Η ιστορία της στοιχειωμένης Μαίρη Κλου

“Το νεαρό αγόρι είχε αλλάξει απότομα όψη. Τα μάτια του γυάλισαν κάτω από το φως του φεγγαριού καθώς το γαλανό τους χρώμα είχε απότομα μετατραπεί σε δυο γυάλες γεμάτες αίμα. Οι κόρες των ματιών του μίκρυναν απότομα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίστηκαν…”

Διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο ένα ανατριχιαστικό διήγημα από τη Σοφία Σιμέλα Θωίδη.

You are so fucking dumn. Your death heats me bad. You’re black under the mask. Just a monster who sleeps in the dark.

Ο Τζέιμς γνώριζε καλά τον εαυτό του. Ήταν μυστικοπαθής για τον έξω κόσμο, μα μέσα του γνώριζε καλά τους δαίμονες και τους αγγέλους του. Μοναχικός και δύστροπος μερικές φορές, γύρναγε κάποια βράδια στα καφενεία του χωριού παραγγέλνοντας κάθε φορά το ίδιο εκείνο ποτό, τζιν με δυο κουταλιές ζάχαρη. Ο συνδυασμός αυτός στα χείλια του μπορούσε να είναι επικίνδυνα εθιστικός σαν αναζωπυρωμένη φλόγα και μόλις η γλώσσα του κατάπινε το τζιν, το στόμα του έβγαζε αποβράσματα σε κάθε του ανάσα. Δεν ήθελε παρέα στο τραπέζι. Δεν ήθελε κανέναν να του βγάζει το καπέλο και σκύβοντας να τον χαιρετά, όπως άλλωστε συνήθιζαν να κάνουν οι ευγενείς. Εκείνος ήταν αγροίκος και οι επαφές του με άλλες ψυχές ήταν περιττές, ανούσιες και παντελώς αδιάφορες.

Δεν γνώριζαν πολλά για εκείνον. Ήταν ένας γέρος ναυτικός, που τώρα πια κρατούσε ένα μεγάλο ξύλο αμυγδαλιάς για μαγκούρα και έφερνε βόλτες με τα μάτια του σε όλο το χώρο. Και εκείνο το βράδυ το καφενείο βρώμαγε λύσσα και η δυσοσμία των παρευρισκόμενων γεννούσε ανατριχίλα στα γυναικόπαιδα που τύχαινε να περνούσαν από έξω. Το μαγαζί αυτό δεν είχε καλή φήμη, αλλά ο Τζέιμς ένιωθε ήδη ξεκούραστος μέσα στην ομίχλη των τσιγάρων. Επέλεγε κάθε φορά το ίδιο τραπέζι με το τζιν με δυο κουταλιές ζάχαρη. Γνώριζαν όλοι πως η θέση ήταν δική του κι ας μην το είχε ξεστομίσει ποτέ εκείνος. Μερικά πράγματα είναι φανερά. Του άρεσε να κρύβεται πίσω από την ομίχλη των τσιγάρων και να τρίβει το πούρο του ανάμεσα στις δυο παλάμες του προτού το στερεώσει ανάμεσα στα δυο σταφιδιασμένα χείλια του. Κάποιες φορές κρυβόταν ακόμα και πίσω από τις λέξεις του. Οι ίδιες εκείνες έπαιζαν το ρόλο του μανδύα που κάθε φορά έντυνε την ανήσυχη ψυχή του. Ωστόσο, ορισμένα σημεία του νου του δεν γινόταν να κρυφτούν. Τα νυχτοπερπατήματά του και οι συχνές επισκέψεις του στο νεκροταφείο δεν τον άφηναν να φαίνεται όπως ο ίδιος επιθυμούσε.

