Ένα Σώμα Δρόμος – Μέρος Β’

“Ετοίμασε πάλι την ακτίνα του, η οποία τώρα του έλιωνε το κρανίο από το εσωτερικό. Το σώμα του δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα, οποία κίνηση έκανε από ‘κει και πέρα θα στοίχιζε πολύ ακριβά. Η λάμψη από τα μάτια του φώτισε το μέρος όπου υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν το υπόγειο. Όμως, αυτό που έβλεπε ήταν ένα μεταλλικό μπουντρούμι, γεμάτο διαδρόμους που ξεχύνονταν αριστερά και δεξιά…”

18 Οκτωβρίου 2021

Η πολυκατοικία πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριάντα χρονών, τεσσάρων ορόφων (ή έτσι φαινόταν εξωτερικά), σκονισμένη και σκοτεινή. Δεν υπήρχε ανελκυστήρας, ή μάλλον υπήρχε και τον ξεφορτώθηκε ο Μάρκος, εφόσον δεν τον χρειαζόταν.

«Από δώ…», είπε ο ύποπτος πλέον συνεργάτης του Βασίλη, δείχνοντας ένα μακρύ διάδρομο στα αριστερά τους, όπου στο τέλος του, κάτω από το κατακόκκινο φως μιας λάμπας, έστεκε μια σιδερένια πόρτα.

«Συγγνώμη Μάρκο, στη πύλη με πας ή…;», είπε ο Βασίλης με μια πρωτοφανή ειρωνεία και ένα πλατύ χαμόγελο.

Τα μάτια του παλιού του φίλου άνοιξαν διάπλατα και γρήγορα ανταπέδωσε με ένα ψεύτικο γέλιο, σταυρώνοντας παράλληλα τα χέρια του. «Τόσα χρόνια που δουλεύουμε μαζί, τώρα τη τελευταία στιγμή βρήκες να αρχίσεις τα κρύα αστεία παλιόφιλε;»

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», απάντησε ο Βασίλης, επεξεργαζόμενος κάθε κίνηση του σώματος του. «Λοιπόν, δεν θα ξεκλειδώσεις;».

«Α ναι σωστά ,δώσε μου μερικά λεπτά!»

Ο Μάρκος έβγαλε από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού του μια σειρά από κλειδιά παράξενου σχήματος και κατασκευής και αφού βρήκε το σωστό έτρεξε προς τη πόρτα. Ο Βασίλης συγκέντρωσε όλη του τη προσοχή στη κίνηση του χεριού του καθώς και στον ήχο των στροφών του κλειδιού.

2,5 στροφές αριστερά και μετά μπροστά, ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του.

«Είπες κάτι Βασίλη;», ρώτησε ο Μάρκος γυρνώντας νευρικά.

«Λέω, μένει κάποιος εδώ σε αυτή τη πολυκατοικία ή είμαστε μόνο εμείς;»

«Α! Κανείς άλλος δε μένει, αλλά έχω τοποθετήσει μερικά ολογράμματα να μπαινοβγαίνουν κάποιες φορές για κάλυψη».

«Ενδιαφέρον», ψιθύρισε ο Βασίλης. «Και μήπως το γνωρίζει κανείς άλλος αυτό το μέρος πέρα από εμάς τους δύο;»

«Και επιτέλους γύρισε ο παλιός καλός παρανοϊκός Βασίλης Ε756! Είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι ο Όθωνας σε χτύπησε πολύ δυνατά»

Μοιράστηκαν εκείνη τη στιγμή μια άβολη σιωπή, ο Βασίλης άρχισε να αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό το ήρεμο κλίμα, και τι ακριβώς έχει ετοιμάσει ο Μάρκος. Η πόρτα άνοιξε λίγο, γεμίζοντας το στενό σκοτεινό διάδρομο με ένα δυνατό τρίξιμο και έναν αέρα κλεισούρας από την άλλη πλευρά. Ο Μάρκος ακούμπησε τον ώμο του πάνω της και έσπρωξε δυνατά, αποκαλύπτοντάς ένα μικρό δωμάτιο με τοίχους στο χρώμα της σκουριάς με ένα στρώμα μόνο σε μια γωνιά πάνω σε ένα σκονισμένο πάτωμα.

«Μετά από σένα παλιόφιλε», είπε γνέφοντας το κεφάλι προς το δωμάτιο.

Τα πόδια του Βασίλη άρχισαν να ταλανίζονται, και όχι μόνο επειδή το σώμα που κυρίευσε δεν ήταν στη καλύτερη φυσική κατάσταση.

Γρήγορα ο νους του άρχισε τη σκηνοθεσία αμέτρητων σεναρίων, συγκυριών και καταλήξεων.

«Όχι σύντροφε», είπε και η φωνή του ράγισε για λίγο, «Μαζί το ξεκινήσαμε όλο αυτό και μαζί θα υποδεχτούμε τη σωτηρία μας»

Ο Μάρκος σάστισε και πάλι. «Ας είναι».

