To κατάλληλο δέντρο

“Ήταν ένα κωνικό κατασκεύασμα από πλαστικό, σκουροπράσινου χρώματος, με κάτι προεξοχές που ονομάζονταν κλαδιά και το οποίο συνοδεύονταν από κιβώτια τα οποία περιείχαν μια πληθώρα από πολύχρωμες και γυαλιστερές σφαίρες. Το λέγανε «δέντρο»…”

22 Δεκεμβρίου 2020

Οφείλω να ομολογήσω ότι η απόφαση του Συμβουλίου των Εννιά για την αναβίωση του αρχαίου εθίμου των Χριστουγέννων, δεν με βρήκε καθόλου σύμφωνο. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Ξύπνησε μέσα μου πικρόχολα συναισθήματα μνησικακίας και θυμού. Στο κάτω-κάτω καταφέραμε για 150 ολόκληρα χρόνια να επιβιώσουμε μόνοι μας σ’ αυτή τη μικρή αποικία χωρίς καμία βοήθεια από τη Γη. Τα βγάλαμε πέρα μια χαρά με τα ελάχιστα μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας, τότε που οι αφίξεις των μη επανδρωμένων διαστημοπλοίων σταμάτησαν ξαφνικά και οι Γήινοι, αντί να ασχολούνται μαζί μας, προτίμησαν να χτίσουν πελώρια τζαμιά και να προσκυνάνε την Μέκκα επτά φορές την ημέρα. Επί ενάμιση αιώνα το μοναδικό πράγμα που μας έκανε να πιστεύουμε ότι υπήρχε ακόμα ο μητρικός μας πλανήτης ήταν ένας γαλανόλευκος δίσκος που λαμποκοπούσε στις οθόνες των τηλεσκοπίων μας και ο χείμαρρος των ειδήσεων που πλημμύριζε περιοδικά τις κεραίες του κέντρου επικοινωνιών της αποικίας, όταν ο ήλιος δεν έμπαινε στη μέση.  Και τώρα, που το παν-ισλαμικό παγκόσμιο κράτος είχε τελικά καταρρεύσει και η αποίκιση του διαστήματος δεν αποτελούσε πλέον προσβολή στο πρόσωπο του Αλλάχ, οι μετανιωμένοι γήινοι είχαν ξεσκονίσει τις βάσεις δεδομένων τους, είχαν στρέψει τα ραδιοτηλεσκόπια τους στα σημεία τ’ ουρανού όπου μια φορά και έναν καιρό είχαν ιδρύσει αποικίες, και είχαν αποφασίσει να μας βοηθήσουν!

