Φαντάσματα Ενός Μελλοντικού Κόσμου

”Το ανθρώπινο δράμα. Αυτό το σκοτεινό τέρας. Κάθε άνθρωπος εισάγεται στην διαφθορά αν θέλει να επιβιώσει. Κάποιοι, που παραμένουν κοιμισμένοι καθ’ όλη την ζωή τους, μιλούνε για αγάπη και αρμονία με τον δυνάστη. Ποτέ μου δεν τους κατάλαβα. Ένιωθα μια φυσική αποστροφή απέναντι στους πνευματικούς δούλους. Αυτούς που εκτιμώ και μνημονεύω είναι τους ανθρώπους που βούτηξαν με το μένος αετού μέσα στο σκοτάδι και βγήκαν από την άλλη πλευρά, λαμπεροί και λαβωμένοι. Αυτοί έζησαν. Οι άλλοι βρίσκονται σε άρνηση. Και ανάμεσα τους είμαστε εμείς.”

27 Δεκεμβρίου 2021

Το ανθρώπινο δράμα. Αυτό το σκοτεινό τέρας. Κάθε άνθρωπος εισάγεται στην διαφθορά αν θέλει να επιβιώσει. Κάποιοι, που παραμένουν κοιμισμένοι καθ’ όλη την ζωή τους, μιλούνε για αγάπη και αρμονία με τον δυνάστη. Ποτέ μου δεν τους κατάλαβα. Ένιωθα μια φυσική αποστροφή απέναντι στους πνευματικούς δούλους. Αυτούς που εκτιμώ και μνημονεύω είναι τους ανθρώπους που βούτηξαν με το μένος αετού μέσα στο σκοτάδι και βγήκαν από την άλλη πλευρά, λαμπεροί και λαβωμένοι. Αυτοί έζησαν. Οι άλλοι βρίσκονται σε άρνηση. Και ανάμεσα τους είμαστε εμείς.

Πρόβατο ή Ήρωας; Αυτό είναι το ερώτημα. Το ερώτημα που περνάει από το μυαλό κάθε ανθρώπου κάποια στιγμή στη ζωή του. Σε μένα, αυτό το ερώτημα εμφανίστηκε στους Φούρνους. Και δεν εμφανίστηκε τόσο ξεκάθαρα. Ήταν ένας υπαινιγμός, ένα κάλεσμα, ένα φως μέσα στο σκοτάδι που μου είπε πως ζω ένα ψέμα, το μέγεθος του οποίου δεν μπορούσα να φανταστώ ακόμη.

Μέχρι εκείνη την ημέρα νόμιζα πως ήμουν ξύπνιος, πως ήξερα τον κόσμο και πως είχα την μοίρα μου σφιχτά κρατημένη στο χέρια μου. Αν τα πέπλα σηκωθούν όμως, δεν υπάρχει επιστροφή. Τότε η φράση «ελευθερία ή θάνατος» δεν ακούγεται ρομαντική και ηρωική. Ακούγεται σαν τον ρόγχο του ετοιμοθάνατου σε πλαγιές ποτισμένες με αίμα και το βλέμμα του να θολώνει καθώς η ψυχή του επιστρέφει στον ουρανό, με μία λέξη να γλιστρά από στόμα του ξέπνοα: «Ελευθερία.»

Είτε πολεμάς για την ελευθερία, είτε πεθαίνεις για την ελευθερία. Σε κάθε περίπτωση η ελευθερία είναι δεδομένη. Το μόνο που αλλάζει είναι ο κόσμος. Προσμένω αυτή την μέρα όπου θα γνωρίσω την ειρήνη και την γαλήνη. Όσο όμως θα βρίσκομαι εδώ, θα πολεμώ. Προτιμώ το ξίφος και το αίμα από την παραίτηση σε αυτόν τον κόσμο. Πλέον το ξίφος είναι ο σύντροφος μου. Ο πόλεμος, η αλήθεια μου. Το αίμα, το νερό μου. Και η πένα;

Την αμέλησα την πένα για χρόνια. Αφοσιωμένος στον σκοπό, ταγμένος στο επέκεινα, σε μία νέα πραγματικότητα, το χέρι μου έμαθε να σκοτώνει και η καρδιά μου να θάβει τον πόνο. Ξέχασα την ποίηση, την ομορφιά, τον έρωτα. Ξέχασα την γυναίκα. Στο δρόμο μας για την ελευθερία, την ξεχάσαμε, και παντρευτήκαμε τον θάνατο. Δεν είμαστε πλέον άνθρωποι. Είμαστε φαντάσματα ενός μελλοντικού κόσμου.

