κάλπαζαν στον ουρανό, απανωτές αστραπές και έναν λυσσαλέο άνεμο που ούρλιαζε πάνω απ’ τις ξύλινες στέγες του χωριού. Επιπρόσθετα, εκκωφαντικά μπουμπουνητά αντιλαλούσαν σαν κολοσσιαία βαρέλια που κατρακυλούσαν πάνω στ’ απόκρημνα σκαλοπάτια κάποιας ουράνιας κλίμακας.

Το νυχτερινό σκοτάδι είχε γίνει ιδιαίτερα πηχτό και σίγουρα οι χωριάτες είχαν λουφάξει κάτω απ’ τα τραπέζια και τα κρεβάτια τους περιμένοντας να ξεθυμάνει το κακό.

Χαμογέλασα χαιρέκακα καθώς φαντάστηκα τους πιο θαρραλέους απ’ αυτούς να προσεύχονται γονατιστοί μπροστά στον σταυρωμένο θεό τους και σε χοντροφτιαγμένα εικονίσματα που απεικόνιζαν αποστεωμένους και κακάσχημους αγίους με στεγνά πρόσωπα και ρουφηγμένα μάγουλα. Τι ξεπεσμός μα την Εκάτη! Μα πως είχαν αποφασίσει αυτοί οι άνθρωποι να εγκαταλείψουν τους όμορφους και καλλίγραμμους θεούς της αρχαιότητας και να λατρέψουν αυτές τις αηδιαστικές γελοιογραφίες με τα σκοτεινά μάτια, τ’ αγέλαστα στόματα και τα παραμορφωμένα δάχτυλα που μοιάζανε με τα πόδια πελώριων εντόμων; Από πότε η χαρά της ζωής είχε δώσει τη θέση της στον φόβο και την ενοχή;

Φυσικά, γνώριζα πολύ καλά την απάντηση: Από τότε που οι ρασοφόροι ιερείς του καινούργιου θεού είχαν γκρεμίσει τα μαρμάρινα είδωλα των αρχαίων τρόπων και τους είχαν τρομοκρατήσει με την απειλή μιας αιώνιας τιμωρίας.

Τέλος πάντων, απόψε η νύχτα ήταν δική μας. Ακόμα και τ’ αγρίμια των δασών είχαν κρυφτεί στις μυστικές κρυψώνες τους, μέσα σε μικρές σπηλιές και κάτω από αιωνόβια δέντρα. Κανείς δεν θα τολμούσε να βγει απ’ το σπίτι του και να περιπλανηθεί στους λασπωμένους αγρούς ή να κατασκοπεύσει τον απόμερο αχυρώνα, εκεί όπου με περίμεναν η Πασιφλώρα και η Ντιμέντια.

Διέγραψα ένα μεγάλο κύκλο μέσα στο ανεμοδαρμένο σκοτάδι, έχασα ύψος σταδιακά  και προσγειώθηκα μπροστά στην ξύλινη πόρτα του ξύλινου οικοδομήματος μ’ έναν εντυπωσιακό ελιγμό της σκούπας μου.

Επάνω στην ξύλινη πόρτα από χοντροπελεκημένα μαδέρια διέκρινα ένα αποτροπαϊκό sigil που αν και παρέμενε αόρατο στα μάτια των κοινών θνητών, έκανε πολύ καλά τη δουλειά του. Κανείς δεν θα έβρισκε το κουράγιο ν’ ανοίξει αυτή την πόρτα, ακόμα και αν ήταν αρκετά τρελός ώστε να περιπλανιέται έξω απ’ το σπίτι του μια νύχτα σαν κι αυτή. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα τρόμου θα τον σταματούσε. Εγώ πάλι, ανεπηρέαστη από τη μαγική του υποβολή, μπορούσα να το δω ν’ αστράφτει με μια μουντή κόκκινη απόχρωση που θύμιζε μισοσβησμένο κάρβουνο.

Κροτάλισα τα δάχτυλα μου επιδεικτικά και ύστερα από ένα ακόμα πιο δυνατό μπουμπουνητό, άρχισε να ξαναβρέχει λυσσαλέα.

Χαμογέλασα και πάλι: Υπήρχε λόγος που με λέγανε Ανεμόεσσα, Κυρά των Καταιγίδων!