Το πρώτο μεταγωγικό σκάφος που μας ήρθε, ένα μη-επανδρωμένο μεγαθήριο, περιείχε αφυδατωμένα τρόφιμα που μας ήταν εντελώς άχρηστα, φάρμακα για ασθένειες που είχαν πάψει να μας ταλαιπωρούν, ένα σκληρό δίσκο με φιλικούς χαιρετισμούς από ενθουσιασμένους γήινους πολίτες και εκείνο το αλλόκοτο πράγμα που με το που το είδα, ένιωσα ένα πελώριο κύμα δυσπιστίας να φουσκώνει μέσα μου: Ήταν ένα κωνικό κατασκεύασμα από πλαστικό, σκουροπράσινου χρώματος, με κάτι προεξοχές που ονομάζονταν κλαδιά και το οποίο συνοδεύονταν από κιβώτια τα οποία περιείχαν μια πληθώρα από πολύχρωμες και γυαλιστερές σφαίρες. Το λέγανε «δέντρο» και ήταν λέει πιστή απομίμηση μιας μορφής ζωής που ήταν πολύ συνηθισμένη στο γήινο οικοσύστημα. Μάζεψα στα γρήγορα μια ομάδα απρόθυμων συνεργατών και αφού το αποστειρώσαμε καλά-καλά, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες, το στήσαμε σύμφωνα με τις εσωκλειόμενες οδηγίες στην κεντρική αίθουσα συναθροίσεων και μαζευτήκαμε γύρω του για να το δούμε καλύτερα. Ήταν ένα κακάσχημο πράγμα που θύμιζε πελώριο βακτηρίδιο με αγκαθωτά άκρα. Ακόμα και το σχήμα του δεν ταίριαζε καθόλου με το σφαιρικό εσωτερικό της αίθουσας που ήταν βαμμένη με φωτεινά χρώματα τα οποία σχημάτιζαν σπειροειδή σχέδια. Βασικά είχε τα χάλια του. Φανταστείτε λοιπόν την αγανάκτηση μου, όταν το Συμβούλιο των Εννιά με διόρισε ως υπεύθυνο για την διακόσμηση του εν λόγω αντικειμένου με τις γυαλιστερές μπάλες που είχαν έρθει μαζί του. Μου εξήγησαν με ήρεμο και ευγενικό τρόπο ότι το εν λόγω αντικείμενο είχε πολύ μεγάλη σημασία γιατί αποτελούσε το πανάρχαιο σύμβολο ενός εθίμου που τηρούνταν στη Γη εδώ και πάρα πολλούς αιώνες και που είχε να κάνει με το καλωσόρισμα του καινούργιου ημερολογιακού χρόνου, κάτι που συνοδεύονταν από μια περίοδο χαράς και γιορτών όπου οι άνθρωποι αντάλλασαν δώρα μεταξύ τους, ντύνονταν όμορφα και διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι ο ημερολογιακός χρόνος της Γης δεν είχε πλέον καμία επιρροή επάνω μας και ότι η καθημερινότητα της αποικίας καθορίζονταν από τη χρονική διάρκεια της περιστροφής του αστεροειδή που μας φιλοξενούσε γύρω από τον Κρόνο, καθώς και από την τροχιά του εν λόγω πλανήτη γύρω από τον ήλιο. Εκείνοι όμως ήταν ανένδοτοι. Ισχυρίστηκαν ότι τα Χριστούγεννα ήταν μια γιορτή που θα χαροποιούσε ιδιαίτερα τα παιδιά της αποικίας και ότι ως υπεύθυνος των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων της είχα καθήκον να αναλάβω το στολισμό του σκουροπράσινου  αυτού τερατουργήματος. (Δεν το χαρακτήρισαν με αυτές τις λέξεις φυσικά αλλά εγώ έτσι το έβλεπα). Εκείνη τη στιγμή βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που πριν από ούτε που θυμάμαι πόσες περιστροφές, μου είχε κατέβει η φαεινή ιδέα να καλύψω τις βαρετές στοές των εγκαταστάσεων ανακύκλωσης της αποικίας με αντανακλαστικά αραβουργήματα που άλλαζαν χρωματισμό και διάταξη ανάλογα με την γωνία από την οποία τα κοιτούσε κανείς. Αυτή η αισθητική παρέμβαση είχε ξεσηκώσει ένα τέτοιο κύμα ενθουσιασμού που μέσα σε λίγο καιρό ολόκληρο το εσωτερικό της αποικίας, οι αίθουσες, οι στοές, τα κάθετα περάσματα και οι αποθήκες της, είχαν μεταμορφωθεί σ’ ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα που θύμιζε τα κοίλα αυτά πετρώματα που είναι γκρίζα και αδιάφορα εξωτερικά αλλά που κρύβουν στο εσωτερικό τους μια φαντασμαγορική συνάθροιση πολυεδρικών κρυστάλλων.  Και να με τώρα να σπάζω το κεφάλι μου και να προσπαθώ να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω με αυτό το εξάμβλωμα. Αρχικά προσπάθησα να αναλογιστώ τη σειρά των προβλημάτων που παρουσίαζε η εγκατάστασή του. Εκτός από τεράστιο και εντελώς αταίριαστο με το χώρο, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να το στερεώσω, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να καταλάβει ποιο ήταν το πάνω και ποιο το κάτω μέρος του καθόσον, σε αντίθεση με το περιβάλλον της αποικίας μας που χαρακτηρίζεται απ’ την ολοκληρωτική έλλειψη βαρύτητας, αποτελούσε το γέννημα ενός κόσμου όπου τα πάντα ήταν καθηλωμένα από ένα πανίσχυρο βαρυτικό πεδίο. Οι μπάλες του ήταν υπερβολικά εύθραυστες και τη στιγμή που ανοίξαμε τα κιβώτια για να τις δούμε καλύτερα, οι μισές απ’ αυτές πετάχτηκαν στον αέρα, συγκρούστηκαν με τα τοιχώματα της αίθουσας και διαλύθηκαν. Φαίνεται ότι αυτοί που τις πακετάρισαν είχαν προσπαθήσει να εξοικονομήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο με αποτέλεσμα να της έχουν παραστριμώξει. Τώρα, ο αέρας γύρω μας ήταν γεμάτος με αμέτρητα λαμπερά θραύσματα που σπινθήριζαν άρρυθμα.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» μουρμούρισα καθώς κοίταζα το χάος που στροβιλιζόταν μπροστά μου.

