Μια Γενιά Μαγισσών Και Βασιλιάδων

”Προερχόταν από μια μακριά, καθαρόαιμη βασιλική οικογένεια. «Μια γενιά μαγισσών και βασιλιάδων», όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα της. Μια υπέροχη τριανταφυλλιά, που ήταν θαλερή, μια φορά και ένα καιρό. Τώρα, το μόνο που απέμενε από εκείνη την τριανταφυλλιά, ήταν μονάχα η ίδια: Ένα μικρό, μαραμένο ρόδο, μισό ζωντανό, μισό πεθαμένο. Και όλα τα υπόλοιπα ήταν απλά αγκάθια.”

16 Οκτωβρίου 2021

 

Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από το πελώριο κύμα του πολέμου που είχε περάσει. Οι λάμες των ηρώων δεν είχαν στεγνώσει ακόμα, ενώ οι πληγές του έθνους έχασκαν ακόμη ανοιχτές· ούτε ματωμένες, ούτε επουλωμένες. Τα πάντα ήταν ομιχλώδη, όπως και ο καιρός ο ίδιος. Ήταν πάντα κυκλοθυμικός, αβέβαιος: ακόμα και σχετικά με την ίδια του την ταυτότητα.

Η Ελπίδα δε διέφερε και τόσο. Έβλεπε τον εαυτό της σαν την χώρα της: με ευγενές παρελθόν, μα θολό μέλλον. Προερχόταν από μια οικογένεια βυθισμένη στο χρυσό και την δόξα, όμως τίποτα δεν είχε απομείνει από την κληρονομιά της. Δεν κατείχε τίποτα, πέρα από εκείνη την παλιά έπαυλη στο κέντρο της πόλης, με την πυκνοφυτεμένη αυλή και την καμπουρωτή στέγη. Κατέρρεε, μέρα με τη μέρα, σαν την ίδια.

Η μέρα ήταν γκρίζα και μουτρωμένη. Βροχή ερχόταν: το μύριζε στο χώμα. Μεταφέρθηκε μέσα. Η πόρτα έσκουξε σαν γηραιά κυρία, ενώ έσερνε τα πόδια της στο παλιό, ξεφτισμένο χαλί. Ο άνεμος ούρλιαζε ανάμεσα από το μισοξεριζωμένο παράθυρο. Όλο το σπίτι της θύμιζε ρυτιδωμένο, ξεδοντιασμένο πρόσωπο.

Δεν είχαν περάσει δύο δεκαετίες από την τελευταία φορά που ήταν γεμάτο κόσμο και χαρά. Κόκκινα βελούδα, κρύσταλλα Βοημίας, χρυσά αγάλματα και πολύχρωμα περσικά χαλιά του έδιναν μια διαφορετική αίσθηση. Τώρα, με την ραγισμένη, σκονισμένη του εικόνα, της προκαλούσε πόνο. Η καρδιά της σφίχτηκε.

Στάθηκε μπροστά από τον μοναδικό καθρέπτη του μεγάλου χωλ, όπου οι κυρίες συνήθιζαν να κοιτούν, ικανοποιώντας τον ναρκισσισμό τους και την ανάγκη τους για τελειότητα. Εκείνη, η ίδια, συνήθιζε να φτιάχνει την στάση του σώματός της σε κάποια από εκείνα τα μαθήματα χορού.

«Πόσος καιρός πάει;» ρώτησε τον εαυτό της, καθώς πλησίαζε την αντανάκλασή της.

Πρόσεξε ένα θεόρατο ράγισμα κατά μήκος του κατόπτρου. Έσχιζε το είδωλό της στη μέση. Συνοφρυώθηκε μπροστά σε εκείνη την σπασμένη εκδοχή του εαυτού της, ανατριχιάζοντας ολοένα και περισσότερο. Δεν ήταν καλό σημάδι το ράγισμα στο τζάμι του καθρέφτη. Η οικογένειά της το ήξερε καλά.