“Aυτή η σύναξη ήταν άκρως ανεπίσημη…”

Τίναξα τη σκούπα που είχε γίνει μούσκεμα κατά τη διάρκεια της σύντομης πτήσης μου  μέσα στα υγρά σύννεφα της καταιγίδας και χτύπησα συνθηματικά την πόρτα του αχυρώνα.

«Εμπρός!» ακούστηκε η στριγκή φωνή της Πασιφλώρας.

Άνοιξα την πόρτα και δρασκέλισα το κατώφλι του μοναχικού αχυρώνα.

Σε γενικές γραμμές, όταν εμφανίζομαι σε κάποια πολυπληθή σύναξη φροντίζω να υιοθετώ μια προσεγμένη και επιβλητική εμφάνιση. Τα μαλλιά μου φουσκώνουν γύρω απ’ το πρόσωπό μου σαν τα σκοτεινά σύννεφα μιας εκκολαπτόμενης καταιγίδας και φοράω σκούρα ρούχα με ασημένια στολίδια που φεγγοβολούν σαν μικρές αστραπές. Και αυτή τη φορά δεν είχα αλλάξει συνήθειο αν και δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να στολίσω τον εαυτό μου καθώς οι μάγισσες που συμμετείχαν στην αποψινή συνάντηση ήταν μόνο δύο. Η μοναδική παραχώρηση που είχα κάνει απέναντι στην άκρα μυστικότητα που απαιτούσε το αποψινό γεγονός ήταν ένας απλός μαύρος μανδύας που φορούσα πάνω από την επίσημη τουαλέτα μου και ένα δαχτυλίδι αορατότητας που είχα περάσει στο δείκτη του δεξιού χεριού μου για κάθε ενδεχόμενο. Κατά τα άλλα, τα πλούσια μαλλιά μου φούσκωναν όπως πάντα, φορτισμένα από τον στατικό ηλεκτρισμό που είχαν μαζέψει καθώς πετούσα μέσα απ’ τα σύννεφα που η ίδια είχα δημιουργήσει.

Τέλος πάντων, όπως είπα και προηγουμένως, αυτή η σύναξη ήταν άκρως ανεπίσημη καθώς αποτελούνταν από τρεις μονάχα μάγισσες ανώτατου βαθμού.

Αυτές είχαμε απομείνει όλες κι όλες σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Αποτίναξα εκείνη την αποθαρρυντική διαπίστωση και περπάτησα στο εσωτερικό του αχυρώνα θαρρετά.

Ήταν μισοσκότεινο, φωτισμένο μονάχα από μια πυρακτωμένη πεντάλφα και έναν κύκλο προστασίας που είχαν χαράξει οι δυο αδελφές μου στο χωμάτινο δάπεδό του. Μέσα στην κόκκινη και βυσσινί φωταύγεια τους, τα πρόσωπά της Πασιφλώρας και της Ντιμέντιας διαγράφονταν ανάγλυφα, η κάθε ρυτίδα και ζαρωματιά τους ολοφάνερες και χτυπητές. Έμοιαζαν αρχαίες. Και γερασμένες. Ένα αυθόρμητο συναίσθημα αποδοκιμασίας ανάβλυσε από μέσα μου. Μα πως είχαν επιτρέψει στους εαυτούς τους να καταντήσουν έτσι; Χάθηκε ένα ξόρκι νεανικότητας ή έστω λίγο γκλάμορ, κλεμμένο από τα ξωτικά, για να κρύψει τις δαχτυλιές του χρόνου; Βέβαια, η Πασιφλώρα ποτέ δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική της εμφάνιση. Ως χθόνια μάγισσα που επικοινωνούσε με τα φυτά και τα ζώα αντιλαμβανόταν το χρόνο διαφορετικά από μας. Γνώριζε την κάθε θεραπευτική και δηλητηριώδη ιδιότητα του κάθε βοτανιού που φύτρωνε στα δάση και στους αγρούς, μιλούσε με κρυστάλλους και ορυκτά που έκαναν εκατομμύρια χρόνια για να σχηματιστούν και να προβάλουν μέσα από τη Γη ενώ προτιμούσε να περιφέρεται στις εξοχές, μακριά από τους ανθρώπους. Υπήρχαν φορές που είχε να μιλήσει για τόσο πολύ καιρό ώστε η φωνή της έβγαινε βραχνή και με δυσκολία. Τώρα τα μαλλιά της πετούσαν εδώ και εκεί σαν άγρια ξερόκλαδα ενώ το πρόσωπό της έμοιαζε με το ροζιασμένο κορμό κάποιας πανάρχαιας ελιάς. Η Ντιμέντια από την άλλη ήταν μια άλλη, εξίσου ιδιάζουσα περίπτωση. Ως Κυρά των Υπόγειων Ρευμάτων της Ψυχής, μπορούσε να τρελάνει οποιονδήποτε με μια και μόνο λέξη ή να στείλει στο θύμα της τους χειρότερους εφιάλτες, ή τα πιο όμορφα όνειρα στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση που τύχαινε να το συμπαθήσει. Στα νιάτα της θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη αλλά τώρα έμοιαζε με μαδημένο τσαλαπετεινό. Μάλλον γιατί η τρέλα που έστελνε στους άλλους είχε βαρέσει και την ίδια τελικά.

