Κάτι αφύσικο που μας συνέβη την Πρωτοχρονιά

Μια νυχτερινή έξοδος μιας παρέας φίλων σε νυχτερινό κλαμπ για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονία, παίρνει ανεξέλεγκτη τροπή όταν έπειτα απο την εμφάνιση αντρών ντυμένων στα μαύρα, μια σειρά ανατριχιαστικών εξελίξεων ακολουθεί.

 

Όλα ξεκίνησαν μία βδομάδα πριν, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Εγώ και ένας φίλος μου, ο Δημήτρης, όπως τα έφερε η τύχη ή ίσως η κακοτυχία, μείναμε χωρίς μέρος για να γιορτάσουμε την αλλαγή του χρόνου. Ο Γιώργος όμως, το τρίτο μέλος της παρέας, μας είπε ότι θα πήγαινε σε ένα πάρτυ κάπου στην Αθήνα και για να έρθουμε θα χρειαζόταν να φέρουμε ποτά και να πούμε ότι μας κάλεσε εκείνος.

Ενθουσιασμένοι και οι δύο τρέξαμε στο πιο κοντινό σούπερ μάρκετ και πληρώσαμε μια εξάδα μπύρες και μετά από μία σχεδόν ώρα, κοντά στις 11 και 20, καταφέραμε και βρήκαμε ταξί. Ωστόσο ο Δημήτρης φάνηκε να διστάζει όταν άκουσε τις λεπτομέρειες για αυτό το πάρτυ.

“Τέτοια μουσική θα ‘χει; Μα δε την αντέχω. Και είμαι σίγουρος ότι όλες οι κοπέλες εκεί θα μας φτύνουν με την πρώτη ματιά. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι ήταν κακή ιδέα Νίκο”.

“Ίσως”, του απάντησα. “Αλλά τώρα είμαστε ήδη στο δρόμο για εκεί και είναι καλύτερο από το τίποτα. Εγώ πιστεύω ότι θα περάσουμε καλά.”

Είχα και εγώ αμφιβολίες, αλλά σκέφτηκα να αφήσω λίγη αισιοδοξία να τις καταπνίξει για χάρη του και για να μπει καλά ο νέος χρόνος.
Δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ τι θα επακολουθούσε εκείνο το βράδυ. Ακόμα και τώρα που γράφω για αυτό, ρίγος διαπερνά όλο μου το κορμί και ξέρω ότι ο ίδιος εφιάλτης που βλέπω εδώ και μέρες θα με επισκεφτεί ξανά όταν κοιμηθώ.

Βρήκαμε τον Γιώργο να μας περιμένει έξω από την είσοδο και ανταλλάξαμε ευχές για το νέο έτος. Μαζί του ήταν ο Μιχάλης. Ήταν ένα χαμογελαστό παιδί, ίσως δύο χρόνια μικρότερος μας, ξανθός με μπλε μάτια που πρόδιδαν ότι είχε ήδη μεθύσει.

“Παιδιά καλές χρονιές!”, φώναξε με τα χέρια του ανοιχτά μόλις μας είδε και τους τρείς.

Πρώτος ο Γιώργος τον χαιρέτησε. “Οι άλλοι;”

“Είναι ήδη μέσα, τους έχασα μέσα στο πλήθος οπότε βγήκα έξω να περιμένω εσάς”, είπε γελώντας .

Ο Δημήτρης φαινόταν ακόμα νευρικός. Του έσφιξα τον ώμο. Του έδειξα τη σακούλα με τις μπύρες και του χαμογέλασα. Το πρόσωπό του άρχισε να χαλαρώνει και ο Γιώργος μας μάζεψε να βγάλουμε μια φωτογραφία πριν μπούμε μέσα.

“Αυτή θα είναι η μόνη φωτό που θα είμαστε νηφάλιοι”, γέλασε.