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…» Μουρμούρισε, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. Τα κουκλίστικα καστανά της μαλλιά σχημάτιζαν μεταξένια κύματα πάνω από τους ώμους της. Η μητέρα της συνήθιζε να λέει: «Είναι απαράδεκτο για μια κυρία να έχει λυτά τα μαλλιά σε καιρούς θρήνου». Ήταν κάτι που είχαν δανειστεί από τα ελληνικής καταγωγής ξαδέρφια τους, όσο ζούσαν σε αυτό το εκπληκτικό σπίτι, όταν ήταν όλα τέλεια ακόμη.

«…Ποια είναι η πιο αγνή από όλες;» Συνέχισε. Κοίταξε τον καθρέφτη με ένα ζάρωμα των φρυδιών, σα να περίμενε απάντηση.

Προερχόταν από μια μακριά, καθαρόαιμη βασιλική οικογένεια. «Μια γενιά μαγισσών και βασιλιάδων», όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα της. Μια υπέροχη τριανταφυλλιά, που ήταν θαλερή, μια φορά και ένα καιρό. Τώρα, το μόνο που απέμενε από εκείνη την τριανταφυλλιά, ήταν μονάχα η ίδια: Ένα μικρό, μαραμένο ρόδο, μισό ζωντανό, μισό πεθαμένο. Και όλα τα υπόλοιπα ήταν απλά αγκάθια.

Μεταφέρθηκε στο παράθυρο. Τα μάτια της έπεσαν κενά στον κατεστραμμένο κήπο. Δεν υπήρχαν πια θάμνοι σε σχήμα γοργόνων ούτε φορτωμένες λεμονιές, ούτε φουντωτές κερασιές και κρίνοι. Μονάχα μαραζωμένο χορτάρι, ξερά φύλλα και αγριόχορτα.

Πόσο παράξενο και φρικτό ήταν να επιστρέφει σπίτι έπειτα από τόσα χρόνια, για να συνειδητοποιήσει πως ήταν μόνο μια γκρεμισμένη ανάμνηση από κάτι παρελθοντικό και ξεχασμένο. Ήταν η πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στην οικογενειακή της έπαυλη, μέσα σε εκείνο το παλιό, κουρασμένο χώμα που αποκαλούσε πατρίδα.

Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν μέρη να αποκαλεί «σπίτι» πια. Η Βαυαρία, η γενέτειρά της, χτυπήθηκε από πόλεμο, ενώ κανείς από τους δικούς της δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ύστερα από την εκθρόνιση του θείου της, η Αθήνα δεν ήταν πλέον ασφαλής για όσους κουβαλούσαν το όνομά του.

Και να που στεκόταν στην δοξασμένη πόλη των Αθηνών, νιώθοντας απόκληρη, εγκληματίας, παρόλο που τεχνικά δεν έκανε τίποτα λάθος. Ο Όθωνας είχε αποβιώσει, λίγους μόνο μήνες πριν. Και με την τελευταία ανάσα του μισητού τέως βασιλιά, το αθηναϊκό έδαφος είχε γίνει λίγο πιο ασφαλές.

Γύρισε να ρίξει μια ματιά στην έπαυλη. Ταξίδεψε νοητικά πίσω στο χρόνο, δίνοντας ζωή σε ζωηρές αναμνήσεις και χρώματα. Τα πάντα έμοιαζαν να σβήνουν και να σπάνε όλο και περισσότερο, μέχρι που τίποτα δεν έμεινε όρθιο.

«Τι είδους κατάρα έχει πέσει πάνω μας;» ρώτησε το κενό, και καμία απάντηση δεν ακούστηκε, παρά μόνο η ηχώ της.