Ήρθαν ο ένας πλάι στον άλλο και αφού έκλεισαν τη πόρτα πίσω τους, ο Μάρκος πάτησε ένα διακόπτη, φωτίζοντάς ελάχιστα το μικρό δωμάτιο με ένα αχνό λευκό φώς. Ο Βασίλης επέτρεψε στον εαυτό του να δείξει ένα γνήσιο χαμόγελο όταν τα μάτια του γύρισαν προς το τοίχο δεξιά όπως μπήκαν. Εκεί ήταν, τρία μέτρα ψηλή, ακουμπώντας το βρόμικο ταβάνι, επιτέλους πλήρως συναρμολογημένη, η Πύλη του Ασαναήλ. Σχηματισμένη σαν ένα πελώριο Ω, με αρχαία σύμβολα χαραγμένα πάνω της, γραμμένα με το αίμα ενός προϊστορικού λεβιάθαν, μπροστά της ένας πέτρινος βωμός όπου πάνω του ήταν χαραγμένα κι άλλα σύμβολα στην πλέον νεκρή γλώσσα των Αιθερίδων, σαν ένα πανάρχαιο πληκτρολόγιο.

Σύμφωνα με την ιστορία τους, ο Μέγας Αιθέρας ήταν ένα πανίσχυρο νοήμον αέριο όν που αγαπούσε το σύμπαν και το παρακολουθούσε να μεγαλώνει και να ανθίζει. Τότε όμως ήρθαν οι Τρόμοι, απαίσια πλάσματα από το σκοτάδι ανάμεσα στα άστρα που αψηφούσαν τη λογική και τους φυσικούς νόμους, και σαν παράσιτα καταβρόχθιζαν άστρα και κόσμους. Αποφασισμένος να σώσει την ύπαρξη από αυτούς τους εισβολείς, ο Μέγας Αιθέρας τους πολέμησε. Αλίμονο όμως, ενώ τους σκότωνε, οι περισσότεροι από αυτούς πρόλαβαν και άφησαν τα τέκνα τους στους πυρήνες πλανητών και τα τέκνα αυτά πολλαπλασιάστηκαν σε μικρότερα, βγήκαν στην επιφάνειες και ζούσαν κρυμμένα, παίρνοντας τις μορφές των πλασμάτων του εκάστοτε πλανήτη.

Ο Αιθέρας όμως τελικά βρήκε και σε αυτό τη λύση. Αναμειγνύοντας ένα κομμάτι του με ένα νεφέλωμα, δημιούργησε τον Αιθερίδη, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Ύστερα, ο Αιθερίδης διασπάστηκε σε διάφορα μικρά αέρια πλάσματα, καθένα με ξεχωριστό χαρακτήρα και δυνάμεις που κάμπτουν τους φυσικούς νόμους.

«Σώστε αυτό το σύμπαν από τα παράσιτα, λαέ του Αιθερίδη!», τους διέταξε ο Μέγας Αιθέρας. «Και όταν νικήσετε θα αναπαυθείτε αιώνια στο πλάι μου, στην Νεφέλα, τον παράδεισο που θα δημιουργήσω να σας περιμένει».

Έτσι οι Αιθερίδες σκορπίστηκαν στο σύμπαν και εγκαταστάθηκαν στους μολυσμένους πλανήτες. Ένας από αυτούς ήταν και η Γη. Οι μάχες που ακολούθησαν με τα παιδιά των Τρόμων ήταν αμέτρητες και αιματηρές, από την λίθινη εποχή μέχρι και σήμερα.

Μερικές από αυτές έμειναν μάλιστα και στους μύθους των ανθρώπων, αλλοιωμένες και ανακριβείς με το πέρασμα του χρόνου, όπως η μάχη του Μαρδούκ και της Τιαμάτ ή του Δία και του Τυφώνα. Μάλιστα μερικοί μύθοι έγιναν εντελώς αγνώριστοι, όπως αυτός της Μοργουένουε εναντίον του Μύρνλιν του Αιθεροφάγου και του Αρθούρου του Σκοτεινού Βασιλιά.

Όμως, με τον ερχομό της εποχής της οθόνης και της πληροφορίας και των όπλων μαζικής καταστροφής, οι δύο πλευρές δεν μπορούσαν να ρισκάρουν πια να μένουν ως μύθοι και θρύλοι και έτσι ο φαινομενικά αιώνιος πόλεμος τους στον πλανήτη Γη έγινε μυστικός και τα πεδία μάχης τους έγιναν τα εγκαταλελειμμένα τοπία και οι μικρές σχισμές ανάμεσα στις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Οι Αρμονιστές, οι ιερείς και προφήτες του Μέγα Αιθέρα, κηρύττουν μέχρι και σήμερα: ο πόλεμος τελειώνει και εμείς νικάμε, η Νεφέλα κάθε μέρα έρχεται και πιο κοντά. Μην αποκτήσετε αισθήματα για τα πλάσματα αυτού του κόσμου, διότι θα σας αποσπάσουν από το πόλεμο και τα Τέκνα των Τρόμων θα σας διαφθείρουν…

«Μην βαδίσετε ποτέ στα χνάρια του Ασαναήλ του Αποστάτη», βγήκε από τα χείλη του πιο δυνατά από όσο περίμενε.

«Ακριβώς», απάντησε ο Μάρκος καθώς έλεγχε κάθε σπιθαμή του δωματίου.

«Λες να θυμούνται και οι ίδιοι οι Αρμονιστές γιατί αποστάτησε ο Ασαναήλ;…», συνέχισε ο Βασίλης. «…ή απλά τους έχει μείνει από τις παλιές τους ζωές μόνο η θύμηση ότι έκανε ένα μεγάλο αμάρτημα;».

«Εσύ τι νομίζεις; Αυτή τη στιγμή βλέπουμε την απόδειξη ολοκληρωμένη. Και σε λίγα λεπτά, θα μάθουμε και αν τα κατάφερε».

Ο Βασίλης άφησε μια βαθιά εκπνοή και απέστρεψε το βλέμμα του από τη πύλη. «Μήπως να αφήσουμε τις μάσκες να πέσουν παλιόφιλε;»

«Ναι, δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλο πλέον».

