Η Σέρι περπατούσε μέσα στους σκοτεινούς δρόμους.
«Τα φαναράκια…», μονολογούσε. «Πρέπει να προλάβω τα φαναράκια… Απόψε…»
Οι σκουριασμένες ρόδες από το καροτσάκι που έσερνε έκαναν ανατριχιαστικούς θορύβους μέσα στη νύχτα. Σταμάτησε σε μια διασταύρωση κι ανασήκωσε ελαφρά το κάλυμμα που το σκέπαζε. Μόλις ο σηματοδότης άναψε για τους πεζούς, το άφησε και πάλι στη θέση του και διέσχισε το δρόμο. Ήξερε ότι μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ποιος θα έδινε σημασία άλλωστε σε μια ζητιάνα που είχε μέρες να πλυθεί και φορούσε το ένα ρούχο πάνω από το άλλο; Πέρασε την πολυσύχναστη λεωφόρο και βρέθηκε σε ένα στενό δρομάκι που φωτιζόταν μόνο από τους φανοστάτες. Όσο πλησίαζε στο λιμάνι η υγρασία της θάλασσας της τρυπούσε το δέρμα, αλλά δεν την ένοιαζε. Ήταν προσηλωμένη στο στόχο της.
«Δεν θα αργήσουμε», μουρμούρισε απευθυνόμενη στο καρότσι της. «Σε λίγο φτάνουμε», έκανε καθησυχαστικά.
Λίγα μέτρα μακριά της, πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι της πόλης και περίμεναν να ξεκινήσει η εκδήλωση.
«Κύριε Ρόμπινσον», άρχισε ο δημοσιογράφος τείνοντας το μικρόφωνο προς τον δήμαρχο της πόλης, «μπορείτε να μας πείτε τι θα συμβεί απόψε εδώ;»
Ο στρογγυλοπρόσωπος άντρας με το παχύ μουστάκι και τα σγουρά μαλλιά που είχε προσπαθήσει να τιθασέψει με τόνους ζελέ απάντησε:
«Χιλιάδες φαναράκια θα υψωθούν σε λίγη ώρα στον ουρανό στη μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας που έπληξε τη χώρα μας πριν ακριβώς 100 χρόνια».
Εκείνη τη στιγμή, η ορχήστρα σταμάτησε να παίζει και 10 παιδιά ανέβηκαν στην εξέδρα, όλα κρατώντας από ένα αναμμένο φαναράκι. Πίσω τους στέκονταν άλλα δέκα παιδιά και πίσω τους άλλα δέκα που περίμεναν να βγουν μπροστά μόλις έρθει η σειρά τους για να υψώσουν τα δικά τους στον ουρανό.
«Ήρθε η ώρα για την αντίστροφη μέτρηση!», είπε ο δήμαρχος Ρόμπινσον τη στιγμή που ανέβηκε στη σκηνή.
Η Σέρι είχε φτάσει στο λιμάνι. Ήξερε ότι είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή της. Η μουσική είχε σταματήσει και σε λίγη ώρα τα φαναράκια θα απελυεθερώνονταν. Προχώρησε προς το πλαϊνό μέρος της εξέδρας.
«5…», άρχισε να μετράει αντίστροφα ο δήμαρχος και το πλήθος επανέλαβε.
Εκείνη έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί από την τσέπη της και το ξεδίπλωσε.
«4…»
Άρχισε να το διαβάζει χαμηλόφωνα ενώ η φωνή της έμοιαζε σαν να ψέλνει κάτι ακατανόητο.
«3…»
Η φωνή της δυνάμωσε ελαφρά, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία.
«2…»
Άνοιξε απότομα το κάλυμμα από το καρότσι της και αποκαλύφθηκαν δέκα μικρά, γυάλινα βάζα κι ένα μεγάλο, που είχαν μέσα τους μαύρο καπνό.
«1!», ακούστηκε η φωνή του δημάρχου και του πλήθους μαζί.
Τα πρώτα δέκα φαναράκια υψώθηκαν στον ουρανό. Οι επευφημίες του πλήθους ήταν τόσο δυνατές που κανείς δεν άκουσε το θόρυβο που έκαναν τα μικρά βάζα όταν έσπασαν αφού η Σέρι είχε γείρει με κόπο το βαρύ της καρότσι κι εκείνα έπεσαν στο έδαφος. Το μεγάλο βάζο είχε φροντίσει να μείνει ανέπαφο. Ο καπνός που υπήρχε μέσα στο καθένα υψώθηκε στον ουρανό και ακολούθησε τα φαναράκια. Η δεύτερη σειρά παιδιών ήρθε μπροστά για να ελευθερώσει τα υπόλοιπα, αλλά εκείνη τη στιγμή, τα επιφωνήματα έκπληξης του πλήθους τα έκαναν να παγώσουν στη θέση τους. Τα φαναράκια που πριν υψώνονταν, τώρα είχαν σταματήσει στη μέση της διαδρομής τους κι απλά αιωρούνταν. Και τότε, εντελώς απροειδοποίητα, άρχισαν να έρχονται με φόρα προς το έδαφος κι επέστρεψαν στα χέρια των παιδιών που τα είχαν ελευθερώσει. Μαύρος καπνός βγήκε μέσα από το καθένα και εισχώρησε μέσα τους περνώντας από τα ρουθούνια τους. Τα μάτια τους έγιναν δυο μαύρες τρύπες.
Η Σέρι προχώρησε προς το μέρος τους, αγνοώντας τις κραυγές του πλήθους και τις απεγνωσμένες φωνές των γονέων που καλούσαν τα παιδιά τους. Στάθηκε μπροστά τους κι εκείνα υποκλίθηκαν.
«Ας ξεκινήσει η γιορτή…», είπε εκείνη χαμογελώντας πονηρά και κοίταξε τα σαστισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που παρευρίσκονταν.
Είχαν ακινητοποιηθεί στις θέσεις τους και δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα πρόσωπά τους.
Τα φαναράκια που κρατούσαν τα υπόλοιπα παιδιά, έφυγαν με φόρα από τα χέρια τους και υψώθηκαν στον ουρανό. Χιλιάδες φαναράκια, χιλιάδες κόκκινες φωτιές άρχισαν να υψώνονται στον ουρανό. Τότε το ένα από τα δέκα παιδιά, προχώρησε προς το καρότσι, πήρε το μεγάλο βάζο στα χέρια του και το έριξε στο έδαφος. Πυκνός, μαύρος καπνός ανέβηκε και μπήκε μέσα σε κάθε φανάρι﮲ και κάθε φανάρι πέταξε μακριά, φτάνοντας μέχρι και την άλλη άκρη της γης.
Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πώς ξέσπασε η μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ιστορία της χώρας και πώς δεν σώθηκε κανένας από τους παρευρισκόμενους της εκδήλωσης﮲ κανένας, εκτός από δέκα παιδιά που αγνοούνταν και τα πτώματά τους δεν μπόρεσαν να ταυτοποιηθούν ποτέ.
Tags: dark , death , fantasy , horror , weird , αλλόκοτο , γενοκτονία , δήμαρχος , διήγημα , δρόμος , ζητιάνα , θάλασσα , θάνατος , θύμα , καπνός , καρότσι , κραυγή , λιμάνι , μάτια , μυστήριο , νύχτα , ουρανός , πτώμα , σκοτάδι , τρόμος , τρύπα , τρύπες , φαναράκι , φανοστάτης , φαντασία , φωνή , φωτιά
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.