Όλη της η οικογένεια είχε ξεκληριστεί, μέσα από χρόνια χαμού και απόγνωσης. Όλα τους τα υπάρχοντα είχαν χαθεί, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Λες και κάποιο πελώριο σύννεφο κακής τύχης τους ακολουθούσε. Και όλα ξεκίνησαν με…

«Την πτώση του βασιλιά Όθωνα…» ψιθύρισε.

Επρόκειτο άραγε για σύμπτωση; Ή μήπως όλα αυτά ήταν μια λογική συνέπεια της εκθρόνισης; Ή ενδεχομένως να ήταν κάποια σκοτεινή κατάρα στην οποία κάποιος τους είχε δέσει όλους, χαμένος στην πίκρα ή τη θλίψη;

Έριξε μια σκοτεινή ματιά στον καθρέφτη. Ίσως είχε έρθει η ώρα να απαντήσει στα ερωτήματά της και να ξετυλίξει την αλήθεια, όποια κι αν ήταν. Έτσι κι αλλιώς, είχε απομείνει μόνη και από τίποτα δεν μπορούσε να κρατηθεί. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

«Να προσέχεις όταν βαδίζεις ανάμεσα στις σκιές. Οι νεκροί πρέπει να μένουν με τους νεκρούς και οι ζωντανοί ανάμεσα στους ζωντανούς. Και το μέλλον οφείλει να παραμένει μυστικό σε εκείνους που εύχονται να αλλάξουν το γραφτό τους.» Έλεγε η μητέρα της, και αυτή η φράση ηχούσε απειλητικά στα αυτιά της. Αλλά δε θα έκανε πίσω.

Η νύχτα σύρθηκε πάνω από τον ουρανό της πόλης και το αρχοντικό βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η Ελπίδα άναβε τα κεριά με τα σπίρτα που κουβαλούσε μαζί της. Ήταν μια από τις παραξενιές της: Πάντα κουβαλούσε ένα πουγκί με πέτρες συλλεγμένες από τα βουνά της Βαυαρίας, ένα μικρό μπουκάλι με φρέσκο νερό πηγής, το φτερό ενός αετού και ένα μάτσο σπίρτα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τα τελετουργικά της, αν χρειαζόταν.

Οι σκιές ψήλωσαν στον τοίχο. Οι φλόγες των σφαιρικών, λευκών κεριών χόρεψαν στη μεταμεσονύχτια θολούρα, αφήνοντας τα αποτυπώματά τους στο πρόσωπό της. Η Ελπίδα ίσα που ένιωθε έναν μικρό, ακαθόριστο φόβο. Αισθανόταν μονάχα περιέργεια· φαινόταν στα μάτια της που έλαμπαν. Τα γατίσια, γαλαζοπράσινα μάτια της σπίθισαν στο σκοτάδι και τα χείλη της άνοιξαν ελαφρώς.

Οι ψίθυροί της, εναγκαλισμένοι με τη νύχτα, έκαναν την σιωπή να φαντάζει εκκωφαντική. Ο αντικατοπτρισμός της έμοιαζε αλλόκοτος, κάπως θελκτικός και επικίνδυνος, σαν τις Νύμφες των ελληνικών παραδόσεων και μύθων που τόσο αγαπούσε σαν παιδί.

Σύριξε το ξόρκι στα αρχαία Ελληνικά. Η φράση άφησε τα χείλη της, πέταξε σαν άνεμος και στριφογύρισε στην αίθουσα, κυκλικά και άγρια, σαν θυμωμένος δράκος. Οι φλόγες έστεκαν σταθερές, σαν βαριοί βράχοι. Υψώθηκαν και έθρεψαν, ψηλώνοντας ολοένα μέχρι που άγγιξαν την οροφή. Τα μάτια της κοπέλας έλαμψαν σαν ζαφείρια ανάμεσα στις φλόγινες αψίδες. Οι σκιές που έπεφταν στον τοίχο άρχισαν να κινούνται, να παίρνουν μορφές και να σέρνονται ολόγυρα σαν τέρατα που είχαν μόλις ξεπηδήσει από κάποιον παιδικό εφιάλτη.