Όσες άλλες επιλογές είχα, τις αρνήθηκα. Ο πόλεμος είναι εθιστικός. Δίνει μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, όπου κάθε μάχη κρύβει μέσα της το μυστήριο της θυσίας. Ζω για αυτές τις θυσίες, γιατί υπάρχει ένα όραμα πίσω από όλα τα αιματοβαμμένα πέπλα, ένας τόπος αναμορφωμένος όπου η έκσταση εμφανίζεται μέσα μου σαν τις λίμνες του Όρους των Μολοσσών. Για λίγες στιγμές ταξιδεύω εκεί, κλείνω τα μάτια μου και περπατώ στις όχθες βλέποντας την πρωινή άχλη, μυρίζοντας την υγρασία των φύλλων, ακούγοντας τον αργό παφλασμό και το αεράκι που αγκαλιάζει το σώμα μου. Οι αναμνήσεις μου έγιναν ο παράδεισος που επιθυμώ. Ταξιδεύω με επιθυμία σε αυτό που οραματίζομαι πως είναι η αιώνια ανάπαυσή μου. Περιμένω αυτήν την μοναχικότητα που μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια, τότε που όλος μου ο κόσμος ήταν τα κίτρινα φύλλα στην όχθη και τα βατράχια που τραγουδούσαν άρρυθμα τον ερχομό του φθινοπώρου.

Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και οι εμπειρίες μου έχουν αφήσει τις ουλές τους στην ψυχή μου. Πάνω μου όμως έχουν πέσει πολλά ρούχα. Ρούχα βαριά και φθαρμένα που κουβαλούν ψυχές ταλαιπωρημένες. Ο αγώνας για την ελευθερία έχει ένα τίμημα που λίγοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν. Οι περισσότεροι μένουν μόνο στον δικό τους θάνατο. Στην αυτοθυσία τους. Δεν περιμένουν πως οι ζωντανοί κουβαλούν τον θάνατο των άλλων πάνω στην πλάτη τους. Αυτό που κάπως αλαφραίνει τα ρούχα μου, την καταδίκη μου όπως θέλω να σκέφτομαι, είναι πως ο εχθρός μας είναι κάτι περισσότερο από σιχαμερός. Εξακολουθούν όμως να είναι άνθρωποι. Δεν αντλώ ευχαρίστηση από τον πόνο που προκαλώ. Είναι όμως αναγκαίο για να φτάσουμε κοντύτερα στο όνειρο ενός νέου κόσμου, μίας νέας πραγματικότητας. Η επανάσταση δεν ήταν μόνο απαραίτητη. Ήταν αναμενόμενη. Προδιαγεγραμμένη. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μόνο μερικές σπίθες για να φουντώσει το πάθος.

Δεν το μετανιώνω. Ούτε κάποιος από τους συμμαχητές μου. Όσοι από εμάς στεκόμαστε ακόμη με το όπλο στο χέρι, έχουμε αποδεχτεί αυτά τα βαριά ρούχα πάνω μας, που θα μας συντροφεύσουν στο νεκροκρέβατο μας. Ίσως για αυτό τους βλέπω όλους τόσο πρόθυμους να ξεχυθούν στην μάχη. Κάθε σύγκρουση είναι φλερτ με τον προσδοκώμενο θάνατο και την λύτρωση. Εκεί γινόμαστε κάτι περισσότερο από πολεμιστές, γιατί είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε τον εαυτό μας και κάθε φορά αναδυόμαστε ξαναγεννημένοι.

Πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο. Λένε πως ο δρόμος της υπακοής είναι ο μόνος δρόμος, καταδικάζοντας παράλληλα τους αδύναμους και τους άβουλους σε αιώνια βάσανα. Επίσης λένε πως η εξουσία διαφθείρει. Εγώ μπορώ να σας πω πως κάθε πράξη, κάθε συμμετοχή στον κόσμο διαφθείρει. Κάθε μας βήμα μας οδηγεί όλο και πιο βαθιά μέσα στον βάλτο της αβύσσου και των ψυχικών βασάνων, αν δεν διατηρούμε καθαρό το βλέμμα μας και την αγάπη μας για την ελευθερία του συνανθρώπου μας.

