Η Αποθήκη

“Ήξερε τι είχε δει εκεί κάτω. Θυμόταν τη γυναίκα στη γωνία. Θυμόταν. Τα λευκά μαλλιά της άτακτα ριγμένα στους ώμους της, τα λευκά βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα της, το σαπισμένο γεμάτο ουλές δέρμα της, τη δυσωδία που απέπνεε…”

22 Σεπτεμβρίου 2020

Στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και κοιτούσε την πόρτα κάτω, όσο οι γονείς του επισκεύαζαν το ντουλάπι κάτω από τη βρύση της κουζίνας. Είχε φτάσει δέκα χρονών πλέον και ντρεπόταν να τους πει πως φοβόταν να κατέβει στην αποθήκη. Έπρεπε να τους φέρει το κατσαβίδι που τους έλειπε. Έλεγε στον εαυτό του πως θα τα κατάφερνε. Όμως, ένιωθε ακόμη μέσα του αυτή την ανησυχία.

Την ένιωθε γιατί ήξερε. Ήξερε τι είχε δει εκεί κάτω. Πρώτη φορά πριν από πέντε χρόνια. Θυμόταν τη γυναίκα στη γωνία. Θυμόταν. Τα λευκά μαλλιά της άτακτα ριγμένα στους ώμους της, τα λευκά βρώμικα κουρελιασμένα ρούχα της, το σαπισμένο γεμάτο ουλές δέρμα της, τη δυσωδία που απέπνεε η οποία απλωνόταν στο δωμάτιο και αισθανόταν να γεμίζει τα πνευμόνια του και να εμποδίζει τον καθαρό αέρα να εισέλθει. Κυρίως όμως, θυμόταν το βλέμμα της. Θυμόταν να τον κοιτάζει, να τον κοιτάζει με προσμονή.

Από τότε, την έβλεπε συχνά όταν κατέβαινε με τη μητέρα του ή τον πατέρα του να πάρουν κάποιο εργαλείο. Την έβλεπε μόνο εκείνος. Πολλά βράδια άκουγε βήματα από την αποθήκη. Πάντοτε, σταματούσαν στην πόρτα. Κάθε απόγευμα, εκείνος περνούσε μπροστά από την πόρτα για να σιγουρευτεί πως ήταν κλειστή και πως ο σύρτης ήταν στη θέση του.

Παλαιότερα, είχε μιλήσει κάμποσες φορές στους γονείς του για αυτό. Φυσικά όμως, εκείνοι το απέδωσαν στην καλπάζουσα παιδική φαντασία του. Έτσι, έπαψε να τους το αναφέρει. Συνέχιζε ωστόσο να λαμβάνει τα μέτρα του.

Οι γονείς του έκριναν πως ήταν πλέον καιρός να μάθει να κάνει πράγματα μόνος του και να βοηθά σιγά-σιγά στις δουλειές του σπιτιού. Σήμερα, ήταν η σειρά του να φέρει τα εργαλεία. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει.

Πήρε μία βαθιά ανάσα και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθε τους χτύπους της να τραντάζουν το στήθος του. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο χώρο. Κοίταξε στη γωνία. Ήταν άδεια. Κοίταξε το μπαούλο με τα εργαλεία. Το κατσαβίδι που χρειάζονταν οι γονείς του ήταν πάνω- πάνω. Άφησε την πόρτα ανοιχτή και έτρεξε για να το πάρει.

Τη στιγμή εκείνη μία αποπνικτική μυρωδιά απλώθηκε στο δωμάτιο. Έστρεψε αργά το κεφάλι του προς τη γωνία. Η λάμπα έσπασε με δύναμη και το φως χάθηκε από την αποθήκη. Διέκρινε με τη βοήθεια του ελαχίστου φωτός που ερχόταν από το σαλόνι του σπιτιού μία σκιά που τον πλησίαζε . Η πόρτα άρχισε να κλείνει σιγά-σιγά. Ο φόβος είχε προκαλέσει παράλυση στο κορμί του. Δεν μπορούσε καν να φωνάξει.

Η πόρτα ξαφνικά έκλεισε με ταχύτητα και ακούστηκε το σιγανό κλικ του σύρτη. Αυτός ο ήχος που αποτελούσε την ανακούφισή του την τελευταία πενταετία, τώρα του προξένησε πανικό. Ήταν κλειδωμένος εδώ μέσα μαζί της. Αργά βήματα ακούγονταν απέναντί του. Όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά.

Βρήκε τη δύναμη να τρέξει προς την πόρτα και άνοιξε το στόμα του για να ουρλιάξει. Μία διαπεραστική κραυγή βγήκε από μέσα του και έκανε τους γονείς του να αναπηδήσουν. Άρχισαν να τρέχουν προς την αποθήκη.

Εκείνος συνέχιζε να ουρλιάζει καθώς η οντότητα που στοίχειωνε το σπίτι του πάσχιζε να πάρει τη ζωή του. Οι γονείς του τράβηξαν το σύρτη και βάλθηκαν να προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα. Μάταια. Τότε, ακούστηκε και μία άλλη φωνή. Μία αλλόκοτη, απόκοσμη κραυγή.

Οι φωνές έπαψαν. Ο πατέρας του φώναξε σε εκείνον να απομακρυνθεί από την πόρτα και άρχισε να την κλωτσάει για να τη σπάσει. Με το τρίτο δυνατό χτύπημα την έριξε στο έδαφος. Είδε το γιο του να σέρνεται έξω με σκισμένα ρούχα και ένα σώμα γεμάτο πληγές και στο χέρι του διέκρινε ένα σημάδι από μία παράξενη, λειψή οδοντοστοιχία. Στο άλλο χέρι κρατούσε γερά το σταυρό που του είχαν χαρίσει οι γονείς του όταν ήταν ακόμα βρέφος και έμελλε να αποδειχθεί η σωτηρία του, όταν τον έστρεψε προς τη γυναίκα, ακουμπώντας τον ανάμεσα στα μάτια της.

Όλα είχαν τελειώσει. Είχε γλυτώσει. Παρέμενε όμως σιωπηλός από το σοκ που υπέστη. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο σημείο που πριν από λίγο βρισκόταν η πόρτα της αποθήκης και κοιτούσε το σκοτάδι που απλωνόταν μέσα. Εκείνοι  τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Τώρα, δεν μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν.

 

Main Image Reference

Tags: The Weird Side Daily , αέρας , αλλόκοτο , ανησυχία , απόγευμα , αποθήκη , βράδυ , γονείς , γυναίκα , γωνιά , διήγημα , Διήγημα τρόμου , διήγημα φαντασίας , διήγημα φανταστικού , Διηγήματα , δόντια , δυσωδία , εργαλείο , ζωή , ήχος , θλίψη , ιστορία , κλικ , κραυγή , λάμπα , μαύρο , μεταφυσικό , μητέρα , μπαούλο , μυρωδιά , νύχτα , οδοντοστοιχία , ον , ουρλιαχτό , Παναγιώτης Ματσίγκας , πανικός , παράλυση , παραφυσικό , πατέρας , πόρτα , προσμονή , σκαλιά , Σκιά , σκιές , σκοτάδι , σκότος , σοκ , σταυρός , στήθος , στοίχεωμα , τρόμος , Υπερφυσικό , φαντασία , Φόβος , φωνή , φως

Παναγιώτης Ματσίγκας

Δημοσιεύτηκε 22 Σεπτεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.