Κάθε βράδυ, μόλις η πίσσα της νύχτας σκέπαζε τον ουρανό, εκείνος κινούσε για το νεκροταφείο, αφού πρώτα είχε πιεί το ίδιο εκείνο γνωστό τζιν με τις δυο κουταλιές ζάχαρης. Το βουνό εκείνο στο οποίο και βρισκόταν το νεκροταφείο ήταν αρκετά ψηλό, σήμαινε πως το χωριό εκείνο ήταν επιλεγμένο από τους ανώτερους θεούς και χάρισε στους κατοίκους του αυτή την αλύγιστη και θαλερή όψη της φύσης. Ή έτσι έλεγαν οι θρύλοι του χωριού. Ο δρόμος ήταν απότομος και πολλά μονοπάτια δύσβατα, παρόλα αυτά ο “γέρος του τζιν” όπως συνήθιζαν να τον ονομάζουν οι νέοι του χωριού, δεν τα θεωρούσε εμπόδιο. Τον πρώτο χρόνο οι κάτοικοι θεωρούσαν πως ο Τζέιμς γαλήνευε με την ησυχία του νεκροταφείου, όμως όσο πέρναγε ο καιρός, πίστευαν ότι έχανε τα λογικά του. Ένα καλοκαίρι του θέρους, μια παρέα λυκειόπαιδων τον ακολούθησε ως το βουνό. Ήταν μόνο πέντε αγόρια. Το ένα από αυτά είχε δυο σπάνια γαλανά μάτια. Το γαλανό των ματιών του ήταν τόσο ανοιχτό που έμοιαζε με λευκό, με μια παραδεισένια απόχρωση. Το ανάστημα του ήταν ορθό και σοβαρό, μα το μέγεθος του κορμιού του μειονεκτικό σε σχέση με τα υπόλοιπα αγόρια. Το βράδυ εκείνο ο ουρανός είχε φορέσει τα μαύρα του ρούχα. Η νύχτα ήταν πιο σκοτεινή από ποτέ, μα η αθωότητα της ηλικίας τους δεν τούς επέτρεπε να διακρίνουν τον κίνδυνο. Μόνο εκείνο το παιδί με τα γαλανά μάτια ένιωθε μια συστολή να κατευνάζει τους μύες του κορμιού του.

“Πάλι ο τρελός κάθεται πάνω από τον τάφο!” σχολίασε με μια δόση ειρωνείας και ο διπλανός του κραύγασε από τα γέλια.

“Καλά αυτός τα έχει εντελώς χαμένα!” γέλασε πνιχτά ο τρίτος και το παιδί με τα ουράνια μάτια τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο.

“Προσέξατε κάτι;” Ένα καστανό αγόρι με έναν χοντρό μαύρο σκελετό γυαλιών μισόκλεισε τα μάτια του κοιτώντας ερευνητικά τον γέρο του τζιν.

“Τι;” Τον πλησίασε το παιδί με τα γαλανόλευκα μάτια.

“Αυτός ο γέρος στέκεται κάθε βράδυ πάνω από τον ίδιο τάφο! Είναι εκείνος της Μαίρης Κλου!” ορθάνοιξε το στόμα του.

“Και ποια ήταν μωρέ η Μαίρη Κλου;” καύχασε ο μπροστινός.

“Δεν ξέρεις τη Μαίρη Κλου;” τον κοίταξε με περιέργεια ο μικρός.

“Όχι, εσείς την γνωρίζατε;” έστρεψε το βλέμμα του στους υπόλοιπους γύρω του.

“Ναι… ήταν γνωστή δηλαδή…” έξυσε το κεφάλι του ο ένας με τα ξανθά μαλλιά.

Το παιδί με τα παραδεισένια μάτια κάθισε στον πλαϊνό βράχο. Είχε αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις του σταδιακά.

“Ήταν μια νεαρή κοπέλα που νομίζω πως όταν πέθανε ήταν στην ηλικία μας. Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να πέθανε από καρδιακή προσβολή…” έξυσε το σαγόνι του.