Η Ελπίδα κοίταξε τριγύρω, κάπως φοβισμένη για πρώτη φορά. Αλλά δεν σταμάτησε την ψαλμωδία ούτε δευτερόλεπτο.

Έκλεισε τα μάτια και επανέλαβε το ξόρκι, φέρνοντας στο νου τα ονόματα και τα πρόσωπα εκείνων των οποίων το αίμα κυλούσε στις φλέβες της: Την μητέρα, τον πατέρα της, τα τρία μικρότερα αδέρφια της, τον θείο της, Όθωνα, που είχε πρόσφατα βρει το θάνατο. Φώναξε τα κοιμώμενα πνεύματά τους, φέρνοντάς τα πίσω στη γη να τη συναντήσουν, για μια ακόμη νύχτα.

Μια αράδα ψίθυροι ακούστηκαν, εκτός από τους δικούς της. Σταμάτησε την ψαλμωδία και άνοιξε τα μάτια. Το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας την έκανε να αναπηδήσει ανήσυχη. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, αλλά δεν είδε τίποτα.

«Ελπίδα…» Κάποιος ψέλλισε το όνομά της.

«Είναι εδώ.» Σκέφτηκε, αλλά παρέμεινε σιωπηλή. Κάθισε πάλι στη θέση της στο κέντρο του κύκλου από κιμωλία, μπροστά στον καθρέφτη. Προσπάθησε να βρει την συγκέντρωσή της, αν και δυσκολευόταν όσο η καρδιά της χόρευε σαν τρελή στο στήθος της. Συγκέντρωσε το βλέμμα στην αντανάκλασή της.

Τα ζαφειρένια μάτια της θάμπωσαν, σαν να τα κάλυπτε ομίχλη. Επικεντρώθηκε σε αυτήν και συνέχισε, αφήνοντας τις σκέψεις της πίσω, ξεχνώντας τους ψιθύρους που την καλούσαν, παρόλο που κανένας δεν φαινόταν να βρίσκεται εκεί.

Τελικά, η μορφή της άρχισε να κινείται και να αλλάζει, τρεμουλιάζοντας και απλώνοντας, παίρνοντας διαφορετικά χρώματα και σχήματα, μέχρι που δεν ήταν πια εκεί. Μια μεγαλύτερη, αριστοκρατική γυναίκα πήρε τη θέση της. Η Ελπίδα χαμογέλασε γλυκόπικρα, ενώ δάκρυα έτρεχαν στα ντελικάτα μάγουλά της.

«Γεια σου μητέρα…» Μίλησε στην αντανάκλαση. «Πάει καιρός…»

Η γυναίκα στο κάτοπτρο έγνεψε. Το ασημένιο της κεφάλι κουνήθηκε πάνω κάτω, ο κομψός της κότσος έλαμψε σαν παγωμένη λίμνη. Ο ρυτιδιασμένος λαιμός της ήταν τυλιγμένος με τρεις σειρές πέρλες. Τα μάτια της Ελπίδας τυφλώθηκαν από τη λάμψη τους. Ασυναίσθητα άγγιξε το δικό της περιδέραιο. Αυτό το παλιό κειμήλιο της είχε δοθεί χρόνια πριν, προτού η μητέρα της πεθάνει. Τώρα το φορούσαν και οι δύο, και ήταν παράξενο.

«Έμεινα ολομόναχη…» Είπε σε απόγνωση. «Δεν έχω πουθενά να πάω, τίποτα να δω. Μα, τουλάχιστον, θα πρέπει να μάθω την αλήθεια. Ποιος είναι ο λόγος πίσω από όλη αυτή την σκοτεινιά και το θάνατο; Ευθύνεται κάποιος για αυτό; Ή…;»

Η φράση της έμεινε μισή, καθώς το κρώξιμο της κουκουβάγιας αναστάτωσε τα αυτιά της. Κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο. Το πτηνό φτερούγιζε πίσω από το βρώμικο τζάμι. Μπορούσε να δει τα καφετιά του φτερά να τραμπαλίζονται σιωπηλά, ενώ τα μάτια του λαμποκοπούσαν κόκκινα σαν αίμα.