«Να προτείνω κάτι αφεντικό;»

Γύρισα και κοίταξα το άτομο που μου είχε μιλήσει. Ήταν ο Ρουφ, από το τμήμα εξόρυξης. Ένας καλοκάγαθος και πολύ πρακτικός τύπος που στον ελεύθερο χρόνο του, του άρεσε να συλλέγει τα πιο εντυπωσιακά πετρώματα που βρίσκαμε στα εντόσθια του αστεροειδή και να τα σκαλίζει σε απίθανα σχήματα.

«Βέβαια, κάθε ιδέα είναι ευπρόσδεκτη αυτή τη στιγμή!» του απάντησα με προσδοκία.

«Να λέω, αντί να κολλήσουμε αυτές τις μπάλες πάνω στο δέντρο, ή όπως το λένε τέλος πάντων αυτό το πράγμα, να δέσουμε πάνω του με ανθρακονήματα τα πετρώματα που βγάζουμε απ΄το ορυχείο. Αν τα γυαλίσουμε και τα στρογγυλέψουμε με τα λέιζερ των τόρνων θα γίνουν πολύ όμορφα! Θα είναι τα δικά μας στολίδια και όχι αυτές οι χαζομάρες που μας έστειλαν από ελεημοσύνη οι Γήινοι!»

Η πρότασή του μου άρεσε και ξύπνησε μια σπίθα υπερηφάνειας μέσα μου. Είχε απόλυτα δίκιο! Θα γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα όπως το ήθελε το Συμβούλιο, αλλά με το δικό μας τρόπο!

Το χαμόγελο που άστραψε στο πρόσωπό μου ήταν η καλύτερη απάντηση που θα μπορούσα να του δώσω, γιατί έκανε μια κολοτούμπα  και με μια γερή κλωτσιά στον αέρα εκτοξεύτηκε σε μια από τις κυλινδρικές εξόδους της αίθουσας:

«Πάω να το πω στους υπόλοιπους!» μου φώναξε με ενθουσιασμό και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο.

«Να πω και εγώ κάτι;» ακούστηκε μια δεύτερη ντροπαλή φωνή. Η Λία, μια μικρόσωμη και εξαιρετικά συνεσταλμένη κοπέλα απ’ το τμήμα συντήρησης, είχε κοκκινίσει σαν ερυθρός νάνος και έμοιαζε να έχει ήδη μετανιώσει για το γεγονός ότι είχε ανοίξει το στόμα της:

«Φυσικά και μπορείς!»

«Να, πιστεύω ότι αυτό το πράγμα έχει λάθος σχήμα. Ίσως δεν κάναμε κάτι σωστά στη συναρμολόγηση. Μπορούμε να το ξαναφτιάξουμε αν θέλετε. Μπορώ να φέρω πέντε κορίτσια από το συνεργείο, να το αποσυναρμολογήσουμε και να του δώσουμε ένα πιο λειτουργικό σχήμα!»

«Αυτό είναι μια υπέροχη ιδέα! Μπράβο σου! Πάμε λοιπόν!»