“Άρα αυτός ο γέρος, ο γέρος του τζιν είναι ο πατέρας της;”

“Πιθανό! Γιατί είχε χαθεί αυτός από το χωρίο και κανένας δεν τον έβλεπε για ένα μακρύ χρονικό διάστημα…” έκανε σκεπτικός ο νεαρός με τα κοκάλινα γυαλιά.

“Μα τόσο νέα από καρδιακή προσβολή;” έσμιξε τα φρύδια του ο νέος και έπιασε με απορία στα δάκτυλα τον καστανό φίλο του.

“Ναι… έτσι είπαν δηλαδή, αν και δεν ήταν γνωστή για κάποιο πρόβλημα υγείας της”.

“Καλά, μπορεί απλά να μην ήθελαν οι γονείς της να το μάθει ο κόσμος”.

“Η μητέρα της έχει πεθάνει, αλλά και πάλι… τα πάντα είναι γνωστά στο χωρίο μας. Δεν ξέρω…!” ανασήκωσε του ώμους του, όταν το επόμενο λεπτό ένωσε ένα χέρι να σφίγγει το λαιμό του κόβοντας του την ανάσα.

“Μάρκους τι κάνεις;” αντήχησε σε όλο το χωριό η φωνή του καστανού αγοριού με τα κοκάλινα γυαλιά

Το νεαρό αγόρι είχε αλλάξει απότομα όψη. Τα μάτια του γυάλισαν κάτω από το φως του φεγγαριού καθώς το γαλανό τους χρώμα είχε απότομα μετατραπεί σε δυο γυάλες γεμάτες αίμα. Οι κόρες των ματιών του μίκρυναν απότομα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίστηκαν. Το άσπρο των ματιών του γέμισε με μικρά κόκκινα αγγεία και ξαφνικά και αυτά έσπασαν σέρνοντας βίαια σε όλη την έκταση των ματιών του αίμα. Το στέρνο του πετάχτηκε απότομα προς τα έξω και έντρομα τα νεαρά αγόρια αντίκρισαν το μακάβριο σκηνικό, τα κόκκαλα του νεαρού αγοριού πετάχτηκαν με δαιμονισμένη πίεση έξω από τη σάρκα του τρυπώντας με φόρα το δέρμα του και διαλύοντας κάθε κύτταρο του. Το αίμα στα μάτια του πλημμύρισε το χώρο στάζοντας από τις βλεφαρίδες του, ενώ την ίδια στιγμή τα ανοιγμένα κόκκαλα του πετούσαν εμπρός στα μάτια τους τα δυο πνευμόνια του. Τα χείλια του αγοριού μισόκλεισαν και με χαμηλή φωνή ψιθύρισαν μια και μόνο ανατριχιαστική λέξη: Templess.

Το ένα από αυτά έπεσε λιπόθυμο χτυπώντας θανάσιμα το κεφάλι του στο δέντρο πίσω του, ενώ το διπλανό του έκανε εμετό πιάνοντας παθιασμένα την κοιλιά του με το στομάχι του να φέρνει σβούρες στις εικόνες του συκωτιού και του εντέρου του φίλου τους που πλέον είχαν πιτσιλίσει από την πτώση τους την λευκή του μπλούζα. Τα άλλα δυο αγόρια έτρεξαν μακριά με τα πόδια του να ποδοπατούν τα κλαδιά και τα ξεραμένα φύλλα. Ένας από τους δυο παραπάτησε και έπεσε με τα γόνατα σε έναν λάκκο λάσπης που είχε την ατυχία να βρίσκεται εμπρός του. Το άψυχο σώμα του Μάρκους και πλέον κυριευμένο από το δαιμονισμένο μυαλό της Μαίρης Κλου σηκώθηκε στον αέρα και η τρυπημένη σάρκα του πετάριζε στο φύσημα του αέρα σαν ένα κομμάτι χαρτί. Μερικά κομμάτια από τις ακριανές πλευρές της πέσανε στο έδαφος μαζί με χοντρές στάλες αίματος. Τα μάτια του αναποδογύρισαν και το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Μια ομίχλη θανάτου περικύκλωσε το αγόρι. Εκείνο ανήμπορο αγόρι έμεινε μετέωρο να παρακολουθεί το φρικιαστικό θέαμα. Το κορμί του Μάρκους έπεσε με φόρα από τον αέρα στη γη αρπάζοντας τον λαιμό του αγοριού. Με τα δάκτυλα του να έχουν κυριευτεί από μια υπερφυσική δύναμη τύλιξε την παλάμη του γύρω από το λεπτό λαιμό του αγοριού. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο λαιμός του νεαρού αγοριού είχε τρυπήσει από τα δάκτυλα του και τα κόκκαλα του είχαν πεταχτεί βίαια δεξιά και αριστερά στο δάσος.

