Κάτω από το μαξιλάρι

“Ήταν μία ψιλόλιγνη καμπουριαστή φιγούρα, σχεδόν αποστεωμένη, τυλιγμένη σε γκρι μανδύα. Από το γεμάτο καψίματα κρανίο της κρέμονταν λιγοστές λευκές τούφες. Τα μάτια της έλαμπαν σαν πολύτιμοι λίθοι και δε διακρίνονταν κόρες. Όλα της τα δόντια έμοιαζαν να έχουν το σχήμα του κυνόδοντα…”

27 Δεκεμβρίου 2020

Η Μάρλεν άκουσε κλάματα από το μπάνιο. Μα τι είχε πάθει πάλι; Τον τελευταίο καιρό δε σταματούσε να γκρινιάζει. Εκείνη και ο Τζακ κοιτάχτηκαν. Ήταν σειρά της να πάει να δει τι γινόταν. Άφησε το βιβλίο της στην άκρη και σηκώθηκε απρόθυμα από τον καναπέ.

«Τζος;» της φάνηκε ότι ο γιος της κάτι προσπάθησε να ψελλίσει ανάμεσα στους λυγμούς, αλλά δεν τα κατάφερε. Έφτασε στην πόρτα του μπάνιου και τη χτύπησε ελαφρά. «Τζος; Τι συμβαίνει;» Εκείνος άνοιξε την πόρτα και τον είδε να κρατά ένα χαρτομάντιλο λερωμένο με αίμα μπροστά από το στόμα του.

Η στιγμιαία της ανησυχία πέρασε, όταν είδε το χαλασμένο δόντι που τον ταλαιπωρούσε πεσμένο μέσα στο νιπτήρα. Χαμογέλασε ανακουφισμένη.

«Έλα, δεν είναι τίποτα αυτό», του είπε ανακατεύοντας  τα μαλλιά του. «Τόσον καιρό σε ταλαιπωρούσε».

«Ναι, αλλά τώρα θα μείνω έτσι».

«Όχι βέβαια. Ποιος σου το είπε αυτό; Θα βγει άλλο».

«Αλήθεια;»

«Φυσικά. Άσε που μπορείς να κερδίσεις και κάτι από αυτό. Ένα δώρο, ας πούμε». Το πρόσωπο του Τζος φωτίστηκε. Το κλάμα είχε σχεδόν σταματήσει.

«Δώρο; Πώς θα κερδίσω δώρο από αυτό;»

«Άκου τι θα κάνουμε. Θα τυλίξεις το δόντι σε ένα χαρτομάντιλο, θα καθαρίσεις το νιπτήρα, θα αλλάξεις και θα έρθεις κάτω να σου πούμε μία ιστορία».

Ο Τζος, αφού ακολούθησε τις οδηγίες της μητέρας του, κατέβηκε ενθουσιασμένος στο σαλόνι όπου τον περίμεναν οι γονείς του καθισμένοι στον καναπέ. Με ένα σάλτο βρέθηκε ανάμεσά τους.

«Λοιπόν», είπε ο Τζακ αφήνοντας το φλιτζάνι με το τσάι στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά του, «είσαι έτοιμος να ακούσεις μία ιστορία;» «Ναι!» απάντησε ενθουσιασμένος ο γιος του. Η Μάρλεν τους κοιτούσε χαμογελώντας.

«Σε όλα τα παιδιά συμβαίνει να χάνουν τα δόντια τους. Περίπου στην ηλικία σου, όλοι οι άνθρωποι αλλάξαμε δόντια».

«Δηλαδή, θα πέσουν κι άλλα;» ρώτησε τρομαγμένος ο Τζος και οι γονείς του ξέσπασαν σε γέλια.

«Όλα τα δόντια θα αλλάξουν. Φεύγουν αυτά που έχεις τώρα και στη θέση τους βγαίνουν νέα, τα οποία θα τα έχεις και στην ενήλική σου ζωή. Επίσης, όταν μεγαλώσεις θα βγάλεις τέσσερα ακόμη δόντια στο πίσω μέρος του στόματός σου. Αυτά, λέγονται φρονιμίτες».