Όταν τελικά μπήκαμε, βρήκαμε τους άλλους και ανοίξαμε τις μπύρες, οι αμφιβολίες εξαφανίστηκαν εντελώς από το νου μου. Ο χώρος ήταν πιο μεγάλος απ΄ό,τι φαινόταν απέξω και η μουσική, αν και δυνατή έκανε ακόμα και τον Δημήτρη να αρχίσει να χορεύει.

Οι επόμενες ώρες είναι ακόμα θολές στη μνήμη μου. Θυμάμαι μόνο σβούρες από χρώματα και σώματα γύρω μου, τα γέλια του Μιχάλη και την εικόνα του Γιώργου να χορεύει μαζί με μερικές κοπέλες.

Όταν επισκέφτηκα πρώτη φορά τη τουαλέτα άρχισε να υποχωρεί η ζαλάδα και να και να αντιλαμβάνομαι και πάλι το περιβάλλον. Ξεκίνησα να ψάξω τους άλλους και βρήκα τον Δημήτρη να προσπαθεί να χορέψει με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Πιο πέρα, ο Γιώργος μιλούσε με μια κοπέλα η οποία του έδωσε κάτι στη τσέπη. Μετά, σε μια καρέκλα, γελώντας μόνος του, καθόταν ο Μιχάλης. Τον πλησίασα.

“Όλα καλά Mike;”, τον ρώτησα, “Μήπως θες να σε πάω στο μπάνιο ;”

“…Όχι …είμαι….εντάξει”, άρχισε να λέει και προσπάθησε να σηκωθεί.

Τον πήρα στους ώμους μου. Όμως, καθώς προχωρούσαμε, παρατήρησα κάτι παράξενο. Δύο ψηλοί άντρες, υπερβολικά επίσημα ντυμένοι για αυτό το πάρτυ, στέκονταν κοντά στα ποτά και παρακολουθούσαν τα πάντα γύρω τους. Δεν τους έδωσα πολλή μεγάλη σημασία. Προτεραιότητα είχε ο Μιχάλης που σερνόταν στο πάτωμα. Έκανα νόημα στον Γιώργο να με βοηθήσει. Απάντησε κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά και άρχισε να στριμώχνεται ανάμεσα από το πλήθος για να μας φτάσει. Λίγο αργότερα, ενώ ο Γιώργος πρόσεχε τον Μιχάλη, η περιέργειά μου με κέρδισε και έψαξα για τους άντρες με τα μαύρα από πριν, αλλά ήταν άφαντοι. Αν δεν μάθαινα μερικές μέρες μετά ότι και άλλοι από το πάρτυ τους είχαν δει και αυτοί, θα έλεγα πως ήταν παραισθήσεις μου από το ποτό. Θεέ μου, μακάρι όλο αυτό να ήταν απλά μια τεράστια ψευδαίσθηση.

Τότε ήταν που είδα το Δημήτρη. Τρέκλιζε προς το μέρος μου, έτοιμος να καταρρεύσει, τα χείλη του προσπαθούσαν μάταια να αρθρώσουν λέξεις.

“Δημήτρη;”, είπα καθώς τον έπιασα έγκαιρα πριν πέσει, “πόσο ήπιες;”

“Κκκκκάτι λίγααααα…”, τραύλισε , “Αλλά αυτό το τελευταίο…δδδδεν ξέρω τι ήταν…”

Τον βοήθησα να κάτσει σε μια καρέκλα. “Μήπως θες να κάνεις παρέα του Μιχάλη στη τουαλέτα;”

Δεν μου απάντησε. Χαμήλωσε το κεφάλι και άνοιξε το στόμα. Φάνηκε σαν να παλεύει να πει κάτι ή λες και κάποια σκέψη ήρθε σχηματίστηκε ξαφνικά στο μυαλό του και τον τρόμαξε.