«Θάνατος…» Ψέλλισαν μαζί η κοπέλα και η παρελθοντική αντανάκλαση και αντάλλαξαν ένα παγωμένο βλέμμα.

Το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας έξω από το παράθυρο δεν σήμαινε ποτέ καλά νέα για τους Έλληνες. Ήταν οιωνός θανάτου και κακής τύχης για τους κατοίκους του σπιτιού.

«Πρόκειται για κατάρα, έτσι δεν είναι; Πάντα αυτό πίστευες» είπε η Ελπίδα στην μητέρα της, ενώ η καρδιά της κόντευε να πεταχτεί από το στήθος της.

Η γυναίκα απάντησε με ένα σιωπηλό, στραβό χαμόγελο. Δεν είπε τίποτα, αλλά η Ελπίδα ένιωθε πως η απάντηση του καθρέφτη ήταν θετική και απόλυτη.

«Ποιος ήταν;» ρώτησε, ενώ η κουκουβάγια γινόταν ολοένα και πιο θυμωμένη και επιθετική, ουρλιάζοντας και γουρλώνοντας τα μάτια, χτυπώντας το τζάμι με τα φτερά της.

Οι σκιές ψήλωσαν περισσότερο. Απλώθηκαν από τους τοίχους, σέρνοντας τα σκιερά κορμιά τους στο πάτωμα. Άρχισαν να χορεύουν στο χωλ, όπως συνήθιζαν οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες, χρόνια πριν.

«Μητέρα απάντησέ μου, σε παρακαλώ!» Φώναξε έπειτα, ενώ οι τρίχες στο πίσω μέρος του λαιμού της ορθώνονταν και το κορμί της έτρεμε ανεξέλεγκτα. «Πρέπει να ξέρω… Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω… Οτιδήποτε!»

«Ελπίδα…» είπε η μητέρα της. Η φωνή της ήταν απαλή και γαλήνια, τα μάτια της όμως είχαν κάτι το θλιμμένο και το σκυθρωπό. «Σου είπα να μην ανακατεύεσαι με τις σκιές. Αλλά ποτέ δεν ακούς».

Το καθρέφτισμα – φάντασμα ξεθώριασε αργά. Η φιγούρα της μητέρας της έσβησε. Η Ελπίδα έμεινε μόνη ανάμεσα στις σκιές των νεκρών και την φρικαλέα κουκουβάγια. Ακόμα και η δική της αντανάκλαση είχε κάνει φτερά. Η επιφάνεια του καθρέφτη ήταν άδεια, λες και κανείς δεν στεκόταν εμπρός του. Ατένισε το κενό γυαλί φοβισμένη. Το ξόρκι είχε στραβώσει.

«Μητέρα;» Φώναξε ακόμη μια φορά, αν και ήξερε πως δεν θα της απαντούσε.

«Ελπίδα…» Ακούστηκε ένας ψίθυρος στο αυτί της. Ήταν σίγουρη πως δεν ανήκε στην μητέρα της.

Έστρεψε το κεφάλι για να δει μια σκιά να στέκεται ολόρθη, δίπλα της. Γράπωσε τον ώμο της με τα σκοτεινά της δάχτυλα. Η Ελπίδα αδυνατούσε να μιλήσει ή να κινηθεί, παγωμένη από φόβο.

Στάθηκε εκεί κοιτώντας το πνεύμα, ακούγοντας το όνομά της ξανά και ξανά. Ακόμα μια σκιά ήρθε και κουλουριάστηκε στα γόνατά της. Μια άλλη άρχισε να παίζει με τις μπούκλες της.