«Δηλαδή, θα ξαναβγούν όλα;»

«Φυσικά. Πρέπει όμως τα παιδιά να κάνουν λίγη υπομονή. Για την υπομονή τους αυτή όμως, ανταμείβονται με δώρα».

«Από ποιον;» ρώτησε περιχαρής ο Τζος.

«Από τη Νεράιδα των Δοντιών». Τα μάτια του μικρού άστραψαν.

«Ποια είναι η Νεράιδα των Δοντιών. Πότε θα έρθει; Τώρα;»

«Όχι», απάντησε χαμογελώντας ο Τζακ. «Δε θα τη δεις. Θα έρθει όταν κοιμάσαι». Ο μικρός σκυθρώπιασε.

«Ήθελα να τη δω».

Τότε, παρενέβη η μητέρα του.

«Δυστυχώς, αυτό δε γίνεται. Τι λες όμως να πας να ετοιμαστείς για να έρθει; Ποιος ξέρει τι δώρο θα σου φέρει;»

«Ναι!»

«Έλα, πάμε να σε βάλω για ύπνο και να σου πω τι να κάνεις».

Οι δύο γονείς κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν ταυτόχρονα. Σκέφτηκαν το ίδιο ακριβώς πράγμα: Ευτυχώς, που στην αποθήκη υπήρχε το δώρο του ανιψιού τους για τα μεθαυριανά του γενέθλια. Είχαν άπλετο χρόνο για να  αγοράσουν άλλο δώρο.

Θα ξυπνούσε ένας από τους δύο νωρίτερα, για να πάρει το δόντι και να αφήσει το δώρο δίπλα στο κομοδίνο.

Σε πέντε λεπτά, ο Τζος βρισκόταν στο κρεβάτι του και η μητέρα του τον σκέπαζε.

«Λοιπόν, θα πάρεις το δόντι και θα το βάλεις κάτω από το μαξιλάρι για να το βρει και να το πάρει η νεράιδα. Το επόμενο πρωί, θα βρεις το δώρο σου εδώ, δίπλα από το κρεβάτι σου. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα μαμά».

Μόλις η Μάρλεν έκλεισε την πόρτα, εκείνος τοποθέτησε ενθουσιασμένος το δόντι κάτω από το μαξιλάρι του. Λίγη ώρα αργότερα είχε αποκοιμηθεί…

Ήταν περασμένες τέσσερις τα ξημερώματα όταν ακούστηκε ένα έντονο τρίξιμο στις σανίδες του πατώματος. Αυτό ξύπνησε τον Τζος, ο οποίος κοίταξε προς την κατεύθυνση του ήχου αγουροξυπνημένος και απορημένος.

«Μαμά; Μπαμπά;» Είδε μία σκιά στην άκρη του δωματίου.

Η σκιά στεκόταν ακίνητη. Ύστερα, άρχισε να τον πλησιάζει με αργά βήματα. Ο ήχος του τριξίματος ακουγόταν και πάλι. Ο Τζος άνοιξε το στόμα του έτοιμος να ουρλιάξει, όταν άκουσε μία απαλή φωνή μέσα στο κεφάλι του.

«Τζος;» Ήξερε πως δεν είχε ακούσει με τα αυτιά του αυτή τη φωνή, αλλά ήταν επίσης πεπεισμένος πως δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του.

«Ν-ναι;» απάντησε.

«Είμαι η νεράιδα των δοντιών. Έμαθα πως πριν από λίγες ώρες έχασες το πρώτο σου δόντι και ήρθα να το συλλέξω». Ο Τζος ενθουσιάστηκε. «Ναι! Μου είχαν πει ο μπαμπάς και η μαμά πως θα έρθεις. Από πού έρχεσαι; Πώς ταξιδεύεις; Τι δώρο θα πάρω;»

Άκουσε ένα ελαφρύ γέλιο.

«Ήρεμα, Τζος. Φοβάμαι πως δεν μπορώ να σου  αποκαλύψω τον τόπο μου, ούτε τον τρόπο με τον οποίο ταξιδεύω. Όσο για το δώρο σου… έπρεπε να κοιμόσουν όταν ήρθα».

