Όταν το φεγγάρι φεγγοβολά στον ουρανό σαν αστραφτερό παγόβουνο, κάτι συμβαίνει. Τα νερά της λίμνης ταράζονται. Το στρώμα της άχρωμης ομίχλης που πλέει στα σκοτεινά νερά της στροβιλίζεται και το πρόσωπο του φεγγαριού θρυμματίζεται σε αναρίθμητες κοφτερές αντανακλάσεις. Τα τριζόνια, οι βάτραχοι και τα νυχτοπούλια που τραγουδούν στην φωτερή βραδιά σωπαίνουν και οι πυγολαμπίδες που χορεύουν σ’ ένα κοντινό λιβάδι, κρύβουν τα νεραϊδίσια φαναράκια τους.
Ύστερα, μέσα απ’ τα σκοτεινά νερά ξεπροβάλλει ένα χέρι. Λεπτό και λευκό σαν τριμμένο φίλντισι, στολισμένο με δάχτυλα που είναι μακριά και κοντυλογραμμένα. Το χέρι, καθώς αναδύεται σαν κατάρτι μέσα απ’ το νερό, ακολουθείται από έναν ώμο και ένα κεφάλι που καλύπτεται από πυκνά και μαύρα μαλλιά. Ολόισια και μουλιασμένα απ’ την μακροχρόνια παραμονή τους στο υγρό στοιχείο μοιάζουν με μακριά φύκια.
Η φιγούρα που διαγράφεται τώρα ολόκληρη στον ακίνητο αέρα της νύχτας είναι ψιλόλιγνη και λυγερή. Το νερό στροβιλίζεται γύρω της απαλά, στάζει και σχηματίζει λεπτά ρυάκια. Ο μανδύας που φοράει κρέμεται πάνω της σαν σάβανο και σκιαγραφεί τις απαλές καμπύλες του σώματός της. Οι άκρες του σέρνονται πάνω στις όχθες της λίμνης καθώς εκείνη αρχίζει να περπατάει πάνω στη στεριά και ν’ αφήνει πίσω της ένα ίχνος υγρασίας που γυαλίζει ανάλαφρα σαν σκόνη από τριμμένο μαργαριτάρι.
Η φιγούρα περπατάει τώρα, με το κεφάλι σκυμμένο, μέσα στο λιβάδι που είναι πλέον σιωπηλό. Τα νυχτολούλουδα υποκλίνονται μπροστά στα γυμνά της πόδια που φαντάζουν μαρμάρινα, πάλλευκα κάτω απ’ το χλωμό φως του φεγγαριού. Εκείνη αδιαφορεί. Περπατά αργά μα σταθερά, με το κεφάλι πάντα σκυφτό, χαμένο σε σκέψεις και αναμνήσεις που ο χρόνος έχει μετατρέψει σε θαμπές φωτοσκιάσεις. Βλέπετε, δεν της έχει απομείνει τίποτε άλλο. Ο χρόνος που τρώει σβήνει και απορροφά τα πάντα, έχει αγγίξει και το δικό της το μυαλό. Οι αμμουδιές του, που στροβιλίζονται ασταμάτητα απ’ την ακούραστη ανάσα του, έχουν στρογγυλέψει το οικοδόμημα της μνήμης της, έχουν διαβρώσει τα περίτεχνα ανάγλυφα των σκοτεινών διαδρόμων του και τ’ αδυσώπητα δάχτυλά του έχουν ξεθωριάσει τις κραυγαλέες τοιχογραφίες των τελευταίων της στιγμών. Ωστόσο, όπως όλοι γνωρίζουμε, το τελευταίο πράγμα που βυθίζεται στη λήθη είναι η επιθυμία, η λαχτάρα της ζωής. Ιδιαίτερα εκείνης που το νήμα της κόπηκε πρόωρα και άδικα. Επίσης, η οργή είναι ένα διάπυρο μαχαίρι που κόβει πολύ βαθιά και τα σημάδια του αργούν να φαγωθούν. Το ίδιο και η αγάπη.
Έτσι λοιπόν η φιγούρα περπατά. Αναστημένη απ’ το φως του φεγγαριού, ζωντανεμένη απ’ τις θολές αναμνήσεις πράξεων που δεν μπορούν να ανακληθούν. Με κάθε πανσέληνο θα διασχίσει το ερημικό λιβάδι και η αύρα που εκπέμπει θα εξαπλώσει ομόκεντρους κύκλους δέους και σιωπής σε κάθε τι το ζωντανό.