Αναστέναξα καρτερικά και στάθηκα μπροστά τους.

«Σας χαιρετώ τιμημένες αδελφές μου» τους είπα με στεντόρεια φωνή.

«Καλώστηνε κι ας άργησε!» μου απάντησε η Ντιμέντια, ελάχιστα εντυπωσιασμένη από την υποβλητική μου παρουσία.

Πρόσεξα ότι δίπλα της υπήρχε ένα ογκώδες καλάθι από σφιχτοπλεγμένη ψάθα που το πάνω μέρος του ήταν καλυμμένο μ’ ένα κόκκινο πανί. Υπέθεσα ότι είχε ακολουθήσει τις εντολές που της είχα δώσει και το περιεχόμενο του ήταν ακριβώς αυτό που της είχα ζητήσει.

«Καλή η καταιγίδα σου δε λέω,» πρόσθεσε η Ντιμέντια με γκρινιάρικο ύφος, «αλλά γίναμε μούσκεμα μέχρι να φτάσουμε μέχρι εδώ.» Η φωνή της που κάποτε θα πρέπει να ήταν αισθησιακή και βραχνή, τώρα βραχνοκοκόριζε σαν συναχωμένος πετεινός.

«Μήπως θα προτιμούσες να έχεις ένα κάρο θνητούς να περιφέρονται γύρω μας σαν ενοχλητικά κουνούπια;» της απάντησα απότομα.

«Καλά σου λέει,» επενέβη η Πασιφλώρα με συμφιλιωτικό ύφος. «Η αποψινή καταιγίδα είναι ότι πρέπει για να τους κρατήσει μακριά. Σίγουρα θα έχουν λουφάξει στις αξιολύπητες καλύβες που αποκαλούν σπίτια τους σαν τρομαγμένα κουνέλια!»

Με αυτά τα λόγια χιχίρισαν και οι δύο και η ένταση που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται στο εσωτερικό του αχυρώνα διαλύθηκε ως δια μαγείας, αν μου επιτρέπετε το λογοπαίγνιο.

«Έλα καλέ μη στέκεσαι έτσι! Έλα να κάτσεις και εσύ κοντά στον κύκλο μας! Βγάζει αρκετή ζέστη και θα στεγνώσεις αμέσως!»

Ακολούθησα τη στοργική συμβουλή της Πασιφλώρας και πλησίασα περισσότερο τον πυρακτωμένο κύκλο. Όντως εξέπεμπε μια κολασμένη ζεστασιά που ήταν πολύ ευπρόσδεκτή. Έκατσα οκλαδόν απέναντι από τις δυο αδελφές μου, έσιαξα το μανδύα μου έτσι ώστε να πέφτει γύρω μου εντυπωσιακά, σχηματίζοντας υπέροχες πτυχώσεις, και άρχισα να τους λέω τα εξής:

«Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια! Ξέρετε πολύ καλά για ποιο λόγο σας μάζεψα εδώ πέρα! Αντιμετωπίζουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να το λύσουμε αμέσως!»

Η Ντιμέντια αναστέναξε με κατανόηση:

«Άσ’ τα, τα  ‘μαθα και εγώ τα νέα. Οι άνθρωποι στις πόλεις έχουν τρελαθεί! Χτες έκαψαν ακόμα μια εκκολαπτόμενη μάγισσα! Έτσι που το πάνε στο τέλος δεν θα μείνει καμία ζωντανή ανάμεσά τους!»