«Κοιμόμουν. Αλήθεια! Να, άκουσα το τρίξιμο και ξύπνησα. Δε θα πάρω δώρο τώρα;»

«Θα πάρεις, Τζος. Απλώς, θα σου το αφήσω κάποια στιγμή πριν το ξημέρωμα, όταν θα ξανακοιμηθείς. Δεν κάνει να το δεις την ώρα που σου το αφήνω». Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ήταν η τρίτη φορά που τον αποκαλούσε με το όνομά του. Πάνω στον ενθουσιασμό του, δεν το είχε παρατηρήσει προηγουμένως.

«Πώς ξέρεις το όνομά μου;»

«Ω, μα ξέρω τα ονόματα όλων σας».

«Σε παρακαλώ, πες μου για τον τόπο σου. Θέλω να μάθω. Πάντα μου άρεσαν οι διαφορετικοί τόποι. Η Χώρα του Ποτέ, η Νάρνια… Αλήθεια, υπάρχουν όλα αυτά;»

«Δεν μπορώ να σου πω για αυτά, αλλά ο δικός μου τόπος υπάρχει. Θα ήταν καλύτερα όμως να μη μάθεις τίποτε για αυτόν…»

«Όχι, όχι! Θέλω!»

«Τότε, λοιπόν…», η σκιά έκανε λίγα βήματα μπροστά και λούστηκε με το λιγοστό φεγγαρόφωτο, το οποίο ήταν αρκετό για να αποκαλύψει τη μορφή της. Ο Τζος έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος. Αποσβολωμένος και τρομοκρατημένος.

Ήταν μία ψιλόλιγνη καμπουριαστή φιγούρα, σχεδόν αποστεωμένη, τυλιγμένη σε γκρι μανδύα. Από το γεμάτο καψίματα κρανίο της κρέμονταν λιγοστές λευκές τούφες. Τα μάτια της έλαμπαν σαν πολύτιμοι λίθοι και δε διακρίνονταν κόρες. Όλα της τα δόντια έμοιαζαν να έχουν το σχήμα του κυνόδοντα, ενώ, στο λαιμό της διακρινόταν ένα δεύτερο στόμα, πανομοιότυπο με το πρώτο. Τα χέρια της είχαν μόνο δύο μακριά κυρτά δάχτυλα, στις άκρες των οποίων υπήρχαν δόντια αντί για νύχια.

Μίλησε για πρώτη φορά με την πραγματική της αποκρουστική βραχνή φωνή, η οποία έβγαινε και από τα δύο στόματα.

«Έρχομαι από την άλλη πλευρά, Τζος. Και όχι, δεν υπάρχουν παραμύθια. Σε προειδοποίησα… σου είπα να αποκοιμηθείς. Τώρα…» «Τώρα, τι;» είπε ακινητοποιημένος από το φόβο.

«Οι γονείς δε λένε πλέον παραμύθια στα παιδιά τους. Είναι λιγοστοί αυτοί που το κάνουν. Οπότε, είναι και λιγοστά τα παιδιά που υπακούουν στους κανόνες αυτών των ιστοριών. Τα χρειάζομαι τα δόντια, Τζος… και δεν τα έχω. Οπότε…»

Μία δυνατή στριγκλιά ακούστηκε από το παιδικό δωμάτιο. Η Μάρλεν και ο Τζακ όρμησαν τρέχοντας αλαφιασμένοι και τρομοκρατημένοι. Μόλις άνοιξαν την πόρτα αντίκρισαν τον Τζος με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα, καθώς έκλαιγε με λυγμούς. Από το ανοιχτό του στόμα έτρεχε αίμα και δεν διακρίνονταν καθόλου δόντια.

«Η νεράιδα», μονολογούσε…

Tags: blood , dark fairy , fantasy , horror , short-story , The Weird Side Daily , tooth fairy , αίμα , γονείς , γυναίκα , διήγημα , Διήγημα τρόμου , δόντι , δόντια , δώρο , μαξιλάρι , νεράιδα , νεράιδα των δοντιών , Παιδί , Παναγιώτης Ματσίγκας , Σκοτεινό , σκοτεινό διήγημα , τρόμος , φαντασία , φωνή

Παναγιώτης Ματσίγκας

Δημοσιεύτηκε 27 Δεκεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.