Το δέρμα της μούδιαζε. Κοίταξε τον καθρέφτη, μετρώντας στο μυαλό της όλους τους πιθανούς τρόπους να ξεφύγει. Θα μπορούσε να τρέξει στο διάδρομο και να γυρίσει το βαρύ πόμολο, να γλιστρήσει στους δεκάδες διαδρόμους και να βρεθεί στον κήπο. Ή ακόμη, θα μπορούσε να πηδήξει από το παράθυρο, σπάζοντας μερικά κόκαλα, αλλά τουλάχιστον θα ελευθερωνόταν.

Ένα δυνατό «κρακ» έσπασε τις σκέψεις της σε κομμάτια. Της ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή. Οι σκιές αναδεύτηκαν θυμωμένα. Είδε το ράγισμα στον καθρέφτη να μεγαλώνει, να απλώνεται και να διακλαδίζεται. Ξεροκατάπιε. Και τότε μια νέα μορφή εμφανίστηκε στο γυαλί.

Γυναίκα, άγνωστης ηλικίας, δέρμα ζαρωμένο σαν παλιό χαρτί. Τα μάτια της δεν ήταν παρά δυο σχισμές, τα χείλη της σφιχτά κολλημένα μεταξύ τους. Έμοιαζε θυμωμένη.

Η Ελπίδα κράτησε την ανάσα της. Το ήξερε αυτό το κακιασμένο πρόσωπο. Έτρεξε πίσω στα μπερδεμένα κομμάτια των αναμνήσεών της, αναζητώντας την απάντηση. Το θολωμένο μυαλό της πάσχιζε μάταια να ακολουθήσει.

«Ποια είσαι;» Ρώτησε τελικά, αβέβαιη για το αν ήταν η σωστή στρατηγική.

Η γυναίκα μούγκρισε σαν θηρίο. Τα λεπτά της χείλη κυρτώθηκαν στις άκρες. Τα μικρά της μάτια άνοιξαν διάπλατα.

«Δεν ξέρεις το όνομά μου.» Ο ψίθυρός της τής έφερε ανατριχίλα· η Ελπίδα ευχήθηκε να είχε παραμείνει σιωπηλή. «Αλλά έχεις ακούσει για μένα».

«Γιατί ήρθες εδώ;»

«Εσύ με κάλεσες».

«Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο».

«Είμαι η απάντηση στην ερώτησή σου.» Το χαμόγελο της ξένης έγινε ακόμα πιο αινιγματικό.

Η κοπέλα την παρατήρησε, σίγουρη για κάποιο λόγο πως αυτό θα ήταν το τέλος της. Ένιωσε την καρδιά της να παγώνει.

«Εσύ καταράστηκες την οικογένειά μας. Εσύ είσαι η απαρχή αυτής της σκοτεινής, αιματηρής κατάρας!» Φώναξε στον ραγισμένο καθρέφτη σε ένα ξαφνικό ξέσπασμα οργής.

«Και εσύ θα είσαι το τέλος της.» Απάντησε η ξένη με καθαρή, σταθερή φωνή για πρώτη φορά.

Η Ελπίδα σήκωσε με κόπο το κορμί της από το σκονισμένο δάπεδο. Οι σκιές άρχισαν να χορεύουν γύρω της σαν πεταλούδες. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, ενώ το αίμα της χτυπούσε στους κροτάφους της επώδυνα σαν ποτάμι από βελόνες.

«Τώρα θυμάμαι. Είσαι η ερωμένη.»

Η ξένη γέλασε μουντά. Δεν απάντησε τίποτα, όμως ύψωσε τα χέρια και τοποθέτησε τις παλάμες στο τζάμι.

«Ο Όθωνας ήταν μαγεμένος μαζί σου. Όλοι το ήξεραν, ακόμα και η Βασίλισσα. Η Αμαλία ήξερε για σένα…» Ανακάλεσε κάθε πικάντικη λεπτομέρεια της παράνομης ερωτικής ζωής του θείου της. Είχε φτιάξει ακόμα και έπαυλη για εκείνη. «Αλλά ποτέ δε σε διάλεξε πραγματικά».