Η Πασιφλώρα γούρλωσε τα μάτια της με κατάπληξη:

«Μα καλά, με ποια αφορμή την πυρπόλησαν αυτή τη φορά;»

«Εμ, εδώ σε θέλω!» της απάντησε η Ντιμέντια. «Τώρα πια δεν χρειάζεται να υπάρχει συγκεκριμένη κατηγορία! Ήρθε λέει ένα διάταγμα από κάποιον Πάπα, παπά, δεν κατάλαβα ακριβώς, από τη Ρώμη τέλος πάντων, που λέει ότι αρκεί μια γυναίκα να έχει επάνω της τα σουσούμια μιας μάγισσας για να καεί ζωντανή. Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα έμπρακτο πια!»

«Προφανώς καταλαβαίνετε και οι δυο σας τι σημαίνει αυτό» δήλωσα με δυσοίωνο ύφος.

Οι συνομιλήτριες μου με κοίταξαν χωρίς να μιλήσουν.

Αναστέναξα βαθιά και πρόσθεσα:

«Σημαίνει ότι εφόσον δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τις αδελφές μας, εξαιτίας της συνθήκης των τεσσάρων στοιχείων που μας απαγορεύει να ανακατευόμαστε άμεσα με τις υποθέσεις των θνητών, κάθε μάγισσα που γεννιέται ανάμεσα τους, κινδυνεύει θανάσιμα!»

«Μα αυτό είναι ολέθριο!» τσίριξε η Πασιφλώρα, «και όχι μόνο για τη δική μας φυλή αλλά και για τη φυλή των ανθρώπων! Αν συνεχίσουν να σκοτώνουν κάθε γυναίκα που γεννιέται με το χάρισμα να διαβάζει τα μελλούμενα, να μιλά με τα φυτά και τα ζώα, να ψυχανεμίζεται τον καιρό και ν’ ανακαλύπτει τις θεραπευτικές χρήσεις των φυτών, στο τέλος θα τους φάνε οι αρρώστιες και η πείνα! Κανείς δεν θα υπάρχει για να τους προστατεύει από τις κακοκαιρίες που θα καταστρέφουν τις σοδειές τους και από τις επιδημίες που θα σέρνονται ανάμεσά τους!»

«Και τι θα γίνει με όλες τις γνώσεις που μάζεψε η φάρα των μαγισσών μέσα στους αιώνες; Θα χαθούν και αυτές;» αναρωτήθηκε η Ντιμέντια.

«Αυτό δεν πρέπει να συμβεί,» δήλωσα με το πιο σοβαρό ύφος που μπορούσα να πάρω, «πρέπει να βρούμε μια λύση!»

Μια βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσα μας καθώς και οι δυο τους έσκυψαν τα κεφάλια τους πάνω απ’ την πυρακτωμένη πεντάλφα και προσπάθησαν να βάλουν τα μυαλά τους να δουλέψουν.

«Αν μιλούσαμε με τους Αλχημιστές;» πρότεινε κάποια στιγμή δειλά-δειλά η Ντιμέντια.

«Και τι να τους πούμε;» τη ρώτησε η Πασιφλώρα.

«Να, λέω να κάνουμε μαζί τους μια ανταλλαγή. Εφόσον έχουν φαγωθεί να βρουν το μυστικό της αθανασίας και της μετατροπής κάθε μετάλλου σε χρυσό, να τους προτείνουμε απεριόριστη πρόσβαση σε όλα τα βιβλία της μαγείας με αντάλλαγμα την προστασία τους. Έτσι κι αλλιώς μέχρι να μάθουν να τα διαβάζουν, έτσι μπερδεμένα που είναι, θα περάσουν πολλοί αιώνες οπότε μέχρι τότε οι εκκολαπτόμενες μάγισσες θα είναι ασφαλείς!»