Ο Μάρκος σηκώθηκε και τον πλησίασε για να ακουμπήσει το χέρι του στον ώμο του συντρόφου του. Ο Βασίλης όμως γρήγορα γύρισε να τον αντικρίσει και τον έσπρωξε με μανία στον σκούρο τοίχο, σηκώνοντάς τον από το γιακά. Τα μάτια του άρχιζαν να γεμίζουν ξανά με πορφυρό φως.

«Ολόκληρες δεκαετίες φίλοι και συνέταιροι και με προδίδεις έτσι; Στην κορύφωση του σχεδίου που μαζί καταστρώσαμε!;»

«Το σχέδιο ήταν σίγουρη αυτοκτονία από την αρχή Βασίλη! Δεν ξέρουμε καν που οδηγεί αυτή η πύλη!»

«Οπουδήποτε εκτός από εδώ!», ούρλιαξε ο Βασίλης, «Αρνούμαι να περάσω την αιωνιότητα σε ένα ξένο κόσμο, πολεμώντας σε έναν ατελείωτο πόλεμο!»

Ο Μάρκος ανέκτησε την ψυχραιμία του. «Τόσες χιλιετίες έχουμε γίνει κομμάτι αυτού του κόσμου δεν το βλέπεις; Μας έχουν συμπεριλάβει στους μύθους και στις παραδόσεις τους. Και έχουμε μάθει πολλά από αυτούς. Εγώ έμαθα πολλά από τους ανθρώπους»

Ξαφνικά, μεγάλα καλώδια ξεπρόβαλαν από τους τοίχους και συγκράτησαν τον Βασίλη, ελευθερώνοντας τον Μάρκο από τα χέρια του.

«Το ξέρεις ότι μπορώ ακόμα να σε κάψω σωστά;»

Ο Μάρκος έγνεψε καταφατικά, «Δεν το έχεις κάνει ακόμα όμως, διότι θες να μάθεις γιατί σε πρόδωσα»

Ο Βασίλης χαμογέλασε χαιρέκακα. «Και τώρα θα κερδίσεις χρόνο για να έρθει η φρουρά να κάνει τη δουλειά της για σένα;»

«Δεν τους ειδοποίησα ηλίθιε!», απάντησε ο Μάρκος. «Ακόμα κυνηγούν τους Τρόμους που τους είπαμε»

«Μη πας να με μεταπείσεις σκουλήκι!», γρύλισε ο Βασίλης και οι κόγχες των ματιών του δανεισμένου του σώματος άρχισαν να καίγονται από την ακτίνα που ήταν έτοιμη να ξεπηδήσει. «Πως έμαθε ο Όθωνας που πηγαίνω και με κυνήγησε; Ποιος άλλαξε την ώρα άφιξης του 040 και έκανε σαμποτάζ το ταξί που πήρα μετά;»

Ένα νευρικό γέλιο πάσχισε να ξεφύγει από τα χείλη του Μάρκου.

«Έχεις σκεφτεί ότι οποιαδήποτε βλάβη ή ατυχία δεν είναι πάντα ένα περίτεχνο σαμποτάζ από κάποιον σαν εμάς;»

Ο Βασίλης παρέμεινε ετοιμοπόλεμος. «Δεν μου απάντησες»

Το χαμόγελο του Μάρκου χάθηκε και τη θέση του πήρε ένα εξίσου σοβαρό και μετρημένο ύφος. Αναστέναξε και κοίταξε τον παλιό του φίλο στα κατακόκκινα πύρινα μάτια του. Το ένα του χέρι ακούμπησε τον τοίχο δίπλα του ενώ το άλλο κουνούσε με αργές περίεργες κινήσεις τα δάχτυλα πίσω από τη πλάτη του.

«Εγώ τον ειδοποίησα», του απάντησε. «Περίμενα να το τελειώσει γρήγορα και ανώδυνα αλλά από ό,τι κατάλαβα, ο Όθωνας ήθελε να παίξει με το φαΐ του»

Ο Βασίλης έγειρε το κεφάλι του πίσω και τα φρύδια του χαλάρωσαν, η λάμψη στα μάτια του άρχισε να σβήνει σιγά σιγά.

«Καταλαβαίνω το πόνο σου, Βασίλη. Ειλικρινά. Όμως έχεις άδικο. Βαρέθηκες να πολεμάς και θέλεις να φύγεις. Που θα πας όμως; Η Γη και οι κάτοικοι της μας έχουν δείξει ότι μπορούμε να ζήσουμε εδώ, όχι μόνο να πολεμάμε να τους σώσουμε. Οι Αρμονιστές κάνουν λάθος, το να αγαπάμε αυτό το κόσμο και τα πλάσματα του μας κάνει να θέλουμε να παλεύουμε πιο σκληρά για να τα προστατέψουμε. Και μην μου πεις ότι δεν νοιάζεσαι για τους ανθρώπους».

Ο Βασίλης τον κοίταξε απορημένος.

«Πως ένιωσες όταν πήρες αυτό το σώμα, με τη βία, από έναν αθώο άνθρωπο;».

Η εικόνα του συγχυσμένου και τρομοκρατημένου άστεγου που πάλευε για μια ανάσα επανήλθε στο νου του Βασίλη, σαν βίντεο κολλημένο σε βρόγχο. Ο Μάρκος κούνησε τα δάχτυλα του χεριού που είχε πίσω από τη πλάτη του και τα καλώδια που κρατούσαν το σύντροφό του χαλάρωσαν. Ο Βασίλης παρέμεινε σιωπηλός με το κεφάλι του να κοιτά το σκονισμένο πάτωμα.