Η έκφραση της γυναίκας σκέβρωσε. Τα μαύρα φρύδια της σούφρωσαν, το μέτωπό της ρυτίδωσε.

«Διάλεξε εκείνη στο τέλος. Αλήθεια πίστεψες ότι μπορείς να τον εκδικηθείς με μια κατάρα;»

Η μάγισσα – ερωμένη γρύλισε ξανά. Η Ελπίδα ήξερε πως την είχε εξοργίσει, αλλά δε μπορούσε να πάρει πίσω τις λέξεις, αφότου ξεγλίστρησαν από το στόμα της.

«Σε παρακαλώ, λύσε την κατάρα.» Συνέχισε, πιο ήπια τώρα. «Πήρες την εκδίκησή σου. Έφερες τεράστιο πόνο σε όλους μας. Βάλε ένα τέλος σε αυτό, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει».

Η μάγισσα άφησε ένα στριγκό, πικρό γέλιο. Ακούμπησε το μέτωπό της στο γυαλί.

«Δεν βλέπεις; Εσύ και μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό». Τα θαμπά μάτια της ήταν σοβαρά, στεγνά από κάθε είδους ειρωνεία και σκανταλιά.

«Πώς…;»

«Η κατάρα πρέπει να ολοκληρώσει τον κύκλο της. Και εσύ, καλή μου, είσαι η τελευταία εναπομείνασα από τους αγαπημένους του. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει». Η όψη της θύμιζε λύκο που ατενίζει τη λεία του από μακριά, όσο μιλούσε.

«Και ποιος θα ήταν αυτός;»

«Ο θάνατός σου». Αποκρίθηκε απλά η ερωμένη και έστρεψε την πλάτη της αργά. Το μακρύ, μαύρο, βελούδινο φόρεμά της κυμάτισε καθώς κινούνταν.

Και έπειτα, ενώ τα τελευταία λόγια της μάγισσας επαναλαμβάνονταν στο μυαλό της σαν ηχώ, την είδε να στρέφεται απότομα και να κολλάει με δύναμη πάνω στο γυαλί.

«Μπορώ όμως να σου κάνω μια μικρή χάρη. Θα σου δείξω το μέλλον. Θες να δεις; Πλησίασε».

Η Ελπίδα έμεινε στη θέση της. Η μάγισσα έκανε στην άκρη και στην επιφάνεια του καθρέφτη φάνηκε μια γυναίκα που της έμοιαζε καταπληκτικά. Μόνο που ήταν πιο αδύνατη, λευκή σαν πορσελάνη και εύθραυστη σαν τα φτερά ενός εντόμου.

Το στομάχι της ανακατεύτηκε σε αυτή την ισχνή εικόνα του εαυτού της που έπνεε τα λοίσθια. Προτού προλάβει να στρέψει το βλέμμα αλλού, το σκηνικό άλλαξε και εμφανίστηκε μια καινούργια εικόνα.

Ήταν μια ταφόπλακα, γκρίζα και ζοφερή, όπως όλα τα μνημεία του θανάτου. Στην πέτρα ήταν χαραγμένο το όνομά της. Τα τελευταία τέσσερα νούμερα χαράχτηκαν στο μυαλό της.

«1868…» Μουρμούρισε, συνειδητοποιώντας πως αυτή θα ήταν η χρονιά του θανάτου της.

Απείχε μόνο έναν χρόνο. Μετρούσε λιγότερο από έντεκα μήνες ζωής.

Η μάγισσα φάνηκε πάλι στον καθρέφτη. Χαμογελούσε, γνωρίζοντας πως η δουλειά της εκεί είχε τελειώσει.

«Βλέπω πως απολαμβάνεις το δώρο μου. Αντίο.» Είπε και έφυγε, σαν να είχε ξαφνικά βαρεθεί.