Εκείνη, πάντα αδιάφορη, πάντα χαμένη στον ασαφή κόσμο των αρχαίων παρορμήσεών της, θα περπατήσει προς το κέντρο του λιβαδιού, εκεί που διακρίνονται ακόμα τα ερείπια ενός αρχαίου σπιτικού. Σαθρά θεμέλια, χορταριασμένες πέτρες και συντρίμμια είναι το μόνο που έχει απομείνει από τους τοίχους και την οροφή του. Μια πελώρια συκιά φυτρώνει εκεί όπου κάποτε, ένα μαρμάρινο τζάκι σκορπούσε μια χρυσαφένια θαλπωρή σε κάποιο όμορφο σαλόνι.
Κάτω απ’ τα κλαδιά της το σκοτάδι γίνεται πιο πυκνό. Ανάμεσα στις ροζιασμένες ρίζες της κρύβεται ένα μυστικό. Ένα πορσελάνινο κουκλάκι που οι βροχές και τα χιόνια του χειμώνα έχουν θρυμματίσει σε μικρές ψηφίδες. Μοιάζουν με ξεβρασμένα κογχύλια και οστά μικρών ζώων. Όμως, θυμούνται ακόμα τα παιδικά δάχτυλα που κάποτε τα είχαν αγκαλιάσει και είχαν παίξει μαζί τους με λαχτάρα. Τώρα, οι ρίζες της συκιάς τα έχουν αγκαλιάσει σφιχτά, τα έχουν χωνέψει και τα διατηρούν σαν φυλαχτά ανάμεσα στις ξυλώδεις ίνες τους. Καθώς η αρχαία γυναίκα σκύβει από πάνω τους, εκείνα εκπέμπουν ακόμα την ανάμνηση των παιδικών δαχτύλων, του γέλιου και της χαράς που κάποτε στροβιλίστηκε γύρω τους.
Εκείνη κάθεται κοντά τους μέχρι το χάραμα. Όταν στην ανατολή εμφανιστεί ο πρώτος χλωμός προάγγελος της χαραυγής, θα επιστρέψει στην λίμνη, θα βυθιστεί και πάλι στ’ ακίνητα νερά της και η αραχνοΰφαντη ομίχλη θα τη σκεπάσει σαν ανάλαφρο σεντόνι.
Οι ντόπιοι αποφεύγουν εκείνο το λιβάδι. Ξέρουν ότι στη λίμνη που φωλιάζει στην καρδιά του, στη λίμνη της Κυράς όπως τη λένε, κάτι κοιμάται. Κάποιοι, οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, μιλάνε για μια νεαρή χήρα που ζούσε κάποτε εκεί κοντά, σ’ ένα όμορφο σπίτι που δεν υπάρχει πια. Ο άντρας της είχε πεθάνει στο μέτωπο και εκείνη είχε προσπαθήσει να μεγαλώσει το κοριτσάκι της μόνη, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Έως ότου κάποιο βράδυ, μια νύχτα με πανσέληνο, κάποιοι μπήκαν μέσα στο σπίτι και επειδή εκείνη αντιστάθηκε, τη σκότωσαν. Μπροστά στο παιδί της. Και μετά πέταξαν το πτώμα της στη λίμνη.
Σήμερα κανείς δεν θυμάται το όνομα της. Και κανείς από όσους τη βλέπουν τις νύχτες με πανσέληνο να διασχίζει το λιβάδι δεν έχει το θάρρος να την πλησιάσει και να της πει ότι τα χρόνια έχουν περάσει, ότι το παιδί της γλύτωσε, ότι έζησε μια όμορφη ζωή και γνώρισε την ευτυχία.
Και έτσι εκείνη περιφέρεται ακόμα. Σιγά-σιγά θα μετατραπεί σε μια διάφανη σκιά, σε μια ψυχρή αύρα που θα προκαλεί ένα παράξενο ρίγος σε όποιον βρίσκεται κοντά της. Αλλά κάθε φορά που το φεγγάρι θα φεγγοβολά στον ουρανό και οι πυγολαμπίδες θα χορεύουν αμέριμνες τον παραμυθένιο τους χορό, μια ανεξήγητη σιωπή θα απλώνεται στο ερημικό λιβάδι και τα υγρά ίχνη μιας αόρατης γυναίκας θα στραφταλίζουν στο μεταξένιο φως της νύχτας.
Tags: doll , fantasy , house , lady , lady in the water , lake , meadow , moon , mystery , secret , short-story , tree , water , woman , αναμνήσεις , αρχοντικό , γυναίκα , δέντρο , διήγημα , Έρικ Σμυρναίος , κούκλα , Κυρά , λιβάδι , λίμνη , μυστήριο , μυστικό , νερό , πανσέλινο , πορσελάνη , πορσελάνινο κουκλάκι , σπίτι , συκιά , φαντασία , Φανταστικό , φεγγάρι , φιγούρα , χλωμό
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.