Ο γέρος του τζιν είχε εξαφανιστεί. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες του χωριού φιλοξενούσαν στα πρωτοσέλιδα τους τα άψυχα σώματα των Μάρκους Μέριαμ και Στέιν Λον.

Την επομένη όλοι μίλαγαν στο χωρίο για τα σπασμένα κόκκαλα του νεαρού αγοριού. Τα αίματα είχαν ξεραθεί στο έδαφος μαζί με εμετούς των αγοριών που είχαν γλιστρήσει από τα στόματα τους εμπρός στο φρικιαστικό έγκλημα. Το πρώτο θύμα εκείνου του χωριού έμοιαζε εντελώς ακίνδυνο και κάθε πτυχή της προσωπικότητας του ζωγραφιζόταν με λαμπερά χρώματα στις μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής. Κανένας δεν είχε να θυμηθεί ή να σχολιάσει κάτι άσχημο για το χαρακτήρα του και την κοινωνική ζωή του. Επρόκειτο για έναν ντροπαλό και ήσυχο αγόρι με μαλαματένια μάτια, ίδια με παράδεισο. Μιλούσε ελάχιστα και χαμογέλαγε σπάνια. Πολλοί τον θεωρούσαν εσωστρεφή ενώ άλλοι απλά αδιαφορούσαν για την ύπαρξη του. Το όνομα του δεν ήταν ποτέ μπλεγμένο σε άσχημες ιστορίες και η οικογένεια του ήταν ήπιων τόνων, ήσυχη και ήρεμη, χωρίς πολλές συναναστροφές. Το κατώφλι του σπιτιού τους δύσκολα το πέρναγε κάποιος, όμως εκείνες τις ημέρες ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν μέσα στο σκοτεινό σαλόνι τους. Η μητέρα του νεαρού θύματος κρατούσε μέρα νύχτα στην παλάμη της μια μπλούζα του και σκούπιζε πότε πότε τα μάτια της με αυτήν βρίσκοντας την ευκαιρία να μυρίσει το άρωμα του. Ο πατέρας του σκληρός, με λυγισμένη από τον πόνο και την οδύνη κορμοστασιά κοιτούσε το πάτωμα εμπρός στο άκουσμα των βημάτων των επισκεπτών.

Κάποιοι ρωτούσαν για τον τρόπο θανάτου του, με ποιους είχε βγει βόλτα εκείνο το βράδυ, τι έκανε κοντά στο νεκροταφείο, αν είχε μπλέξει με άσχημες παρέες, ενώ άλλοι επέμεναν με σιγανή φωνή στο πόσο λυπημένοι και άναυδοι είχαν μείνει εμπρός στο άκουσμα της δολοφονίας του. Ήταν μια καθαρή, φρικιαστική δολοφονία.

“Αλλά ποιος θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος;” είπε η κυρία Άσπερ καθισμένη στη ξύλινη καρέκλα αντοκριστά στο θλιμμένο ζεύγος κουνώντας μια το ένα της πόδι και μια το άλλο με νευρικότητα.