“Δημήτρη;”, άρχισα να ανησυχώ λίγο με τη συμπεριφορά του. Τα μάτια του κουνήθηκαν μόνο για να με αντικρίσουν ενώ το υπόλοιπο σώμα του ήταν σαν παράλυτο. “Με καταλαβαίνεις; Δημήτρη;”

Συνοφρυώθηκε. Τα χείλη του άρχισαν να κουνιούνται σε μια ακόμα προσπάθεια να μιλήσει. Μάταια όμως.

Τον έπιασα από τους ώμους. “Κοίτα με, θα πάω να φέρω το Γιώργο και τους άλλους και θα φύγουμε όλοι μαζί, εντάξει;”

Με κοίταξε και είδα ότι τα μάτια του άρχισαν να γίνονται κόκκινα και μετά… μαύρα. Η ίριδα, στη αρχή και μετά η κόρη άρχισαν να παίρνουν ένα σκούρο χρώμα. Πανικός κυρίευσε και τους δύο μας. Ίσως είδε που έχασα τη ψυχραιμία μου και αντέδρασε ή ίσως να ένιωσε κάτι μέσα του. Με έσπρωξε, σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς μια δεύτερη έξοδο. Ήταν κλειδωμένη ευτυχώς , αλλά άρχισε να τη χτυπάει με δύναμη. Τον έπιασα πριν ματώσει πολύ τα χέρια του και συνέχισε να χτυπιέται για να ξεφύγει.

“Πρέπει να φύγω, πρέπει να πάρω αέρα! Πνίγομαι!! Πνίγομαι!”, ακουγόντουσαν οι κραυγές του τόσο δυνατά που διαπερνούσαν ακόμα και τη δυνατή μουσική.

Μετά από λίγο βράχνιασε η φωνή του και κουράστηκε. Τον κουβάλησα και αυτόν μέχρι τη τουαλέτα, όπου ο Γιώργος πρόσεχε δίπλα τον Μιχάλη. Ο Γιώργος αντικατέστησε το χαλαρό του ύφος με ανησυχία όταν είδε τον Δημήτρη.

“Τι έγινε;! Τι έπαθαν τα μάτια του;!” , απαίτησε να του πω.

“Δε ξέρω, είναι σε σοκ “.

“Να τον πάμε σε νοσοκομείο, να του κάνουν πλύση στομάχου”.

“ΟΧΙ!”, φώναξε και κλειδώθηκε στην τουαλέτα πριν προλάβουμε να κάνουμε τίποτα.

“Δημήτρη!”, του φώναξα από την άλλη μεριά. “Δημήτρη σε παρακαλώ άνοιξε! Τι σου συμβαίνει; Μίλα μας!”

Άρχισε να ουρλιάζει πάλι και να χτυπάει τη πόρτα. Πεταχτήκαμε όλοι πίσω, ακόμα και ο Μιχάλης που είχε αποκοιμηθεί. “Τι έγινε βρε παιδιά ποιος χέστηκε;”

Είδα ένα μαύρο υγρό να χύνεται στο κενό κάτω από τη πόρτα.

Πριν προλάβουμε να μιλήσουμε η πόρτα έσπασε μπροστά μας και αυτό που είδαμε να βγαίνει…ήταν ο Δημήτρης, αλλά και κάτι άλλο ταυτόχρονα. Εγώ και ο Γιώργος ξέρουμε τι είδαμε. Δε μπορούμε να το εξηγήσουμε, αλλά ξέρουμε ότι ήταν αληθινό, παρά τα όσα λένε όλοι.

Είχαμε παγώσει εκεί, κοιτώντας τον. Τα μαλλιά του έπεφταν αργά αργά, τα μάτια του τώρα είχαν σκοτεινιάσει εντελώς, σκούρες φλέβες διακρίνονταν σε όλο το πρόσωπο του. Η πλάτη του καμπούριαζε και φαίνονταν πρησμένη σε ορισμένα σημεία. Το μαύρο υγρό που είδα πριν έφευγε ποταμός από το στόμα του. Μας αγνόησε καθώς πρόσεξε την αντανάκλασή του στον καθρέφτη. Ακόμα και τώρα που το γράφω αυτό ακούω την κραυγή φρίκης, τρόμου και πανικού .

