Το Παγωμένο Άγαλμα

”Ο μικρός Τζόσουα τράβηξε τη μητέρα του από το χέρι και άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Έφτασαν μπροστά σε μια εξέδρα και το αγόρι κρεμάστηκε από τα κάγκελα, παρακολουθώντας έναν τύπο ντυμένο ξωτικό να βγάζει λόγο.
«Κυρίες και κύριοι, σήμερα είναι η τελευταία μέρα της όμορφης εκδήλωσής μας. Όποιο παιδάκι θέλει να έρθει, ώστε να φτιάξουμε το άγαλμά του από πάγο, να σηκώσει το χέρι του!»”

23 Δεκεμβρίου 2021

 

Ο μικρός Τζόσουα τράβηξε τη μητέρα του από το χέρι και άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Έφτασαν μπροστά σε μια εξέδρα και το αγόρι κρεμάστηκε από τα κάγκελα, παρακολουθώντας έναν τύπο ντυμένο ξωτικό να βγάζει λόγο.

«Κυρίες και κύριοι, σήμερα είναι η τελευταία μέρα της όμορφης εκδήλωσής μας. Όποιο παιδάκι θέλει να έρθει, ώστε να φτιάξουμε το άγαλμά του από πάγο, να σηκώσει το χέρι του!»

Ο Τζόσουα ανταποκρίθηκε αμέσως. Σιωπή επικράτησε καθώς το ξωτικό περιεργαζόταν ένα ένα τα πρόσωπά τους. Το μικρό αγόρι τεντωνόταν στις μύτες των ποδιών του και τον κοιτούσε στα μάτια. Ξαφνικά, το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω του. Έσκυψε προς το μέρος του.

«Πώς σε λένε μικρέ;» ρώτησε με ένα μειλίχιο χαμόγελο.

«Τζόσουα!» έκανε όλο ενθουσιασμό.

«Λοιπόν, Τζόσουα είσαι πολύ τυχερός! Το άγαλμά σου, θα είναι το τελευταίο για φέτος!»

Εκείνος άρχισε να χοροπηδάει χειροκροτώντας. Το ξωτικό βρέθηκε μπροστά του με ένα σάλτο, άνοιξε μια κλειδαριά και παραμέρισε τα κάγκελα. Το αγόρι φίλησε τη μητέρα του στο μάγουλο, κράτησε το χέρι του και τον ακολούθησε. Κατευθύνθηκαν προς μια πόρτα πίσω από την εξέδρα.

«Από δω μικρέ», είπε το ξωτικό και τον έσπρωξε απαλά.

Ο Τζόσουα κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε μια μικρή, κατάλευκη, αίθουσα. Το πάτωμα και η οροφή, ήταν καλυμμένα με καθρέφτες. Στάθηκε για λίγο εκεί, και παρατήρησε τα πολλαπλά είδωλά του.

«Κυρίες και κύριοι», ακούστηκε η μακρινή φωνή του ξωτικού, «σε λίγη ώρα, θα μπορείτε να θαυμάσετε ένα ακόμη…»

«Μικρέ!» Μια κοπέλα ντυμένη νεράιδα τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. «Έλα!»

Προχώρησαν στο τέρμα της αίθουσας. Τότε ο Τζόσουα, πρόσεξε πως αυτό που έβλεπε δεν ήταν τοίχος, αλλά κουρτίνα, λεία και άκαμπτη. Η κοπέλα την παραμέρισε. Βρέθηκαν σε ένα τετράγωνο δωμάτιο. Στη μέση έστεκε ένα μεγάλο άγαλμα από πάγο. Απεικόνιζε τον Άγιο Βασίλη καθισμένο στο έλκηθρο. Μπροστά του ήταν δεμένοι οι τάρανδοι, ενώ δεξιά κι αριστερά ήταν σκορπισμένα εννιά παιδιά. Ο Τζόσουα θα ήταν το δέκατο και τελευταίο για φέτος. Ανυπομονούσε. Ένας άντρας τον πλησίασε. Φορούσε έναν μαύρο σκούφο με λευκή φούντα και μια γαλάζια, ολόσωμη, βελούδινη στολή με φουσκωτά μανίκια στους ώμους, κεντημένα χρυσά αστέρια και κόκκινη ζώνη. Δυο πράσινες χιονονιφάδες ήταν ζωγραφισμένες στα μάγουλά του. Έσκυψε προς το μέρος του.

«Γεια σου Τζόσουα», του χαμογέλασε. Το αγόρι πρόσεξε πως όλα του τα δόντια ήταν ασημένια. «Είσαι έτοιμος να φτιάξουμε το άγαλμά σου;»

Εκείνος κούνησε ζωηρά το κεφάλι του.

«Ωραία. Επειδή είσαι το τελευταίο αγόρι για φέτος, έχουμε ετοιμάσει μια πολύ ξεχωριστή θέση για εσένα. Θα καθίσεις εδώ, δίπλα στον Άγιο Βασίλη».

Ο Τζόσουα χοροπήδησε από τη χαρά του.

«Θέλω να πας όμως από τώρα εκεί, ώστε να μπορέσω να δουλέψω σωστά. Όταν τελειώσω, θα σηκωθείς και θα βάλω εκείνο στη θέση σου, εντάξει;»

Το αγόρι ένευσε. Έτρεξε και χωρίς δεύτερη σκέψη, κάθισε δίπλα στον Άγιο Βασίλη. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Έμοιαζε τόσο αληθινός.