«Ξεχνάς ένα πράγμα,» την έκοψα, «επειδή ακριβώς όπως είπες οι Αλχημιστές δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τα μυστικά της αθανασίας και της μεταστοιχείωσης, προς το παρόν παραμένουν ένα μάτσο απένταρα και γραφικά γεροντάκια που ζούνε σε μουχλιασμένους πύργους και ετοιμόρροπα μέγαρα. Άσε που τώρα τελευταία οι παπάδες αρχίσανε να τους στραβοκοιτάνε και αυτούς. Εδώ δεν μπορούν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, εμάς θα προστατεύσουν;»

«Σωστά…» συμφώνησε μαζί μου η Ντιμέντια, «δεν μας κάνουν οι Αλχημιστές! Αν όμως πηγαίναμε στους ίδιους του παπάδες;»

«Καλε!» ξεφώνησε η Πασιφλώρα, «Τι λες εκεί; Τρελάθηκες εντελώς ή δεν αξίζει καν να σε ρωτάω;»

«Για περίμενε…» μπήκα στη μέση, «αυτή είναι μια εντελώς παράξενη πρόταση που μπορεί να έχει κάποια λογική, τρόπος του λέγειν βέβαια, γιατί είναι κάτι που σκέφτηκες εσύ. Τι εννοείς Ντιμέντια;»

Η αδελφή μου κόμπιασε λιγάκι αλλά τελικά κατάφερε να ξεφουρνίσει τα εξής:

«Ε να, και οι παπάδες άνθρωποι είναι. Και τι ζητούν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως; Δύναμη, δηλαδή πλούτο και εξουσία καθώς και την αιώνια ζωή. Αν λοιπόν βρούμε τους πιο πονηρούς από αυτούς και τους υποσχεθούμε τη βοήθειά μας με αντάλλαγμα να μας αφήσουν ήσυχες, δεν θα συμφωνήσουν με τους όρους μας;»

«Χλωμό το βλέπω…» της απάντησε η Πασιφλώρα. «Από ότι μαθαίνω, οι ρασοφόροι είναι οι πιο αδίστακτοι και παμπόνηροι άνθρωποι του κόσμου. Δεν είναι να κάνεις παζάρια μαζί τους, άσε που μας εμποδίζει και η συνθήκη των τεσσάρων στοιχείων. Δεν μας επιτρέπεται να μετατρέψουμε κανέναν άνθρωπο σε αθάνατο αυτοκράτορα. Εδώ που τα λέμε, όχι και άδικα! Τώρα που ζούνε το πολύ 60 με 70 χρόνια ο καθένας, έχουν ήδη καταφέρει να κάνουν απίστευτο κακό ο ένας στον άλλο. Φαντάζεστε τι έχει να γίνει έτσι και κάποιοι από δαύτους γίνουν αθάνατοι; Ο κακός χαμός! Για να μην πω της τρελής! Ουπς, συγγνώμη Ντιμέντια, δεν το εννοούσα προσωπικά!»

Η αδελφή της προτίμησε να την αγνοήσει εντελώς, χαμένη καθώς ήταν στις σκέψεις της, κάτι που με ανακούφισε πάρα πολύ καθώς το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν αυτές τις δυο να αλληλοξεμαλλιάζονται με μένα στη μέση να παλεύω να τις χωρίσω με μικρές αστραπές και διακριτικές χαλαζοπτώσεις.

«Εντάξει λοιπόν, άκυρο!» συμφώνησε εν τέλει η Ντιμέντια που συμπεριφερόταν ασυνήθιστα λογικά και συγκρατημένα ετούτη τη βραδιά. «Καμία άλλη πρόταση υπάρχει;»

«Κοιτάξτε,» τους είπα, «πρέπει να βάλουμε σε μια σειρά τις προτεραιότητές  μας. Καταρχήν, πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να προστατεύσουμε τις μάγισσες ολόκληρης της χώρας. Και μετά πρέπει να βρούμε και κάποιο τρόπο να σώσουμε και την παρακαταθήκη των γνώσεων που μας άφησαν οι προηγούμενες γενεές. Η τέχνη μας δεν πρέπει να πεθάνει, για το καλό όλων!»

«Έχεις να προτείνεις κάτι το συγκεκριμένο;» με ρώτησε η Πασιφλώρα.

«Ναι,» της απάντησα με αυτοπεποίθηση «Από δω και εμπρός οι μάγισσες που ξεφυτρώνουν ανάμεσα στους ανθρώπους θα πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζονται από κάποια κρυφά σημάδια τους και να επικοινωνούν μυστικά. Μόνο έτσι θα μείνουν ζωντανές για αρκετά χρόνια ώστε να μπορούν να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στις επόμενες. Στο μεταξύ όμως κάθε εκκολαπτόμενη μάγισσα, κάθε προικισμένη κοπέλα δηλαδή που δεν έχει μάθει ακόμα να εξουσιάζει τις δυνάμεις που της χάρισε το σύμπαν,  θα πρέπει να κρύψει τα βιβλία της και να μάθει να συμπεριφέρεται σαν κοινή θνητή.»