Γύρισε προς τα εμάς και προσπάθησε να επικοινωνήσει μια τελευταία φορά, όμως τα λόγια του πνίγονταν στο μαύρο υγρό. Ο θώρακάς του έκανε ένα φρικαλέο κρακ και διογκώθηκε, το δέρμα τού έπαιρνε ένα μαύρο-πράσινο χρώμα, το κεφάλι του άλλαξε εντελώς σε ένα αφύσικο σχήμα. Ο φίλος μου, που ήταν 1 και 70 στο ύψος, τώρα άλλαζε σε κάτι που έφτανε τα 3 μέτρα.

Το κεφάλι του έσπασε τη λάμπα της τουαλέτας και βρεθήκαμε στο σκοτάδι. Τα ουρλιαχτά τώρα έγιναν βρυχηθμός που έκανε το αίμα μας να παγώσει. Τώρα ήταν μόνο μια τεράστια σκιά που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι το πρόσωπο του θανάτου που ήρθε να πάρει και τους τρείς μας. Δύο φίλοι άνοιξαν την πόρτα πίσω μας και σε κλάσματα δευτερολέπτου, σαν τυφώνας, το πλάσμα όρμησε σπάζοντας τα πάντα στο πέρασμά του.

Το ένστικτό μας επικράτησε της λογικής και πηδήξαμε μακριά του. Έπεσα όμως πάνω στον τοίχο και χτύπησα το κεφάλι μου. Δεν ήξερα αν το είχα ανοίξει ή είχα πάθει διάσειση. Λίγο πριν λιποθυμήσω, το είδα να σηκώνει τον Μιχάλη και πριν προλάβει εκείνος να φωνάξει οτιδήποτε, είχε γίνει κομμάτια με το αίμα του να βάφει τους τοίχους. Ο Γιώργος έπεσε στον τοίχο απέναντί μου και γύρισε το πόδι του. Είδα τη μορφή του να σηκώνεται, φωτισμένη από τα φώτα που άλλαζαν χρώματα,. Παρέμενε μαύρο-πράσινη και τεράστια, με ένα μεγάλο στόμα και με δόντια σαν μαχαίρια, λουσμένο με το αίμα του Μιχάλη. Για λίγα δευτερόλεπτα στάθηκε κοιτώντας γύρω του. Δεν τα έβλεπα αλλά το ήξερα και το λέω και τώρα με σιγουριά, τα κατάμαυρα μάτια του γύρισαν και κοίταξαν εμένα και το Γιώργο.

“Δημήτρη”, ψιθύρισα πριν με πάρει το σκοτάδι και για λίγο μπορούσα να ακούσω ουρλιαχτά, κόκαλα να σπάνε, σώματα να χτυπάνε με δύναμη και αυτό τον φρικτό βρυχηθμό.

Ξύπνησα σε ασθενοφόρο. Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει και προσπάθησα να σηκωθώ.

“Ηρέμησε σε παρακαλώ, ξεκουράσου. Ευτυχώς σε προλάβαμε”, μου είπε ο διασώστης που ήταν δίπλα μου.

Λίγες ώρες μετά ξαναξύπνησα και βρήκα το Γιώργο στο δίπλα κρεβάτι. Το πόδι του είχε γυρίσει και έσπασε και τα δύο του χέρια αλλά ήταν καλά. Μου είπαν ότι εγώ ειδικά ήμουν τυχερός που απάντησαν γρήγορα δύο ασθενοφόρα και περιπολικά. Ήρθαν μετά δύο αστυνομικοί και μας έκαναν ερωτήσεις, προσπαθώντας να μάθουν τι συνέβη και για να πω την αλήθεια, δεν ήξερα τι να τους πω. Δεν ήξερα τι από όλα όσα είδα να πιστέψω. Ρώτησα για τον Δημήτρη, τους τον περιέγραψα και μου είπαν ότι δεν τον είδαν πουθενά στο κλαμπ.