«Ήταν κίνηση απελπισίας και βλακείας μου να σε “καρφώσω” στον Όθωνα», συνέχισε ο Μάρκος, «Αλλά χαίρομαι που επιβίωσες».
Τα δάχτυλα στο χέρι που ακουμπούσε στο τοίχο ξεκίνησαν ένα περίεργο χορό.

«Έλα. Ας τα ξεχάσουμε όλα. Ας παρατήσουμε αυτή τη τρέλα τώρα που μπορούμε»

Ο Βασίλης σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε.

Για λίγα λεπτά, επικράτησε σιγή στο μικρό μελαγχολικό δωμάτιο. Οι δύο Αιθερίδες αντάλλαζαν ματιές, ακίνητοι σαν αγάλματα.
Μέχρι που μια ακτίνα έκαψε το στόχο της, και τα καλώδια ξαναέσφιξαν, ραγίζοντας κόκαλα.

Ο Βασίλης απελευθερώθηκε και έπεσε στο πάτωμα πιάνοντας τα πλευρά του ενώ ο Μάρκος πάσχιζε να βρει το κατάλληλο κουμπί στο τοίχο με μεγάλη δυσκολία, καθώς είχε βυθιστεί σε σοκ τόσο από το πόνο όσο και από τη θέα του κομμένου αριστερού του χεριού. Ο πόνος του Βασίλη είχε αντίθετο αποτέλεσμα, τον γέμισε με αποφασιστικότητα και πολεμικά ένστικτα. Χίμηξε πάνω στον σύντροφό του σαν άγριο θηρίο. Η τύχη όμως ευνόησε το Μάρκο, ο οποίος βρήκε το κουμπί που έψαχνε, ανοίγοντας μια καταπακτή κάτω από τα πόδια του Βασίλη, στέλνοντας τον στα μυστικά βάθη της παράξενης αυτής πολυκατοικίας.

Η πτώση χειροτέρεψε τον ήδη ανυπόφορο πόνο από τα δύο ραγισμένα πλευρά του υλικού του σώματος, ωστόσο ο Βασίλης σηκώθηκε αμέσως. Που τον έριξε τώρα ο προδότης; Και πως θα γυρίσει πίσω στη πύλη εγκαίρως;

Ετοίμασε πάλι την ακτίνα του, η οποία τώρα του έλιωνε το κρανίο από το εσωτερικό. Το σώμα του δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα, οποία κίνηση έκανε από κει και πέρα θα στοίχιζε πολύ ακριβά. Η λάμψη από τα μάτια του φώτισε το μέρος όπου υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν το υπόγειο. Όμως, αυτό που έβλεπε ήταν ένα μεταλλικό μπουντρούμι γεμάτο διαδρόμους που ξεχύνονταν αριστερά και δεξιά. Σαν να μην έφτανε αυτό, ακούστηκαν βήματα και κάτι πιο ανησυχητικό, πυροβόλα να οπλίζονται.

«Σαν ένας πραγματικός πράκτορας του Αιθέρα», ψιθύρισε και περιφερόταν από τοίχο σε τοίχο. Ώσπου γλύτωσε στο τελευταίο λεπτό τις σφαίρες από ένα διάδρομο στα δεξιά του. Με κομμένη την ανάσα άκουγε τα βήματα του σκοπευτή να έρχονται όλο και πιο κοντά του και σύντομα ακολούθησαν κι άλλα από όλες τις κατευθύνσεις.

Θέλουν να με στριμώξουν, σκέφτηκε, Είπε ψέματα και είχαν έρθει όντως ενισχύσεις; Ή μήπως…;.

Ο νους του δεν πρόλαβε καν να τελειώσει την πρόταση αυτή, ούτε και όλες τις άλλες. Ο Βασίλης ήξερε βαθιά μέσα του τι θα έκανε. Βγήκε στο διάδρομο, αλλά στράφηκε προς στους τοίχους στα πλάγια, καθώς και στο διάδρομο ακριβώς πίσω του και εξαπέλυσε τη φλογερή ριπή από τα μάτια του. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι είχε μαντέψει σωστά. Ο Μάρκος είχε προγραμματίσει τα ολογράμματα που ανέφερε προηγουμένως να πυροβολούν στον αέρα, ώστε να τον ξεγελάσουν να τους αντιμετωπίσει ή και να τους αποφύγει, ενώ τα αληθινά όπλα, κρυμμένα στους τοίχους των διαδρομών, θα τον αποτελείωναν. Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, Βασίλης συνέχισε να τρέχει, περνώντας τις διάφανες φιγούρες των αντρών, γυναικών και παιδιών, ανοίγοντας νέα περάσματα μέσα από τους τοίχους με την ακτίνα του, φωνάζοντας:

«Δεν θα με σταματήσεις Μάρκο! Με ακούς σιχαμένε προδότη! Θα φτάσω στη πύλη έστω κι αν χρειαστεί να λιώσω όλο το κτήριο!».
Ο Μάρκος όμως ήταν πολύ απασχολημένος για να ακούσει τις απειλές του. Ήταν στο τρίτο όροφο μπροστά από μια μεγάλη οθόνη και πάσχιζε να βρει σήμα. Όταν τελικά το βρήκε, αναφώνησε: Κωδικός Μπλε! Κλήση στον αρχηγό Άρη!».