Η μύτη της γαμψή και σουβλερή κουβάλαγε τον ξύλινο σκελετό των γυαλιών της και τα σγουρά πορτοκαλί μαλλιά της πετάγονταν ενοχλητικά στο χώρο γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με ζωντανά χρώματα. Εκείνη ήταν η αγγελιαφόρος των ειδήσεων στο χωρίο. Γνώριζε όλα τα κουτσομπολιά και αυτό το καυτό νέο έπρεπε να το μεταφέρει η ίδια πρώτη από όλους και από όλα στα γύρω χωριά.

“Δεν ξέρουμε κυρία Άσπερ! Σας ξανά είπαμε πως δεν γνωρίζουμε τι έγινε! Είχε βγει βόλτα με τους γνωστούς φίλους του και βρέθηκε νεκρός κοντά στο νεκροταφείο!”. Η φωνή του πατέρα του έσπασε και ένας λυγμός ξέφυγε από τα σφιγμένα χείλια του

“Όχι απλά νεκρός, μα διαμελισμένος! Αλήθεια αυτό δεν σας προκαλεί απορίες; Ταραχή ίσως;” Σήκωσε τα πορτοκαλί φρύδια της και με διεισδυτικό βλέμμα κάρφωσε τον άνδρα έτοιμη να εκμαιεύσει το μεγάλο μυστικό

“Ω μα είστε αθεόφοβη! Σας πληρώνει κάποιος για να τα λέτε αυτά κυρία μου; Ή μήπως αντικαταστήσατε την αστυνομία εις το όνομα της κακόβουλης περιέργειας σας;” βρόντηξε την παλάμη του στο τραπέζι ο πατέρας του αγοριού με τα γυαλιστερά μάτια του να την καρφώνουν.

Η γυναίκα τινάχτηκε και σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση από την καρέκλα σαν να την είχε χτυπήσει ρεύμα. Τέντωσε το μαύρο της φουστάνι με την μικρή αμυγδαλιά στο κάτω μέρος του ποδιού της και απλώνοντας στο χώρο το πιο διαχυτικό βλέμμα της, αποχώρησε.

“Πάερ νομίζω πως αντέδρασες πολύ απότομα…” Η γυναίκα απομάκρυνε την μπλούζα του γιου της από το πρόσωπο της και τον κοίταξε με βλέμμα κόκκινο από τη δυστυχία

“Μα δεν την είδες; Θράσος! Κέιτ εγώ δεν μένω άλλο εδώ πέρα! Αύριο κι όλα θα κατέβουμε στο Λονδίνο! Θα φύγουμε από αυτό το άθλιο μέρος μια και καλή! Δεν θέλω άλλο να ζω εδώ μέσα με όλους αυτούς τους παρείσακτους και με…”, κόμπιασε για λίγο και η φωνή του στάλαξε πόνο

“Και με;” Η Κέιτ ένωσε τα φρύδια της

“Με το δολοφόνο του παιδιού μας… Αλήθεια ποιος σου λέει ότι δεν θα κάνουν κακό και σε εμάς; Δεν είδες τι έγινε; Τα παιδιά τα πήρε η αστυνομία και εδώ και πέντε μέρες έχει βουίξει ο κόσμος ότι τα κλείσανε σε αναμορφωτήριο!”

“Μα… Λες εκείνα να τον σκότωσαν;”

“Κέιτ δεν ξέρω…”. Έπιασε το κεφάλι του με απόγνωση σκουπίζοντας τον ιδρώτα του. “Αλλά δεν γίνεται να έχουν τόση έντονη δύναμη για να σπάσουν τα κόκαλα του! Το κεφάλι του ήταν διαμελισμένο και τα μάτια του πεταμένα εδώ και εκεί…”. Έχασε το οξυγόνο γύρω του και κάθισε απότομος και βαρύς στην καρέκλα πίσω του.