Υπάρχει το όραμα. Είναι ακόμα εκεί. Το βλέπω. Για αυτό συνεχίζω. Μετά από τόσο πόνο παραμένει αλώβητο και υπάρχει μόνο μία εξήγηση. Είμαστε έκπτωτα πνεύματα ενός άλλου, αιθέριου κόσμου. Είμαστε τα παιδιά μια αρχαίας μνήμης. Ίσως να είναι και μια άχρονη μνήμη, μία ανάμνηση αιώνια, που μας καλεί να επιστρέψουμε στον τόπο της καταγωγής μας, στην αρχική μας φύση, στην ελευθερία πέρα από τους νόμους του ανθρώπου.

Ίσως αυτό το μέρος να είναι το αιώνιο κενό. Το τίποτα. Ο Θεός που μπολιάζει τις φωτιές της δημιουργίας και εμείς τον αρνηθήκαμε για έναν κόσμο φθαρτό και σκληρό, γεμάτο αδικία, ανισότητες, ψεύδη, υποκρισία γιατί θέλαμε να γίνουμε θεοί στη θέση Του. Δεν μου αρέσει αυτός ο κόσμος. Ποτέ δεν μου άρεσε. Για αυτό σήκωσα το ξίφος. Δεν επιδιώκω την ειρήνη. Επιδιώκω την αναδημιουργία.

Μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως η ειρήνη δεν βρίσκεται εδώ, παρόλη την ομορφιά αυτού του τόπου. Το λαγκάδι των Ελαίων, όπως αγκαλιάζεται από το Οροπέδιο των μυθικών Μολοσσών και τις θάλασσες των Διαμαντένιων Κοραλλιών, έχει ομορφιά ξακουστή που περνάει πέρα από τις μεγάλες θάλασσες και ξεπερνά το μεγάλο Όρος του Θεού, τον Άασχο και φτάνει μέχρι τους τόπους όπου τα λαγκάδια τρέφονται με λασπωμένα ποτάμια και τα άλογα είναι χοντρά και ψηλά. Δεν είναι τυχαίο που από εμάς περνάνε όλοι οι εμπορικοί δρόμοι σαν ακτίνες που συγκεντρώνονται στον ήλιο.

Ο δικό μας ήλιος είναι η πρωτεύουσα των Ελαίων, το κέντρο του γνωστού κόσμου, η Αρετή. Εκεί έζησα και μεγάλωσα. Εκεί σπούδασα και ερωτεύτηκα. Εκεί ξύπνησα και μεταμορφώθηκα σε αυτό που είμαι τώρα. Κοιτώντας πίσω θα έλεγα πως δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτήν την μοίρα. Κανείς δεν θα μπορούσε. Μόνον ο Αγέννητος. Γιατί ξέρει τι κρύβουμε μέσα μας, ακόμη και αν εμείς δεν το ξέρουμε.

Δεν θα μπορούσα να αναγνωρίσω τη φλόγα που γεννήθηκε μέσα μου όταν είδα τον αληθινό κόσμο κατά την μύηση μου στα μυστήρια της Ιερής Νύχτας. Δεν θα μπορούσα να περιμένω την σύγχυση μου και την ελπίδα που φούντωσε μέσα μου την μέρα που γνώρισα τους Μολοσσούς στους Φούρνους, όταν μέχρι τότε πίστευα πως είχαν εξαφανιστεί.

Δεν ήμουν έξυπνος άνθρωπος. Ήμουν ένα τυφλό πιόνι στις φιλοδοξίες υποκριτών και εκμεταλλευτών που πότισαν με ψέματα όλοι μας την ύπαρξη. Πιστέψτε με σε αυτό που λέω, γιατί μπορεί μια μέρα να είστε στην θέση μου. Δεν είναι απλώς κάποια ψέματα μέσα στην αλήθεια. Δεν είναι απλώς κηλίδες διαφθοράς σε μία διάφανη λίμνη. Όλα είναι ψέματα. Η πραγματικότητα μας δεν είναι πραγματικότητα, αλλά ένα κατευθυνόμενο θέατρο. Και αν το δείτε. Αν δείτε πίσω από το παραπέτασμα, θα μεταμορφωθείτε σε όντα μίας άλλης πραγματικότητας. Θα πιείτε από τις πηγές της αληθινής ζωής στις κορυφές Του Άασχου και θα γνωρίσετε όλους του ξεχασμένους θεούς. Μα πιο πολύ από όλα, θα γνωρίσετε Αυτόν. Και όταν Τον γνωρίσετε, δεν θα σηκώσετε απλώς το ξίφος. Θα γίνετε εσείς οι ίδιοι ξίφη και θα κόβετε το ψέμα με την πνοή σας.