Μια θολή εικόνα εμφανίστηκε μέσα από τα ψηφιακά παράσιτα και μια παραμορφωμένη φωνή του απάντησε:

«Ποιός είσαι; Πως βρήκες αυτή τη συχνότητα;».

Ο Μάρκος στραβό κατάπιε.

«Τεχνικός Χ257 Μάρκος. Και έχω να αναφέρω πολλά…»

Εν τω μεταξύ ο Βασίλης έλιωσε το τοίχο που έκρυβε το φρεάτιο του ανελκυστήρα, και αυτό που αντίκρισε τον έκανε να γελάσει δυνατά, στέλνοντας μια δυνατή και τρομακτική ηχώ. Τεράστια φωτεινά μώβ καλώδια εκτείνονταν σαν φλέβες σε όλο το φρεάτιο, και ακριβώς στο κέντρο στην οροφή του, μια λεία σφαιρική παράξενη μηχανή που έβγαζε ροζ σπίθες.

«Να σαι!», είπε και εκτόξευσε την ακτίνα του κατευθείαν προς τα πάνω.

Ξαφνικά, το κτήριο σείστηκε και όλα τα φώτα άρχισαν να αναβοσβήνουν μέχρι που μερικά κάηκαν εντελώς.

«Τι συμβαι-νει;…», ήταν τα μόνα λόγια που πρόλαβε να ξεστομίσει ο αρχηγός Άρης, πριν η οθόνη βραχυκυκλώσει. Ο Μάρκος σηκώθηκε πανικόβλητος. «Είναι τρελός!», άρχιζε να φωνάζει ξανά και ξανά. Έτρεξε και έβγαλε τα κλειδιά του μπροστά από μια πόρτα. Αφού κούνησε τα κλειδιά με συγκεκριμένο τρόπο, άνοιξε τη πόρτα και αντίκρισε την ακτίνα να χτυπά τη μηχανή λίγα μέτρα από πάνω του.

«Σταμάτα!», φώναξε και μια από τις ροζ σπίθες από τη σφαιρική γεννήτρια εκτόξευσε μια αστραπή κατευθείαν στο πάτο του κτηρίου. Ο Βασίλης όμως τον περίμενε και πήδηξε εγκαίρως μακριά, στέλνοντας τώρα την ακτίνα του στον Μάρκο, λιώνοντας του το πλευρό.

Ουρλιάζοντάς, ο Μάρκος έπεσε από το τρίτο, όμως το ένα από τα πελώρια πορφυρά καλώδια κουνήθηκε και έκοψε τη πτώση του.

«Πίστευες ότι θα με σκοτώσεις έτσι; Καλά, πόσο ψυχοπαθής είσαι τελικά!;»

Ο Βασίλης τον αγνόησε και έψαξε το πάτωμα. Χαμογελώντας, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει πίσω στους διαδρόμους του υπόγειου.

«Τι στο…», αναρωτήθηκε ο Μάρκος για λίγα δεύτερα, ώσπου με κομμένη ανάσα κατάλαβε αργά ότι δεν είχε πια τα κλειδιά του στα χέρια του.

2,5 στροφές αριστερά και μετά μπροστά

Μια από τις πόρτες του υπόγειου άνοιξε που πριν τον οδηγούσε μόνο σε ένα αδιέξοδο, τώρα του παρουσίασε το δωμάτιο με την πύλη του Ασαναήλ. Δίχως σκέψη, ο Βασίλης έτρεξε μέσα και έκλεισε την πόρτα με δύναμη.

«Επιτέλους!», φώναξε θριαμβευτικά.

Χωρίς τα κλειδιά του, ο Μάρκος έπρεπε να πάει από τις σκάλες μέχρι το ισόγειο. Το έδαφος άρχισε να σείεται και πάλι, προκαλώντας κραδασμούς και ρωγμές στους τοίχους.

«Όχι όχι!», ψιθύρισε ενώ άρχισε να κάνει άλματα στις σκάλες σε μια προσπάθεια να κατέβει πιο γρήγορα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει το πόνο από τις καμένες του πληγές και να στραμπουλήξει και τον αστράγαλο του. Κουτσαίνοντας και τρεκλίζοντας αποφάσισε πως θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του για να ανοίξει μια καταπακτή. Χωρίς όμως τα κλειδιά να τον βοηθούν, με τις πληγές του και με την ενέργεια που έχει ήδη ξοδέψει για τους κεραυνούς και τα καλώδια, θα άντεχε λίγο ακόμα το σώμα του ώστε να δώσει ένα τέλος;

Από την άλλη του τσέπη έβγαλε μια φωτογραφία και μάτια του βούρκωσαν.

«Θα γυρίσω σπίτι, το υπόσχομαι», είπε και σύρθηκε προς τον ραγισμένο τοίχο δεξιά του, έτοιμος για όλα.

Τα κατάφερε, η καταπακτή τον έφερε γρήγορα και αθόρυβα στο πάτωμα ακριβώς πίσω από τον Βασίλη και την πύλη, που είχε ενεργοποιηθεί φωτίζοντας το δωμάτιο με μια γαλάζια λάμψη. Ο Βασίλης δεν τον πρόσεξε, όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο αρχαίο πληκτρολόγιο, το οποίο χτυπούσε ξανά και ξανά με μανία.

«Έλα παλιομηχάνημα, δούλεψε! Πάρε με μακριά από η Γη!».

«Βασίλη!», φώναξε ο Μάρκος, όταν τελικά κατάφερε να σηκωθεί.