“Κι αν… Δεν θέλω να ξέρω…”. Η  Κέιτ αγκάλιασε την μπλούζα του παιδιού της και κλείστηκε σε μια καμπούρα της πλάτης της.

“Οι γονείς του δεν έχουν μάτια να μας κοιτάξουν… Καταστραφήκαμε Κέιτ, το καταλαβαίνεις; Καταστραφήκαμε! Και όσο ζούμε εδώ, θα μας κυνηγάνε! Δεν καταλαβαίνεις πια τι σου λέω;”, βρόντηξε τις λέξεις του επάνω στην ανήμπορη γυναίκα ενώ εκείνη κουλουριάστηκε στο πλάι της καρέκλας αφήνοντας τα μαλλιά της να πέσουν στο πλάι.

“Ο αστυνόμος μας είχε πει από την πρώτη κι όλα ημέρα να φύγουμε από εδώ… Ίσως έχεις δίκαιο Πάερ… Είναι ώρα να φύγουμε! Η νεκροφόρα έχε ήδη μεταφέρει τα κόκαλα του παιδιού μας σε εργαστήρι στο Λονδίνο. Δεν μας κρατάει τίποτα πια εδώ…”, λύγισε τις λέξεις της και έμεινε να κοιτά με άψυχο βλέμμα το πάτωμα.

“Κέιτ έλα στην αγκαλιά μου”. Ο Πάερ άνοιξε τα χέρια του και η γυναίκα σαν σκουλήκι χώθηκε ανάμεσα στις μασχάλες του.

“Αύριο κι όλα θα φύγουμε από εδώ! Στο υπόσχομαι!”. Της φίλησε το κεφάλι ενώ καυτά δάκρυα πιτίσιλησαν τα μαλλιά της.

Το επόμενο πρωί το ξύπνημα βρήκε την Κέιτ πολύ νωρίς. Το ρολόι στο πλάι του κρεβατιού έδειχνε υπομονετικά πως η ώρα ήταν τέσσερις το χάραμα. Σηκώθηκε σπρώχνοντας απαλά το πάπλωμα από τα πόδια της, ενώ παρατήρησε τον σύζυγος της να κοιμάται. Τα μάτια του ήταν ορμητικά κλειστά και οι ανάσες του κοφτές. Τα φρύδια του ήταν ενωμένα και η πλάτη του σφιγμένη. Η Κέιτ τον χάιδεψε μαλακά στο λαιμό σε μια προσπάθεια να τον ηρεμήσει. Ήταν φανερό πως ένας ακόμα εφιάλτης τον βασάνιζε. Εκείνος στο άγγιγμα της μουρμούρησε κάποιες ακατάληπτες λέξεις και η Κέιτ απομάκρυνε το χέρι της προκειμένου να τον αφήσει να κοιμηθεί. Έπλεξε τα κόκκινα μαλλιά της σε μια πλεξούδα στο πλάι και ίσιωσε τη λευκή νυχτικιά της. Ο ουρανός φαινόταν κακόκεφος από το παράθυρο τους. Μάλλον πλησίαζε βροχή.