Η κοπέλα έφερε μερικά καροτσάκια με πάγο. Ο καλλιτέχνης του γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε να δουλεύει. Πού και πού, έστρεφε το κεφάλι του προς τα πίσω, και του έριχνε μερικές ματιές.

«Δεν μπορώ να βλέπω;» θέλησε να μάθει.

«Είναι έκπληξη!»

Η ώρα περνούσε. Ο Τζόσουα είχε αρχίσει να βαριέται, και να κρυώνει. Κρύωνε όλο και πιο πολύ. Δοκίμασε να σηκώσει τα χέρια για να κουμπώσει κι άλλο το μπουφάν του, αλλά δεν τα κατάφερε. Για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να τα κουνήσει. Έκανε να μιλήσει, να φωνάξει τον καλλιτέχνη, αλλά δεν μπόρεσε να ανοιγοκλείσει τα χείλη του. Προσπάθησε να σηκωθεί, τα πόδια του όμως δεν ανταποκρίθηκαν. Και τότε ο καλλιτέχνης, γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε σαρδόνια ενώ τα ασημένια δόντια του έλαμψαν κάτω από το εκτυφλωτικό λευκό της αίθουσας.

«Νομίζω πως τελειώσαμε…» έκανε μειλίχια.

Παραμέρισε και ο Τζόσουα προσπάθησε να γουρλώσει τα μάτια του. Προσπάθησε να ουρλιάξει. Προσπάθησε να σηκωθεί και να τρέξει μακριά. Κανένα όμως μέλος του σώματός του δεν ανταποκρινόταν. Μπροστά του, στεκόταν ένα ολόιδιο με αυτόν αγόρι. Εκείνο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και τον πλησίασε. Άγγιξε το πρόσωπο, τα μαλλιά, τα χέρια και τα ρούχα του. Ο αληθινός Τζόσουα, είχε μεταμορφωθεί σε ένα παγωμένο άγαλμα. Το καινούριο αγόρι, χαμογέλασε χαιρέκακα.

«Νομίζω πως είσαι ένα από τα καλύτερα δημιουργήματά μου…» κορδώθηκε ο καλλιτέχνης.

Εκείνο ένευσε.

«Πήγαινε τώρα να φέρεις τη μητέρα σου να… σε θαυμάσει!»

Το αγόρι έφυγε τρέχοντας, για να επιστρέψει λίγο αργότερα, σέρνοντας την από το χέρι. Εκείνη πλησίασε το παγωμένο άγαλμα και το κοίταξε. Ο Τζόσουα προσπαθούσε μάταια να ουρλιάξει. Προσπαθούσε μάταια να της φωνάξει, πως εκείνος ήταν ο αληθινός. Πως το αγόρι δίπλα της ήταν στην πραγματικότητα ένα παγωμένο άγαλμα που είχε πάρει τη θέση του.

«Είναι καταπληκτικό…» μουρμούρισε καθώς περιεργαζόταν κάθε του λεπτομέρεια. Στράφηκε προς τον καλλιτέχνη. «Κάνατε καλή δουλειά κύριε Πάρκερ». Του έδωσε το χέρι της. «Δεν τον άντεχα άλλο. Αυτό που μου ετοιμάσατε, ελπίζω να με αφήνει πλέον στην ησυχία μου».

«Μην ανησυχείτε» της φίλησε εκείνος το χέρι. «Θα είναι τόσο κρύος και ψυχρός, όσο ένα παγωμένο άγαλμα. Ελπίζω… να μας προτείνετε, στις φίλες σας. Ξέρετε, μόνο από στόμα σε στόμα μπορεί να μάθει κανείς για εμάς. Οργανώνουμε μια εκδήλωση, και φαίνεται πως επιλέγουμε τα παιδιά στην τύχη. Στην πραγματικότητα όμως, ξέρουμε από πριν ποιους θα διαλέξουμε».

«Να είστε σίγουρος πως αν μείνω ικανοποιημένη, του χρόνου θα έχετε πολλαπλάσια πελατεία», του ανταπέδωσε το χαμόγελο εκείνη. «Τι θα γίνει με αυτόν;» έδειξε προς τον Τζόσουα.

«Δεν χρειάζεται να σας απασχολεί. Μετά το τέλος της σημερινής εκδήλωσης, όπου θα έρθουν όλοι να θαυμάσουν αυτή την παγωμένη σύνθεση, η ζέστη θα πλημμυρίσει τον χώρο. Και ξέρετε τι παθαίνει ο πάγος όταν ζεσταίνεται…» της έκλεισε το μάτι. « Λιώνει, και όταν το νερό στεγνώσει, εξατμίζεται και δεν αφήνει ίχνος πίσω του».

Εκείνη χαμογέλασε. Έπιασε το καινούριο αγόρι από το χέρι και αποχώρησαν. Ο Τζόσουα την κοιτούσε απεγνωσμένος. Όταν την είδε να περνά μέσα από την κουρτίνα μια σταγόνα ξεπρόβαλε από το μάτι του και κύλησε πάνω στο μάγουλό του.

Tags: christmas , dark , dark story , elf , fantasy , kid , kids , Santa , santa claus , short-story , snow , story , The Weird Side Daily , twsd , winter , άγαλμα , άγιος βασίλης , Αγόρι , διήγημα , ιστορία , καλλιτέχνης , κρύο , μητέρα , ξωτικό , πάγος , παγωμένο , παγωμένος , Παιδί , παιδιά , Σκοτεινό , σκοτεινό διήγημα , φαντασία , χειμώνας , χιόνι , Χριστούγεννα

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 23 Δεκεμβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.