Οι φωτιές καίνε ακόμη στην κορυφή Του Άασχου και περιμένουν την επιστροφή των Ιπποτών της Ιερής Νύχτας. Κρατώ το έμβλημα στο χέρι μου και το έχω πυρωμένο στο στήθος μου. Τον βλέπω να απλώνει τη θωριά Του στα λαγκάδια που αγκαλιάζουν την Αρετή και τους συμμαχητές μου, τους αδελφούς μου, να ξεχύνονται μέσα από τους ίσκιους Του σαν φωτισμένοι άγγελοι, ντυμένοι την λευκή αρματωσιά μας και την ρομφαία να υψώνεται στα χέρια τους. Και αυτή την ιαχή. Ποιος την άκουσε και δεν ένιωσε αληθινό τρόμο;

Η μέρα όπου θα υψωθεί το λάβαρο μας πάνω από τον Οίκο των Αρίστων πλησιάζει, αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η ευλογημένη μέρα, εμείς προετοιμάζουμε την ψυχή μας για τον αιώνιο ύπνο της. Τώρα που γράφω αυτά, που όπως φαίνεται θα πάρουν την μορφή απομνημονευμάτων, με περιμένουν να φύγουμε για την τελευταία μάχη. Το τέλος αυτής θα σημάνει και το τέλος αυτού του δίκαιου πολέμου εναντίον των δυνάμεων της καταπίεσης και της αδικίας, εναντίον αυτών των πουλημένων ψυχών, που προτίμησαν να γίνουν είδωλα και να θυσιάσουν τους αδύναμους, για να ζήσουν αυτοί. Πρόδωσαν Τον Άασχο και πρόδωσαν και τον λαό Του.

Αλλά η καταδίκη τους θα δείξει το δρόμο της επιστροφής προς το φως που κάποτε πρέσβευε η χώρα μας. Ο βούρκος των Ελαίων θα γίνει και πάλι το φως των Ελαίων, θα γίνει το κέντρο των πολιτισμών και της οικονομίας και η ταυτότητα μας θα σταματήσει να χρησιμοποιείται ως προσβολή. Θα γίνουμε πάλι οι γιοι των θεών και οι μητέρες μας θα σταματήσουν να κλαίνε στους Καταρράκτες Των Τεφρών.

Μέχρι τότε όμως έχουμε πολλή δρόμο. Ακόμη δεν ήρθε η στιγμή για τους υπόλοιπους αλλά εγώ το σκέφτομαι ήδη. Τι θα συμβεί μετά; Με ανησυχεί το μετά. Τα αδέλφια μου μπορεί να πιστεύουν ότι με την ενδεχόμενη νίκη θα τελειώσει ο πόλεμος και θα επιστρέψουν στην παλιά τους ζωή, στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που τώρα πρέπει να έχουν μεγαλώσει. Μα το τέλος αυτού του πολέμου είναι η αρχή ένας άλλου, ακόμη πιο δύσκολου, όπου τα όπλα μας θα αντικατασταθούν και η περιβολή μας θα μεταμορφωθεί από μεταλλική σε υφασμάτινη. Για αυτό έπιασα την πένα πάλι. Πρέπει να γυμνάσω την γλώσσα μου, γιατί σύντομα θα γίνει το νέο μου όπλο.

Γνωρίζω την μοίρα μου. Μου φανερώθηκε εκείνη την νύχτα στην κορυφή Του Άασχου, στον ξεχασμένο Ναό Του, όπου πάνω από την κεντρική Του πύλη έχει μία πλάκα μαρμάρινη που γράφει απλώς τη λέξη Αγέννητος. Τότε Τον γνώρισα, Αυτόν που όνομα δεν έχει, και μου έδειξε τι θα κάνω, με ποιους και πότε. Είδα ένα όραμα που ήταν τόσο έντονο, τόσο ζωντανό, που από τότε το βλέπω κάθε πρωί, στις λίγες στιγμές που αιωρούμαι στους τόπους μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, μεταξύ ύλης και πνεύματος, προτού ξυπνήσω. Το έχω δει τόσες φορές που γνωρίζω κάθε λεπτομέρειά του.