Ο Αιθερίδης λιποτάκτης γύρισε να τον αντικρίσει και η όψη του έστειλε ένα ηλεκτρικό ρεύμα στην ραχοκοκαλιά του Μάρκου. Η συνεχής χρήση της πύρινης ματιάς του έλιωσε όλο το κεφάλι, αποκαλύπτοντάς ένα καμμένο κρανίο με το πραγματικό αέριο πρόσωπο του να αχνοφαίνεται από πίσω σαν φάντασμα, εκπέμποντας μια πορφυρή λάμψη. Τα χέρια του έτρεμαν μανιωδώς και τα πόδια του ίσα που τον κρατούσαν όρθιο.

«Κάνε πίσω προδότη!», είπε με την πραγματική του φωνή. «Άλλιως αυτή τη φορά θα σε κάψω!»

Η υπομονή του Μάρκου είχε πλέον στερέψει.

«Η πύλη θα πάει στο αρχηγείο!», ούρλιαξε και κούνησε το χέρι για να καλέσει πάλι τα καλώδια. Μάταιος κόπος, είχε χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις και το σώμα του κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Μόνο τα μάτια του μπορούσε να κουνήσει, κι αυτά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο που έχανε τον ρυθμό του τραγουδιού. Ο Βασίλης ήρθε και έσκυψε σε απόσταση αναπνοής από πάνω του. Τα μάτια του άρχιζαν πάλι να κοκκινίζουν βάναυσα όταν ξαφνικά κάτι σήκωσε από το πάτωμα δίπλα στον Μάρκο. Ήταν η φωτογραφία που πολλές φορές τον είχε δει να κοιτά αλλά πάντα την έκρυβε από όλους.

«Ώστε για αυτούς εδώ με πρόδωσες;», τον ρώτησε, καθώς ο θυμός του έσβηνε για λίγο.

Δάκρυα κύλησαν πάλι στα μάτια του Μάρκου.

«Και τι τους κάνει τόσο ξεχωριστούς για σένα; Τόσο ώστε να παρατήσεις εμένα στους λύκους;»

Ύστερα από μια παύση, ο Μάρκος του απάντησε: «Τους αγαπώ και θα τους προστατεύσω με κάθε κόστος. Εσύ ποτέ δεν θα καταλάβαινες, διότι τους ανθρώπους τους βλέπεις μόνο σαν αδέσποτα ζώα και απλά τους λυπάσαι. Με χαρά θυσίασες και έναν για να φτάσεις ως εδώ».

«Δεν έχεις ιδέα πόσο με πόνεσε αυτό που έκανα Μάρκο!»

«Το έκανες όμως! Παρά τις τύψεις σου!».

Έξαλλος, ο Βασίλης όπλισε τα μάτια του, έτοιμος να αποτελειώσει τον παλιό του φίλο. Ο Μάρκος παρά την παράλυση του, τον κοίταξε κατάματα αποφασισμένος.

«Εμπρός λοιπόν! Τι είναι άλλο ένα πτώμα μπροστά στην θρυλική πύλη του Ασαναήλ;».

Τα δόντια του φλεγόμενου κρανίου έτριξαν από την οργή. Όμως ξαφνικά, ο Βασίλης ηρέμησε και έμεινε για λίγο με το βλέμμα στραμμένο στο κενό. Πάρα τα όσα έγιναν, ο Βασίλης τον θεώρησε ακόμα φίλο του, ένα φίλο που απόψε είχε κάνει όλες τις λάθος αποφάσεις.

«Τελείωσε Μάρκο…», του είπε ψιθυριστά και γύρισε προς τη πύλη.

Ξαφνικά, βήματα ακούστηκαν στο διάδρομο πίσω τους δυνατά σαν βροντές.

«Ύπουλο κάθαρμα!», φώναξε με περισσότερη οργή από πριν. «Τελικά κέρδιζες χρόνο!».

Τον κλώτσησε τόσο δυνατά που ένιωσε τη κάτω γνάθο του να ραγίζει.

Την ίδια στιγμή, η πύλη εξέπεμψε μια πράσινη λάμψη, αποσπώντας την προσοχή του λιποτάκτη. Ο Βασίλης γέλασε δυνατά.

«Τη βλέπω! Τη βλέπω».

Η πόρτα πίσω τους εξερράγη και ενεργειακές ριπές γέμισαν το δωμάτιο, πετυχαίνοντας τον στη πλάτη.

«ΌΧΙ!», φώναξε με όλη του τη δύναμη, καθώς έπεφτε στο πάτωμα.

Μια τραχιά φωνή ακούστηκε όταν οι ριπές σταμάτησαν.

«Ε756! Συλλαμβάνεται για λιποταξία! Μείνε κατώ!».

Ο Βασίλης κοίταξε πίσω του τους στρατιώτες που του ετοίμαζαν δεύτερη καταιγίδα πυρών, μπροστά την ακόμα ανοιχτή πύλη και για μια τελευταία φορά τον Μάρκο.

Χωρίς να πει τίποτα άλλο, η πραγματική αέρια μορφή του βγήκε από το πλέον άχρηστο κορμί και αιωρήθηκε γρήγορα προς τη πύλη.

«Ξεφεύγει! Πυρ κατά βούληση!».

Ο Μάρκος μπορούσε μόνο να κοιτά, καθώς οι ριπές διέλυαν κομμάτι-κομμάτι τον παλιό του φίλο και το τελευταίο που είδε πριν λιποθυμήσει από τον πόνο και το σοκ ήταν το αριστερό χέρι του Βασίλη να περνά μέσα από τη πύλη και ύστερα ένα λευκό φως.