Περπάτησε ως το σαλόνι όπου και άναψε το χαμηλό φως. Οι πόρτες και τα τζάμια των παραθύρων ήταν ερμητικά κλειστά. Δεν ήθελε να τη δει το φως. Έπιασε μια μικρή κούπα με ένα παγόνι ζωγραφισμένο στο πλάι της και έριξε λίγο νερό και δυο κουταλιές καφέ. Πήρε μια μικρή κουτάλα και πρόσθεσε λίγη ζάχαρη με γάλα. Τα ανακάτεψε με το μικρό ατσαλένιο κουταλάκι και έπειτα κάθισε με ελαφριά βήματα στον καναπέ. Παρατήρησε τις φωτογραφίες του γιου της. Στόλιζαν κάθε γωνία του σπιτιού τους. Μπορούσε να τον παρατηρήσει σε κάθε ηλικιακή του φάση. Τον έβλεπε μωρό στην αγκαλιά της, έπειτα την πρώτη μέρα στο σχολείο. Τον παρατηρούσε να κρατά με καμάρι τα βραβεία του στο ποδόσφαιρο και να ποζάρει στο φακό κρατώντας στην αγκαλιά του τους φίλους του. Ήταν θέμα χρόνου να κυλήσουν από τα μάτια της τα πρώτα δάκρυα. Ρούφηξε σιγανά τη μύτη της και ήπιε μια γουλιά από τον παγωμένο καφέ της. Έπιασε την κοτσίδα της και χάιδεψε τις άκρες των μαλλιών της ανήσυχη. Το βλέμμα της έπεσε επάνω στην μαύρη βαλίτσα τους. Ήταν μεγάλη και με άνεση μπορούσε να χωρέσει όλα τα ρούχα τους. Χωρίς δεύτερη σκέψη την άρπαξε και άρχισε να αδειάζει μέσα της τα ρούχα της. Ο Πάερ κοιμόταν ακόμα και ο ύπνος του ήταν τόσο βαθύς που δεν άκουγε ίχνος από τις κινήσεις της γυναίκας του. Η ησυχία την ανατρίχιαζε, όταν ξαφνικά ένας απότομος ψίθυρος διαπέρασε τα τύμπανα των αυτιών της. Ήταν μια ανατριχιαστική γυναικεία φωνή που της μίλαγε. Έλεγε ξανά και ξανά με βροντερό τόνο:

I’m templess

Η γυναίκα ανήσυχη γύρισε το κεφάλι της γύρω γύρω και με κομμένη την ανάσα της αντίκρισε τους λευκούς τοίχους του δωματίου της. Ένας ανατριχιαστικός ήχος σταγόνας διαπέρασε και πάλι τα αυτιά της. Τρομαγμένη γύρισε το βλέμμα της απότομα προς τον άνδρα της. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν φρικιαστικό. Ο άνδρας της κοιτούσε με αδειανό βλέμμα το ταβάνι του δωματίου τους ενώ το στόμα του είχε σχιστεί με τα χείλια του να πέφτουν κομματισμένα άτσαλα δεξιά και αριστερά του προσώπου του. Τα μάτια του ήταν στεγνά ενώ τα παπλώματα τους ήταν βουτηγμένα στα αίματα. Το θέαμα έφερε εμετό στη γυναίκα η οποία ανήμπορη να αντιδράσει αντίκρισε το ένα χέρι του Πάερ να είναι κομμένο από το υπόλοιπο σώμα του και πεταμένο στο πλάι του κρεβατιού τους. Ένα ουρλιαχτό της αντήχησε σε όλο το σπίτι. Με μια ανατριχίλα να διαπερνά όλο της το κορμί έτρεξε με φόρα και βγήκε έξω από το σπίτι της.

Ο αέρα της χτύπησε το πρόσωπο όταν συνειδητοποίησε πως οι καμπάνες της εκκλησίας του χωριού χτυπούσαν πένθιμα. Κοίταξε τριγύρω της και αντίκρισε μια μαυροντυμμένη γυναίκα. Την πλησίασε και εκείνη την κοίταξε με δάκρυα στα μάτια.

“Κάποιος δολοφόνησε τον άνδρα μου! Ήταν μέσα στο σπίτι και δεν πήραμε χαμπάρι!” ξεκίνησε να κλαίει με λυγμούς και ουρλιαχτά.

Η γυναίκα της κράτησε το χέρι και με όσο κουράγιο είχε της χάιδεψε την πλάτη.

“Και όχι μόνο τον άνδρα σου…” ψέλλισε.

“Τι εννοείς;” Η Κέιτ κράτησε μερικά δάκρυα και την αντίκρισε με πόνο.