Η Λία που δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα, έκανε μια κομψή πιρουέτα και πετάχτηκε στην έξοδο της αίθουσας γοργή σαν μετεωρίτης.

«Μπορούμε να τροποποιήσουμε και το φωτισμό του χώρου για να το κάνουμε να ταιριάζει περισσότερο μαζί του,» πετάχτηκε και ο Μαρς που εργαζόταν στο ηλεκτρολογικό τμήμα της αποικίας. «Έτσι πράσινο που είναι, μοιάζει με μεταλλαγμένη μούχλα!»

Του έκανα ένα επιδοκιμαστικό νεύμα και ύστερα αποσύρθηκα στο διαμέρισμά μου νιώθοντας μια βαθιά ικανοποίηση, την αίσθηση ότι είχα απαλλαχτεί από ένα  πελώριο φορτίο που έκανε τις κινήσεις μου αδέξιες και κοπιαστικές.

Τρεις περιστροφές αργότερα, έφτασε η στιγμή των αποκαλυπτηρίων. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο έπλεε στο κέντρο της αίθουσας κρυμμένο μέσα σε μια φουσκωτή σφαίρα από εύκαμπτα νημάτια νικελίου. Έμοιαζε με πελώριο αυγό που μέσα του κυοφορούταν κάτι το θαυμαστό. Τα καμπυλωτά τοιχώματα της αίθουσας είχαν αλλάξει χρώμα. Είχαν γίνει πιο σκούρα και εξέπεμπαν μια αχνή βαθυγάλανη και χρυσαφένια ανταύγεια που θύμιζε λιγάκι την καρδιά ενός αρχαίου γαλαξία. Ολόκληρη η αποικία είχε μαζευτεί γύρω από το δέντρο και όλοι ανυπομονούσαν να δουν το αποτέλεσμα των ενεργειών μας.  Τα μέλη του Συμβουλίου των Εννιά που κάθονταν ημικυκλικά στο θεωρείο τους, φορούσαν τις επίσημες ταινίες των αξιωμάτων τους και είχαν και αυτά στυλωμένα τα μάτια τους στην αστραφτερή σφαίρα από αντανακλαστικό νικέλιο.

Ένα βαθύ καμπάνισμα κυμάτισε μέσα στην πελώρια αίθουσα και διέκοψε τα διάχυτα ψιθυρίσματα και τα ανυπόμονα μουρμουρητά των παρευρισκομένων. Ο φωτισμός των τοιχωμάτων εξασθένησε ακόμα περισσότερο και μετά το ασημόχρωμο αυγό άνοιξε στα δύο, συρρικνώθηκε και τελικά εξαφανίστηκε.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο έλαμψε μεγαλόπρεπα, αποσπώντας επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού από το πλήθος. Έριξα μια κλεφτή ματιά στα πρόσωπα του Συμβουλίου. Τα περισσότερα είχαν κοκκινίσει και τα μάτια τους ήταν γουρλωμένα. Σίγουρα δεν περίμεναν να δουν κάτι τέτοιο. Η καρδιά μου άρχισε να γοργοχτυπάει. Η αλήθεια είναι ότι πριν εγκρίνω τις αισθητικές παρεμβάσεις της ομάδας μου, είχα ρίξει μια ματιά στη βάση δεδομένων της Αποικίας και οι εικόνες των χριστουγεννιάτικων δέντρων που είχα κατεβάσει, ελάχιστα έμοιαζαν με το κατασκεύασμα που έπλεε μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους.