 

Ώρες αργότερα, ο Μάρκος είχε συνέλθει και αφού οι γιατροί της υπηρεσίας περιποιήθηκαν τα τραύματα του, τον έστειλαν κατευθείαν στον αρχηγό Άρη.

«Για να καταλάβω», ξεκίνησε να λέει με βαριά φωνή ο βετεράνος Αιθερίδης. «Εσύ και ο Ε756 ξετρυπώσατε τη μεγάλη φωλιά των Τρόμων που εμείς καταστρέψαμε σήμερα το πρωί, σωζωντας όλο το Πειραιά»

Ο Μάρκος έγνεψε καταφατικά με τα μάτια του στραμμένα στο πάτωμα.

«Γνωρίζατε ότι η πληροφορία ήταν σωστή ή είπατε ψέματα και σταθήκατε τυχεροί;»

Ο Μάρκος δεν σήκωσε το κεφάλι, «Το γνωρίζαμε»

Ο αρχηγός σάστισε. «Αλλά εσύ ειδοποίησες τον πράκτορα Όθωνα και πρόδωσες τον συνεργάτη σου».

«Μάλιστα», απάντησε ο Μάρκος.

«Και ύστερα όταν απέτυχε και σκοτώθηκε ο πράκτορας, αποφάσισες να τελειώσεις εσύ τη δουλειά;»

«Δεν…δεν είναι ακριβώς έτσι αρχη-»

«Ε τότε πως είναι;», φώναξε ο αρχηγός Άρης, χτυπώντας δυνατά τα χέρι του στο γραφείο. «Γιατί δεν έχω καταλάβει σε ποιόν τελικά είσαι πιστός τεχνικέ! Βρήκατε τα κομμάτια της πύλης του παραβάτη, προσπαθήσατε να την ανοίξετε για να λιποτακτήσετε και στο τέλος μας κάλεσες για να δώσεις στεγνά το συνεργάτη σου για να σώσεις το πνεύμα σου;».

«Από την αρχή ήμουν πιστός σε εσάς και στο σκοπό, κύριε!», φώναξε με φωνή που έτρεμε. «Και συνέχισα να τον ξεγελώ μέχρι να σας παραδώσω το προδότη και την πύλη στα χέρια σας!».

«Αυτό αν θέλουμε το πιστεύουμε», είπε ο αρχηγός και τον κοίταξε στα μάτια,. «Και μια που το φέρε η κουβέντα, η πύλη που οδηγεί;».

Ο Μάρκος τον κοίταξε απορημένος. «Τι σημασία έχει; Αφού τον σκοτώσατε πριν προλάβει να περάσει»

Ο αρχηγός παρέμεινε σιωπηλός.

«Όπως σας είπα», συνέχισε ο Μάρκος, «Αν δεν ήμουν εγώ ο Βασίλης, ο Ε756 δηλαδή, θα είχε ξεσηκώσει κι άλλους»

«Α δηλαδή σου χρωστάμε και ευχαριστώ κιόλας», του απάντησε ο αρχηγός, γυρνώντας του τη πλάτη.

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας ήχος και ο αρχηγός έβγαλε από τη τσέπη του το κινητό του. Μουρμουρίζοντας, απάντησε στη κλήση.

«Άρης εδώ…Τι;… Δεν καταλαβαίνω… Για ποιο λόγο!;… Όχι δεν τον έχω καταδικάσει ακόμα… Μάλιστα… Μάλιστα στρατηγέ… Ο Αιθέρας να μας φυλά».

Ο Μάρκος τώρα τον κοίταζε επίμονα, προσπαθώντας να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Ο αρχηγός του ανταπέδωσε με ένα καχύποπτο ύφος.

«Φαίνεται ότι είσαι πολύ τυχερός Χ257»,είπε και έδειξε στον Μάρκο το κινητό του. «Ξέρεις ποιός ήταν;».

«Ο… ο στρατηγός;», τραύλισε ο Μάρκος, λουσμένος σε κρύο ιδρώτα.

Ο αρχηγός έγνεψε καταφατικά με ένα χαμόγελο που μόνο χαρά δεν δήλωνε.

«Ακριβώς! Έχουμε νέες διαταγές εσύ και εγώ».

Ο Μάρκος στραβό κατάπιε και προσπάθησε να μιλήσει, αλλά τον διέκοψε πάλι ο αρχηγός.

«Θέλει τη πύλη άθικτη και εσένα να την μελετήσεις εις βάθος, εφόσον γνωρίζεις για αυτή περισσότερα από κάθε άλλον Αιθερίδη πλέον».

«Μα…μα η ύπαρξη της δεν θα αποτελέσει σκάνδαλο στην καλύτερη και ανταρσία στην χειρότερη περίπτωση;», αναρωτήθηκε ο Μάρκος.

«Θα πούμε μόνο στους Αρμονιστές και τους στρατιώτες ότι η πύλη καταστράφηκε στην επιδρομή, διορθώνοντας το αμάρτημα του Ασαναήλ. Ύστερα θα την στείλουμε στη μυστική μας βάση στην Θεσσαλία, όπου εσύ θα την μελετήσεις και θα βρεις μάλιστα πως μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε στο πόλεμο».

«Κι αν είναι αλήθεια ο…», ξεκίνησε ο Μάρκος.