“Και τον δικό μου άνδρα και όλους τους άνδρες του χωριού!”. Η γυναίκα παρά το περασμένο της ηλικίας της κρατήθηκε σκληρή εμπρός στη φρικιαστική είδηση που μετέφερε.

“Δεν… δεν καταλαβαίνω…” κατάφερε να ψελλίσει η Κέιτ.

“Ακούς τις καμπάνες;”, την κράτησε από τους ώμους η γυναίκα.

“Ναι… μα είναι χάραμα ακόμα! Γιατί χτυπούν;”

“Κοίταξε πίσω σου και θα καταλάβεις…” Η γυναίκα της έκανε ένα νεύμα να κοιτάξει πίσω της

Τρομαγμένη η Κέιτ αντίκρισε γράμματα από αίμα να στάζουν στους λευκούς τοίχους του σπιτιού της.

You left me without a temple and now it’s time to take revenge! I killed all the men in the village because they decided to leave me templess! I died young and they did not build for me a single statue! My spirit rose and painted the whole village red! This was my revenge and it will follow you as long as you live here!

Mairy Clou

(Μετάφραση: Με αφήσατε χωρίς ναό και τώρα ήρθε η ώρα να πάρω εκδίκηση! Σκότωσα όλους τους άνδρες του χωριού γιατί εκείνοι αποφάσισαν να με αφήσουν χωρίς ναό! Πέθανα νέα και δεν μου έχτισαν ούτε ένα άγαλμα! Το πνεύμα μου σηκώθηκε και ζωγράφισε όλο το χωριό κόκκινο! Αυτή ήταν η εκδίκηση μου και θα σας ακολουθεί για όσο ζείτε εδώ!)

“Αυτό είναι γραμμένο επάνω σε όλους τους τοίχους όλων των σπιτιών!” έκανε η ηλικιωμένη γυναίκα και η φωνή της έσπασε.

“Θες να πεις ότι…”Η Κέιτ κράτησε την ανάσα της βάζοντας την παλάμη της εμπρός στο πρόσωπο της.

“Ναι…” Η γυναίκα ξεροκατάπιε. “Το χωρίο μας είναι στοιχειωμένο!”

Tags: Templess , The Weird Side Daily , άγαλμα , αγγεία , άγγελος , Αγόρι , αγροίκος , αέρας , αίμα , αίματα , ανατριχίλα , Αστυνομία , βαλίτσα , βόλτα , βουνά , βουνό , βράδυ , γέλιο , γέρος , δαίμονας , δέρμα , διήγημα , Διήγημα τρόμου , Διηγήματα , δωμάτιο , εκδίκηση , εκκλησία , εμετός , εμπόδιο , επίσκεψη , εφιάλτης , ηλικία , θάνατος , θεός , Θρύλοι , Θρύλος , θύμα , ιστορία , ιστορία τρόμου , ιστορίες , καλοκαίρι , καμπάνα , καρδιακή προσβολή , κίνδυνος , κόκαλα , λάσπη , λιποθυμία , Λονδίνο , μαγαζί , μαγκούρα , Μαίρη Κλου , Μάρκους , μάτια , μαύρο , μητέρα , μύθοι , μύθος , μυστικό , ναυτικός , νέα , νεκροί , νεκρός , νεκτροταφείο , Νους , νύχτα , ξύλο , ομίχλη , οστά , οστό , ουρανός , Παιδί , παιδιά , πατέρας , πόνος , ποτό , πρόσωπο , σαλόνι , σάρκα , τάφος , Τζέιμς , τζιν , τραπέζι , τσιγάρο , φεγγάρι , φλόγα , φύλλα , φωνή , χείλη , Χορός , χρώμα , χωριό , ψίθυρος , Ψυχή

Σοφία Σιμέλα Θωίδη

Δημοσιεύτηκε 13 Ιουλίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.