”Η καλύβα ορθώνεται εμπρός μου σαν γέρικο σκαρί. Ο αέρας τσιρίζει στο σβέρκο μου. Τα ξερά φύλλα τρίζουν κάτω από τις μπότες μου. Η νύχτα πέφτει. Έχω χαθεί εδώ και ώρα με τσέπες άδειες και το Σαράβαλο νεκρό. Δεν έχω επιλογές.”
”Ο αέρας λυσσομανούσε στα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του Γουίλιαμ και αυτός δεν μπορούσε να κλείσει μάτι με τίποτα. Κοιτούσε το ταβάνι και τους τοίχους και παρατηρούσε το πως τα ρούχα του έπαιρναν σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Το παλτό του που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα από την πολυθρόνα του γινόταν ένας υψηλόσωμος άντρας που τον κοιτούσε επίμονα χωρίς να κουνιέται.”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 7
ΕπόμενηΕνημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.