“Ο Λουκ συνοφρυώθηκε. Είχε ξαναπεράσει από εδώ; Οι δρόμοι του φαίνονταν γνώριμοι. Του έμοιαζαν με τους δρόμους της κωμόπολης που βρισκόταν πίσω από τα χωράφια. Όχι, όχι. Ακόμη σε αυτή βρισκόταν…”
“Ήξερε τι είχε δει εκεί κάτω. Θυμόταν τη γυναίκα στη γωνία. Θυμόταν. Τα λευκά μαλλιά της άτακτα ριγμένα στους ώμους της, τα λευκά βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα της, το σαπισμένο γεμάτο ουλές δέρμα της, τη δυσωδία που απέπνεε…”
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.