Θυμήθηκα και τους ανέφερα εκείνη τη στιγμή τους άντρες με τα μαύρα και οι αστυνομικοί σταμάτησαν επί τόπου τις ερωτήσεις και έφυγαν από το θάλαμό μας. Μέρες μετά, οι ειδήσεις κάλυψαν όλο το περιστατικό, αλλά εγώ και ο Γιώργος δε πιστεύαμε αυτά που ακούγαμε και αυτά που έδειχναν. Ο χώρος είχε μια τεράστια τρύπα και μέσα ήταν σαν πεδίο μάχης. Τα αίτια αυτής της καταστροφής άλλαζαν από κανάλι σε κανάλι και από σάιτ σε σάιτ. Άλλοι λένε για τρομοκράτες, άλλοι για βόμβα και η υπόθεση έκλεισε πριν καλά καλά αρχίσει. Το έψαξα και αργότερα και δεν εμφανιζόταν τίποτα, λες και δεν έγινε ποτέ. Για αυτό και να ‘μαι τώρα, με γάζες στο κεφάλι και τον Γιώργο δίπλα.

Αποφασίσαμε να γράψουμε και να ανεβάσουμε αυτό το μήνυμα. Γιατί όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι άντρες με τα μαύρα, είμαστε σίγουροι ότι αυτοί το προκάλεσαν όλο αυτό και τώρα προσπαθούν να το συγκαλύψουν. Ένα παιδί από το πάρτυ που είπε τα ίδια με εμάς, ξαφνικά πέθανε λίγο πριν πάρει το εξιτήριο του. Ένα άλλο κορίτσι από εκεί που είχε αναρρώσει ξαφνικά έπεσε σε κώμα χθες. Ένας άγνωστος άντρας έκανε βόλτες γύρω από το θάλαμο μας όλη μέρα σήμερα.

Αυτοί το έκαναν. Και κάτι έκαναν και στο Δημήτρη. Δεν ξέρουμε τι του έκαναν και γιατί του το έκαναν. Αλλά ξέρουμε ότι ο φίλος μας είναι ακόμα εκεί έξω και παραμένει επικίνδυνος,τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους. Και αν τη γλυτώσουμε και βγάλουμε τους γύψους και τις γάζες, θα τον ψάξουμε.

Δημήτρη, αν τυχόν το διαβάζεις αυτό, σε παρακαλώ βοήθησε μας να σε βρούμε με κάποιο σημάδι, κάποιο μήνυμα , οτιδήποτε. Σου υπόσχομαι ότι δε θα σε αφήσουμε έτσι, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σε σώσουμε, με κάθε κόστος.

 

 

Tags: dark , death , fantasy , horror , monster , murder , mystery , Party , scary , Spooky , story , weird , άγνωστος , αίμα , αλλόκοτο , ανατριχίλα , άντρες , ασθενοφόρο , Αστυνομία , βράδυ , γέλιο , διήγημα , δόντια , ένστικτο , εφιάλτης , ιστορία , κόκαλα , κραυγή , κώμα , λόγια , μάτια , μαύρα , μαύρο , μαχαίρια , μνήμη , Μουσική , νοσοκομείο , ουρλιαχτό , Παιδί , παραισθήσεις , πλάσμα , πόρτα , ποτό , Πρωτοχρονιά , ρίγος , σκοτάδι , σοκ , στόμα , τουαλέτα , τρόμος , τυφώνας , υγρό , υπόθεση , φαντασία , φίλος , φλέβες , Φόβος , Φρίκη , Χορός , χρόνος , χρώματα , ψευδαισθήσεις , ψευδαίσθηση

Μιχάλης Κανιάρος

Δημοσιεύτηκε 28 Μαΐου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.