Τώρα μας βλέπω να ορμούμε σαν τα πουλιά της νύχτας μέσα στην Αρετή και να ανεβαίνουμε τα σκαλιά του Οίκου των Αρίστων. Τους βλέπω να ζητούν έλεος πεσμένοι στα γόνατα, όταν μέχρι πριν από λίγες ώρες μας αποκαλούσαν προδότες. Τους βλέπω να δικάζονται και να καταδικάζονται, όχι γιατί μου αρέσει, αλλά γιατί πρέπει. Θα προτιμούσα να δικάζονταν από το ξίφος μου, με ταχύτητα και απλότητα. Το όραμα όμως υπαγορεύει ένα νέο μέλλον, όπου είναι χτισμένο πάνω στην επίσημη καταδίκη τους. Τα ονόματά τους θα αμαυρωθούν στην ιστορία και θα γίνουν υποτιμητικά επίθετα που τα παιδιά πετούν το ένα στο άλλο όταν τσακώνονται. Η ιστορία θα είναι σκληρή μαζί τους και ο κόσμος θα τους συνδέσει με την πνευματική ένδεια, την παρακμή και την κεκαλυμμένη βαρβαρότητα.

Η νέα εποχή που έρχεται δεν θα βαφτιστεί με αίμα, αλλά με νερό από τις πηγές των Καταρρακτών των Τεφρών, με τις γυναίκες να οδηγούν τα καραβάνια στο Όρος των Μολοσσών, ακολουθώντας το μονοπάτι που άνοιξαν οι αληθινοί πατέρες του πολιτισμού μας όταν κατέβηκαν στο λαγκάδι των Ελαίων, φέρνοντας μια χαμένη παράδοση. Μία παράδοση που δεν είναι απλώς ξεχασμένη, αλλά ηθελημένα σβησμένη από την ιστορία μας.

Υπήρχε μια εποχή που ζούσα σαν όλους τους υπόλοιπους, έχοντας άγνοια του παιχνιδιού που παιζόταν στις πλάτες μας. Ήταν μια εποχή όπου οι λέξεις Μολοσσός και Άασχος ήταν μυθολογικά σκευάσματα, ιστορίες για παιδιά, παιχνίδια της φαντασίας όπως μας διδάσκανε, κόβοντας έτσι τον ομφάλιο λώρο μας με την αλήθεια, κάνοντας μας δούλους σε μία κατασκευασμένη πραγματικότητα. Μέχρι πότε όμως μπορεί η αλήθεια να μένει κρυμμένη; Αν κάτι αληθεύει, τότε θα εμφανιστεί κάποια στιγμή. Είτε απαλά, σαν αεράκι ανοιξιάτικο, είτε σαν έκρηξη ηφαιστείου.

Κάθε ηφαίστειο όμως δείχνει σημάδια για τις μελλοντικές του πράξεις. Και αυτά τα σημάδια ήταν βαθιά κρυμμένα μέσα μου. Ήταν μια διαίσθηση, μια ανησυχία που μου έδειχνε με μικρές ενδείξεις πως κάτι είναι στραβό με τον κόσμο. Ζούσα κάθε μέρα της ζωής μου κουβαλώντας μέσα μου αυτήν την καυτή πέτρα που με κρατούσε άυπνο τα βράδια, να ψάχνω σε βιβλία και μέσα στην ψυχή μου για μια άλλη ζωή που ήμουν βέβαιος πως υπάρχει. Μια ζωή γεμάτη νόημα, όπου η ταυτότητα μου δεν είναι δημιούργημα ενός κόσμου που με απέρριψε με την βαναυσότητα του. Έψαχνα για την ελευθερία προτού ακόμη μου γίνει ελπίδα, όραμα, βίωμα και σύντομα, πραγματικότητα.