«Και πως θα ξέρουν τι είναι, αν δεν έχουν κάποιο πρότυπο να ακολουθήσουν; Θέλω να πω, αν κρύβονται όλες και παριστάνουν τις απλές θνητές, οι καινούργιες πως θα ξέρουν σε ποια αδελφή τους να μιλήσουν για βοήθεια και διδασκαλία;» επενέβη η Ντιμέντια με μπερδεμένο ύφος.

Την κοίταξα με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Δεν μου λες, έφερες αυτό που σου ζήτησα;» τη ρώτησα με σιγανή και συνωμοτική φωνή.

«Ναι,» μου απάντησε εκείνη. «Αν και χρειάστηκε να του κάνω ένα ηρεμιστικό ξόρκι γιατί χαλούσε τον κόσμο με τις τσιρίδες του!»

«Δείξε μου το,» την έκοψα με προστακτική φωνή που ξεχείλιζε από ανυπομονησία.

Δίχως να βγάλει καμία περαιτέρω κουβέντα, η Ντιμέντια πλησίασε το καλάθι της και αφαίρεσε το κόκκινο ύφασμα που σκέπαζε το πάνω μέρος του. Έσκυψα από πάνω του και η Πασιφλώρα με μιμήθηκε όλο περιέργεια θέλοντας και αυτή να μάθει τι περιείχε:

«Καλέ!» ξεφώνησε, «ένα μωρό!»

Πραγματικά, μέσα στο καλάθι., τυλιγμένος με μια αφράτη κουβέρτα που τον κρατούσε ζεστό, κοιμόταν του καλού καιρού ένας μπόμπιρας. Ήταν ξανθομπούμπουρας, με ροζ μάγουλα και ένα στόμα που θύμιζε φρέσκο κεράσι. Ένα τυπικό μωρό των ανθρώπων δηλαδή, εξαιρετικά καλοθρεμμένο και τροφαντό.

«Δεν πιστεύω να σε πήρε κανείς χαμπάρι!» σχολίασα στραβοκοιτάζοντας την Ντιμέντια.

«Καλέ τι λες τώρα;» μου απάντησε εκείνη με θιγμένο ύφος «Για πρωτάρα με πέρασες; Έριξα σ’ όλη την οικογένειά του το ίδιο ναρκωτικό ξόρκι που χρησιμοποίησα για την αφεντιά του. Θα ροχαλίζουν του καλού καιρού μέχρι το πρωί.»

«Ωραία» σχολίασε η Πασιφλώρα, «φέραμε λοιπόν στη σύναξη μας ένα ανθρώπινο νήπιο. Και τι θα το κάνουμε;»

«Θα σας εξηγήσω,» της απάντησα με καταδεκτικό ύφος. «Εφόσον σκοπεύουμε να εξαφανιστούμε από τον κόσμο των ανθρώπων και να αποσυρθούμε στα απάτητα βουνά μας, θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε η ανάμνησή μας να μην ξεχαστεί ποτέ. Μονάχα αν οι άνθρωποι συνεχίσουν να μας θυμούνται και να μας φοβούνται οι εκκολαπτόμενες θα καταλαβαίνουν τι είναι πραγματικά και θα μαθαίνουν πώς να κρύβονται απ’ αυτούς!»

«Και πως σκοπεύεις να διατηρήσεις τη μνήμη μας στα θνητά μυαλά τους;» με ρώτησε ν Ντιμέντια όλο δυσπιστία.

«Α μα είναι πολύ απλό!» της απάντησα με αυτάρεσκο ύφος. «Θα χρησιμοποιήσουμε κάτι που αρέσει στους ανθρώπους να κάνουν πιο πολύ από κάθε τι άλλο για να περνάει η ώρα τους!»