Η Ελπίδα ήξερε πως δεν υπήρχαν πολλά πράγματα να κάνει πια. Ήταν η τελευταία της οικογένειάς της, η τελευταία κομίστρια της κατάρας. Αν ποτέ έκανε παιδιά –αν προλάβαινε μέσα στον τελευταίο της χρόνο- ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο πως και εκείνα θα την κουβαλούσαν επίσης. Και έτσι θα συνέχιζε αυτή η τρέλα, αιώνια.

Ξαφνικά ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έστρωσε τα μαλλιά της, ξεσκόνισε το φόρεμά της και έριξε μια τελευταία ματιά στο αγαπημένο της σπίτι, όπου κάποτε είχε ζήσει ευτυχισμένη. Άφησε το χωλ και ανέβηκε τις σκονισμένες, μαρμάρινες σκάλες. Μπήκε στο παλιό της δωμάτιο. Το κρεβάτι της ήταν ανέγγιχτο, καλυμμένο με σεντόνια και δεκάδες ιστούς από αράχνες. Σκόνταψε πάνω στην παλιά της κούκλα, μια μικρή, πορσελάνινη κυρία με ροζ φόρεμα και κιτρινισμένα μαλλιά. Άπλωσε στο πρόσωπό της ένα θλιμμένο χαμόγελο συντροφευμένο με δάκρυα νοσταλγίας.

Έπειτα κατευθύνθηκε προς το παράθυρο, όπου καθόταν κάποτε και ονειροπολούσε. Σκαρφάλωσε στο περβάζι και ατένισε την μεγάλη, γκρίζα αυλή που απλωνόταν κάτω της.

Έκανε ένα άλμα, κλείνοντας τα μάτια. Η κατάρα θα έπαυε να υπάρχει.

Οι σκιές την περιμάζεψαν, την αγκάλιασαν σφιχτά και την καλωσόρισαν. Η έπαυλη θα ήταν το αιώνιο σπίτι της. Θα μπορούσε πια να ενωθεί και πάλι με την οικογένειά της…

Έναν αιώνα αργότερα, η έπαυλη παραμένει ακόμα άθικτη. Κανείς δεν είναι τόσο γενναίος ώστε να πλησιάσει το σπίτι, καθώς ο μύθος το θέλει στοιχειωμένο από δεκάδες φαντάσματα που δειπνούν στα χωλ και χορεύουν στον κήπο, ενώ κάποιες φορές θρηνούν για την ζωή που έχασαν τόσο άδικα.

Λέγεται ότι υπάρχει ένα καθρέφτης στο μεγάλο χωλ· ένας πελώριος, σπασμένος καθρέφτης, όπου μπορείς να δεις τον εαυτό σου κομμένο στα δυο, σε ένα στρεβλό είδωλο. Και αν είσαι αρκετά άτυχος, ίσως μπορέσεις να δεις τα πρόσωπα των νεκρών εκείνης της παλιάς, καταραμένης γενιάς. Και αν σταθείς κομμάτι πιο άτυχος, ίσως να μοιραστούν την ιστορία τους μαζί σου.

Tags: death , kings , mirror , mother , owl , shadows , short-story , spell , The Weird Side Daily , twsd , witches , women , βασιλιάς , βασιλική οικογένεια , γυναίκα , διήγημα , είδωλο , έπαυλη , θάνατος , ιστορία , Ιωάννα Τσιάκαλου , καθρέπτης , καθρέφτη καθρεφτάκι μου , κήπος , κοπέλα , κουκουβάγια , μάγισσα , μητέρα , ξόρκι , Όθωνας , Σκιά , σκιές , Σκοτεινό , σπίτι , στοιχειωμένο , ταφόπλακα , Φαντάσματα

Ιωάννα Τσιάκαλου

Δημοσιεύτηκε 16 Οκτωβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.