«Μην τολμήσεις να τελειώσεις αυτή τη πρόταση», ούρλιαξε ο αρχηγός Άρης. «Όταν μάθουμε περισσότερα, το συζητάμε. Μέχρι τότε, κουβέντα σε κανέναν και από σήμερα εσύ και η οικογένεια-κάλυψη σου θα είστε υπό στενή παρακολούθηση».

Ο Μάρκος δεν πίστευε στα αυτιά του, από μέσα του όμως ευχαριστούσε τη τύχη του που τελικά θα ζούσε τουλάχιστον.

«Κατανοητό, αρχηγέ Άρη», είπε τελικά.

 

Στο δρόμο για το σπίτι, ο Μάρκος ένιωθε χιλιάδες αόρατα μάτια να τον κοιτούν από κάθε γωνία. Διέκρινε τρεις εργάτες να τον κοιτούν από τη δίπλα οικοδομή, ένα ταξί που είχε κάνει έξι κύκλους και εννιά πεζούς να σηκώνουν το κινητό τους ακριβώς τη στιγμή που περνούσαν από μπροστά του, όλοι τους ψιθύρισαν το ίδιο ακριβώς πράγμα: «Όλα καλά εδώ, εσύ;»

Ώστε έτσι ένιωθες παλιόφιλε, σκέφτηκε.

Μόνο όταν γύρισε το κλειδί για το σπίτι και μπήκε μέσα ένιωσε μια μικρή αλλά γλυκιά αγαλλίαση, καθώς ο μικρός Νικολάκης και η Τιτίκα άφησαν τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου και ήρθαν τρέχοντας να τον αγκαλιάσουν. Η μικρή Τζουν κούνησε την ουρά της χαρμόσυνα και η Αλεξάνδρα μέσα από τη κουζίνα τον καλωσόρισε σπίτι.

Εκείνο το βράδυ, ο Μάρκος δεν είχε ύπνο, στεκόταν μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή του, περιμένοντας κάποιο κωδικοποιημένο email από τον αρχηγό Άρη. Όλα αυτά που συνέβησαν δημιούργησαν ένα ασήκωτο βάρος στη ψυχή του.

Κατηγορούσε τον εαυτό του για τις βιαστικές του αποφάσεις και το φόβο του, πού στο τέλος ήταν και ο χαμός του Βασίλη. Έκρυψε το πρόσωπο του στις παλάμες του, παρακαλώντας σιωπηλά συγχώρεση από τον συνεργάτη του, όπου κι αν βρισκόταν, όταν ξαφνικά, σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα καινούργιο μήνυμα. Χωρίς πολλή σκέψη, το άνοιξε και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.

 

Από: Βασίλης
Θέμα: Ω
Ένα σώμα δρόμος είναι σύντροφε.

 

Ο Μάρκος πετάχτηκε από την καρέκλα του σαν ελατήριο, βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή. Ταυτόχρονα, χτύπησε το κινητό του.

«Πα…Παρακαλώ ποιος…Ποιος είναι;!».

«Ρ89. Τι είδες μόλις και πήδηξες έτσι; Κατσαρίδα ή φάντασμα;»

Ο Μάρκος πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και κοίταξε ξανά την οθόνη του. Το μήνυμα είχε εξαφανιστεί.

«Χ257 απάντησε τώρα!».

«Ε; Α ναι!», είπε μόλις θυμήθηκε το πράκτορα στο τηλέφωνο. «Τίποτα, νόμιζα ότι κόλλησα ιό αλλά… Δεν ήταν τίποτα τελικά».

«Καλύτερα να πέσεις για ύπνο τεχνικέ, φαίνεσαι κουρασμένος», είπε η φωνή στο τηλέφωνο και το έκλεισε.

«Μάρκο;», ακούστηκε η φωνή της Αλεξάνδρας από το διάδρομο έξω από το γραφείο του.

Ο Μάρκος είχε πλέον συνέλθει εντελώς.

«Δεν ήταν τίποτα αγάπη, χτύπησα το πόδι μου στο γραφείο πάλι, έρχομαι».

Έλεγξε μια τελευταία φορά τα mail του, αλλά πουθενά το μήνυμα.

Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια, καθησύχασε από μέσα του τον εαυτό του και πήγε στο κρεβάτι.

Ύστερα από λίγο, όταν τελικά τον πήρε ο ύπνος, ο υπολογιστής του ενεργοποιήθηκε μόνος του, και μια σειρά από μηνύματα έρχονταν σαν καταιγίδα μέσα στην νύχτα.

*Διαβάστε το ‘Α Μέρος εδώ.

Tags: The Weird Side Daily , αέριο , αίμα , αλλόκοτο , αποστάτης , αρχαίο , Βασίλης , βραχυκύκλωμα , βωμός , Γη , διήγημα , Διήγημα τρόμου , Διηγήματα , Ε756 , ιστορία , ιστορίες , κάλυψη , κλειδί , κλειδιά , Κτήριο , Λεβιάθαν , Μάρκος , Μάχη , Μέγας Αιθέρας , μεταφυσικό , Μιχάλης Κανιάρος , μύθοι , μύθος , Όθωνας , ολόγραμμα , ον , όντα , παραφυσικό , πλανήτης , πλάσμα , πλάσματα , πόρτα , πύλη , Πύλη του Ασαναήλ , σαμποτάζ , σενάριο , σκοτάδι , σκότος , σύμβολο , σύμπαν , σύντροφος , σώμα , σωτηρία , τέκνα , τρόμος , Υπερφυσικό , φωτογραφία , χωροχρόνος , Ω

Μιχάλης Κανιάρος

Δημοσιεύτηκε 18 Οκτωβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.