«Δηλαδή, θα πλαγιάζουμε όλη την ώρα μαζί τους;»

«Όχι βρε σαχλή! Στους ανθρώπους αρέσει να λένε ιστορίες! Όταν μαζεύονται όλοι μαζί γύρω από τα τζάκια τους το χειμώνα ή όταν μεθάνε στα καπηλειά τους δεν τρελαίνονται ν’ αφηγούνται παράδοξους και συναρπαστικούς μύθους και θρύλους; Λοιπόν, θα διδάξουμε αυτό το πιτσιρίκι καταπληκτικές ιστορίες που θα λένε τα πάντα για μας αλλά θα μας παρουσιάζουν ως ψεύτικες φιγούρες, ως πλάσματα των παραμυθιών και ως ανύπαρκτους μπαμπούλες!»

«Καταπληκτική ιδέα!» Αναφώνησε η Πασιφλώρα που μπήκε πρώτη στο νόημα. «Έτσι  θα διαδοθούν από στόμα σε στόμα και δεν θα τις πιστεύει κανείς! Αλλά κάθε κορίτσι που θα γεννιέται προικισμένο με κάποια ιδιαίτερη ικανότητα θα μαθαίνει τι είναι και πως μπορεί να κρύβεται απ’ τους απλούς θνητούς! Είσαι μεγαλοφυΐα!» πρόσθεσε με θαυμασμό.

Άθελα μου κατακοκκίνισα από ευχαρίστηση.

«Λοιπόν,» ολοκλήρωσα για να κρύψω τη χαρά μου, «το συγκεκριμένο παιδί θα γίνει ένας διάσημος τροβαδούρος που θα περιφέρεται από κάστρο σε κάστρο και από πανηγύρι σε πανηγύρι και θα λέει τις καταπληκτικές ιστορίες που απόψε θα του διδάξουμε εμείς!»

Εκείνη τη στιγμή, ίσως γιατί φωνάζαμε όλες πολύ δυνατά από τη χαρά μας, το πιτσιρίκι ξύπνησε. Άνοιξε ένα ζευγάρι μάτια που έμοιαζαν με γαλάζιες χάντρες, έφερε ένα δάχτυλο στο στόμα του και άρχισε να το βυζαίνει κοιτάζοντας μας με απορία.

Έσκυψα πάνω από το καλάθι του και άρχισα να του λέω γλυκά-γλυκά:

«Λοιπόν, μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα πολύ-πολύ μακριά από δω, ζούσε ένα όμορφο κοριτσάκι που το λέγανε Χιονάτη…..»

 

Main Image Reference

Tags: sigil , story , The Weird Side Daily , weird , Άγιος , αδελφή , αθανασία , Αθάνατοι , αλχημιστής , Ανεμόεσσα , άνεμος , αποδοκιμασία , αρρώστια , αρχαιότητα , αστραπή , αχυρώνας , βιβλία , βιβλίο , βότανο , βουνά , βουνό , γενεές , Γη , γνώση , γυναίκα , δάση , δάσος , δέντρα , δέντρο , διήγημα , Διήγημα τρόμου , Διηγήματα , δύναμη , ελιά , εμφάνιση , ενοχή , εξουσία , επιδημία , Έρικ Σμυρναίος , εφιάλτης , ζέστη , Ζώα , Ζώο , θάνατος , θεός , θεραπεία , θνητοί , θνητός , Θρησκεία , ιερέας , ιερείς , ιστορία , ιστορία τρόμου , ιστορίες , κακό , κακοκαιρία , καλάθι , καλύβα , κάστρο , καταιγίδα , κίνδυνος , κοπέλα , κρυψώνα , κύκλος , Κυρά των Καταιγίδων , Κυρά των Υπόγειων Ρευμάτων της Ψυχής , μαγεία , μάγισσα , μάγισσες , μανδύας , μνήμη , μυστικό , μωρό , Ντιμέντια , νύχτα , ξόρκι , ξωτικά , ξωτικό , ολέθριο , Όνειρα , όνειρο , Παιδί , πανηγύρι , πανί , παπάς , Πασιφλώρα , πείνα , πεντάλφα , πετεινός , πόρτα , προστασία , πυρά , Ρώμη , σκοτάδι , σκότος , σκούπα , Σπηλιά , σπίτι , σύμπαν , σύναξη , σύννεφα , τέχνη , τζάκι , τιμωρία , τρέλα , τροβαδούρος , τρόμος , Φόβος , φυλή , φύση , φυτά , φυτό , φωτιά , χαμόγελο , χάρισμα , χειμώνας , χρόνος , χρυσός

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 30 Αυγούστου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.