Όλα ξεκίνησαν στους Φούρνους και πιο συγκεκριμένα, σε αυτό το περίεργο μέρος που εξυπηρετούσε μία ακατανόητη λειτουργία, ακόμη και σε εμάς που δουλεύαμε εκεί. Ήταν τέτοια η δομή του, τόσο ως κτίριο, αλλά και ως διοίκηση, ώστε τα διάφορα τμήματα συνεργάζονταν χωρίς ουσιαστικά να ξέρουν το αντικείμενο. Το μόνο που γνωρίζαμε είναι ότι η Υπηρεσία Μελλοντικής Ενέργειας στήθηκε εν μία νυκτί ανάμεσα στα ορυχεία. Οι επικρατέστερες φήμες μιλούσαν για εξωγήινους ή για συνομωσία της αριστοκρατίας εναντίον του λαού της. Εγώ από την άλλη πίστευα στην ενέργεια και στις προσπάθειες που γίνονταν για να λύσουμε τα προβλήματα φωτισμού, κλίματος και κίνησης. Ήταν άλλωστε και το αντικείμενο τον σπουδών μου στο πανεπιστήμιο της Αρετής.

Τους Φούρνους τους γνώρισα γκρίζους και σχεδόν νεκρούς από πολιτισμική ζωή. Ήταν κάποτε ξακουστοί για την ομορφιά των λόφων που τους αγκαλιάζουν και για τα ψηλά δάση που ήταν το σύνορο μας με το κρύο Βορρά, για το όμορφο κέντρο που τιμούσε την μεγαλειώδη αρχιτεκτονική του παρελθόντος μας, αναμεμιγμένο με το μελλοντολογικό όραμα των Ελαίων ως μία κοινότητα όπου η τεχνολογία έχει ανυψώσει τον άνθρωπο πέρα από τους περιορισμούς της φύσης. Κοσμούνται ακόμη από μνημειώδη κτίρια, όπως η Βιβλιοθήκη του Φωτός και η Γέφυρα των Ψυχών που ένωσε τα δύο τμήματα της πόλης, τους Άνω Φούρνους και τους Κάτω Φούρνους. Είχαν χτιστεί γύρω από τον ποταμό Ήλαιον, το νερό του οποίου πηγάζει από τον Άασχο, περνά από τους Καταρράκτες των Τεφρών, τους Φούρνους, την Αρετή και άλλες μικρές πόλεις και κοινότητες, θρέφει τα λαγκάδια μας και ποτίζει τους ανθρώπους και τα ζώα μας, μέχρι που καταλήγει στο θάλασσα των Διαμαντένιων Κοραλλιών. Ήταν ξακουστό εμπορικό και οικονομικό κέντρο, με πολυπολιτισμική χροιά, καθώς ταξιδιώτες και έμποροι από όλη την Ηώ περνούσαν από εκεί. Μέχρι που ανακάλυψαν την αξιοθαύμαστη ενεργειακή αξία της Φοσμηλίνης. Τότε άλλαξε το πρόσωπο της πόλης, αλλά και του πολιτισμού μας.

Τώρα οι Φούρνοι είναι γκρίζοι, καλυμμένοι από τόνους στάχτη που βγαίνουν από γιγαντιαία φουγάρα. Τα ορυχεία Φοσμηλίνης βυθίζονται στα έγκατα των λόφων που κάποτε κοσμούσαν την πατρίδα μας σαν κορώνα. Τούτοι οι λόφοι είναι ακόμη γεμάτοι με κοιτάσματα από αυτό το σπάνιο ορυκτό, που η καύση του παρήγαγε ενέργεια όπως κανένα άλλο ορυκτό που γνωρίζαμε, αλλά ταυτόχρονα, η εύθραυστη φύση του ήταν που το έκανε και το κατάλληλο λίπασμα για τα υπέροχα δάση που είχαμε κάποτε. Όταν έμαθα αυτό το διττό χάρισμα της Φοσμηλίνης, κατάλαβα και την διττή φύση των ανθρώπων. Αυτό που κάποτε ήταν η κορώνα και σημαία των Ελαίων, τα πυκνά δάση που έντυναν τους λόφους και αγκάλιαζαν περιμετρικά το Οροπέδιο των Μολοσσών, όπως μία κάπα αγκαλιάζει τους ώμους ενός βασιλιά, μετατράπηκε σε μία σταχτή κουβέρτα που έπνιγε κάθε ζωή. Ένα χάρισμα που είχε μετατραπεί σε κατάρα, όταν οι ταγοί κατέληξαν να ρουφούν την ζωή των ανθρώπων που θα έπρεπε να βοηθούν ώστε να ευημερούν.