Το δικό μας δέντρο ήταν σφαιρικό και έμοιαζε με αστρικό σμήνος. Η Λία και η παρέα της είχαν ξεριζώσει τα κλαδιά από τον κορμό του και τα είχαν αναδιατάξει ακτινωτά γύρω από ένα στρογγυλό πυρήνα. Ανάμεσά τους αναβόσβηναν μικρά φωτάκια ακολουθώντας έναν δικό τους μυστικό ρυθμό. Γύρω τους, δεμένα με διάφανα ανθρακονήματα αιωρούνταν, το καθένα σε διαφορετική απόσταση απ’ αυτό, εκατοντάδες γυαλισμένες πέτρες που είχαν σχήμα στρογγυλό και στολίζονταν με πολύχρωμα και περίπλοκα σχέδια, το αποτέλεσμα των ακτίνων λέιζερ με τις οποίες τις είχε επεξεργαστεί η ομάδα του Ρουφ. Θύμιζαν μικρούς πλανήτες και σχημάτιζαν όλες μαζί ένα εκθαμβωτικό νεφέλωμα που περιστρέφονταν γύρω του αργά, κινητοποιημένο από τα ατμοσφαιρικά ρεύματα που γεννιόνταν από τις αναπνοές και τις κινήσεις του κατάπληκτου πλήθους.

Μια βαθιά σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Μου  φάνηκε ασφυκτική. Αλλά αμέσως μετά κάποιος άρχισε να χειροκροτεί. Κάποιος άλλος μιμήθηκε το παράδειγμά του και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου ολόκληρη η αίθουσα άρχισε να σείεται από εκκωφαντικά χειροκροτήματα και επιφωνήματα χαράς και ενθουσιασμού. Άφησα την αναπνοή που κρατούσα τόση ώρα φυλακισμένη μέσα στο στήθος μου να δραπετεύσει με ανακούφιση και άρχισα να ανταλλάσσω αγκαλιές και χειραψίες με κάθε άνθρωπο που έβρισκα μπροστά μου. Κοίταξα κλεφτά τα μέλη του Συμβουλίου και τους είδα να χαμογελάνε. Και πώς θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά; Αυτό ήταν το ΔΙΚΟ μας δέντρο, ένα δημιούργημα βγαλμένο από τη δική μας ζωή που άνθιζε στην αποικία μας εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, στα βάθη ενός μεγάλου αστεροειδή που περιστρέφονταν γύρω από τον Κρόνο. Δεν είχε καμία σχέση με την ξένη και παράξενη ζωή των ανθρώπων της μακρινής Γης. Ήταν ένα κατασκεύασμα βγαλμένο από την ψυχή μας και γι’ αυτό και είχε γίνει έτσι όμορφο. Όλοι το καταλάβαιναν αυτό. Ειδικά τα μικρά παιδιά της αποικίας που κολυμπούσαν τώρα γύρω του και το κοίταζαν με λατρεία.

Τα παιδιά που ήταν το μέλλον της μικρής και αυτόνομης κοινότητας μας και που τους είχαμε αλλάξει το γενετικό κώδικα έτσι ώστε να νιώθουν απόλυτα ευτυχισμένα στον μικρόκοσμο της αποικίας, στο μικροσύμπαν της όπου τα πάντα είχαν μηδενικό βάρος και έπλεαν άκοπα σ’ ένα περιβάλλον όπου έννοιες όπως το κάτω και το πάνω ήταν ακατανόητες.

Άρχισα να τα κάνω χάζι.

Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που κολυμπούσαν πέρα-δώθε και ανέμιζαν όλα μαζί τα μικρά πλοκάμια τους, με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, σαν μικροί και πανέμορφοι ζυμομύκητες.

Και ύστερα  άρχισε ν’ ακούγεται Χριστουγεννιάτικη μουσική.

Για αρχή βάλαμε το εξής τραγούδι:

«Ω έλατο, ω έλατο, μ’ αρέσεις πως μ’ αρέσεις».

Tags: aliens , christmas , Christmas tree , colony , earth , fantasy , light , planet , saturn , sci-fi , short-story , song , space , symbol , The Weird Side Daily , tree , αιώνες , αλλάχ , αποικία , αστεροειδής , γαλαξίας , Γη , Γήινοι , δέντρο , διάστημα , διαστημόπλοιο , διήγημα , διήγημα φαντασίας , έλατο , εξωγήινοι , Έρικ Σμυρναίος , κρόνος , πλανήτες , πλανήτης , σκάφος , σύμβολο , συμβούλιο , Τραγούδι , φαντασία , φως , Χριστούγεννα , χριστουγεννιάτικο δέντρο , χρόνια , ω έλατο

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 22 Δεκεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.