Καθημερινά έβλεπα την ασχήμια των Φούρνων καθώς ανηφόριζα προς την Υπηρεσία Μελλοντικής Ενέργειας από την Γέφυρα των Ψυχών. Κατέβαινα σε μια από τις στάσεις στα ριζά των λόφων, ανάμεσα στα πρώτα ορυχεία που ανοίχτηκαν και ύψωνα το κεφάλι μου με την ελπίδα να δω, πέρα και πάνω από τους σκαμμένους λόφους, τα υψίπεδα του όρους των Μολοσσών. Κάποιες φορές, όταν τα νέφη τα είχε παρασύρει ο αέρας, έβλεπα ακόμη και τον μοναχικό Άασχο να μας κοιτά από ψηλά. Από τότε ακόμη Τον ένιωθα να με καλεί να Τον γνωρίσω, χωρίς όμως να μπορώ να διακρίνω και να κάνω κάποια βήματα προς την σωστή κατεύθυνση.

Μέχρι εκείνη την κρύα μέρα της άνοιξης που είδα στα χέρια ενός συνεργάτη ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν για να μπω στο μονοπάτι που με έφερε εδώ. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, ούτε γνώριζα σε ποιο τμήμα της εταιρίας δούλευε, αλλά τον έβλεπα καθημερινά στο τηλεόχημα και ανταλλάζαμε μια καλημέρα ή ένα νεύμα αναγνώρισης. Στα χέρια του κρατούσε ένα φάκελο, όπως κάθε μέρα, μόνο που αυτή την φορά ένα έγγραφο ξεχώριζε. Θυμάμαι ακόμη τι έγραφε μιας και το έχω αποτυπώσει στη μνήμη μου.

Μυθοτεχνολογία και Ενέργεια.

Έρευνα στην φύση και στην χρήση της μαγείας από τους Μολοσσούς.

Ακριβώς από κάτω είχε ένα σύμβολο. Ένας αετός με ανοιχτά φτερά κρατούσε στα πόδια του ένα φίδι που είχε καταπιεί την ουρά του.

Ο συνάδελφος μου τότε έσυρε με το δάχτυλο του ένα μικρό χαρτί κρυμμένο μέσα στο φάκελο, το οποίο έγραφε:

Ορυχείο Ζ3, 12:00π.μ.

Έπειτα τα έβαλε πάλι μέσα στο φάκελο και συνέχισε να κοιτάει έξω σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Το μυαλό μου ήταν ανάστατο. Προσπαθούσα να ερμηνεύσω και να καταλάβω. Μυθοτεχνολογία. Αυτή η λέξη μου είχε καρφωθεί στο μυαλό μέχρι την ώρα της συνάντησης. Στεκόμουν ενθουσιασμένος κοντά στην είσοδο του ορυχείου Ζ3 αποφεύγοντας τα αδιάκριτα βλέμματα. Ένα ζεστό συναίσθημα είχε γεμίσει το σώμα μου. Η καρδιά μου χτυπούσε γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό.

«Σε ψάχναμε Πρωτέα», ακούστηκε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι. «Το ξέρω ότι το νιώθεις και εσύ. Μια φωτιά μέσα σου σε καίει. Σου βασανίζει την ψυχή. Όλοι μας το νιώθουμε». Η φωνή ακουγόταν ψηφιοποιημένη. «Κάτι δεν πάει καλά στη ζωή μας. Κάτι είναι πολύ στραβό. Κακό. Οι άνθρωποι είναι παραπλανημένοι. Κοιμισμένοι. Χωρίς ταυτότητα. Πειθήνια καταναλώνονται στις μηχανές της διαφθοράς. Αλλά υπάρχει ελπίδα», συνέχισε κρυπτικά. «Οι φωτιές καίνε ακόμα στις κορυφή του Άασχου και περιμένει την επιστροφή αυτών που η καρδιά τους καίει για την αλήθεια», είπε. «Τώρα όμως μένει μία απόφαση για σένα Πρωτέα. Ένας δρόμος. Θέλεις να γνωρίσεις την αλήθεια;»

Tags: fantasy , knights , short-story , The Weird Side Daily , twsd , war , αγώνας , διήγημα , ελευθερία , ενέργεια , επανάσταση , θάνατος , ιππότες , ιστορία , μήνες , Μυθοτεχνολογία , ξίφος , ορυχεία , πένα , πόλεμος , πόλη , τοπία , τοπίο , φαντασία , Φαντάσματα

Βασίλειος Ξενόπουλος

Δημοσιεύτηκε 27 Δεκεμβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.