Είναι απαίσιο. Πραγματικά. Άδειο λευκό και ασφυκτικό. Οι τοίχοι του είναι κατάλευκοι και μαλακοί, σχεδιασμένοι να απορροφούν την απελπισία των ανθρώπων που έχουν παγιδευτεί ανάμεσα τους. Ωστόσο, πάνω στις σταμπωτές τους επιφάνειες έχουν χαραχτεί κραυγές οργής και απελπισίας, χοντροκομμένα σκίτσα, χαρακιές, στιχάκια και αδέξιες βρισιές, με αίμα ως επί το πλείστον. Τώρα έχει ξεραθεί και είναι εύθρυπτο και καφέ. Ξεκολλάει με το παραμικρό άγγιγμα σαν ανάμνηση που έχει διαβρωθεί από ένα καταρράκτη χημικών ψυχοφαρμάκων. Και είναι τόσο πολλά αυτά τα φάρμακα!
Πρωί μεσημέρι και βράδυ, εμφανίζεται μια αγέλαστη νοσοκόμα, ντυμένη στα λευκά και αυτή. Μοιάζει με φριχτή μαριονέτα που γεννήθηκε μέσα από την απωθητική ασπρίλα των τοίχων. Μπαίνει μέσα στο κελί, συνοδευόμενη πάντα από δυο πανύψηλους και ογκώδεις δεσμοφύλακες. Εκείνοι με πιάνουν από τους ώμους και τους βραχίονες, μου στρίβουν τα χέρια προς τα πίσω και με υποχρεώνουν να γονατίσω. Ύστερα λυγίζουν το κεφάλι μου προς τα πίσω και περιμένουν να κάνω αυτό που θέλουν. Ν’ ανοίξω το στόμα μου, να βγάλω τη γλώσσα μου έξω και να παραμείνω ολότελα ακίνητος. Ύστερα, η νοσοκόμα θα τοποθετήσει στο στόμα μου τρία χάπια: Ένα κόκκινο, ένα μπλε και ένα μαύρο. Μετά, θα με βάλει να καταπιώ το περιεχόμενο ενός πλαστικού ποτηριού, χλιαρό νερό βασικά, και ύστερα θα ξαναβγάλω τη γλώσσα μου, θα τη λυγίσω προς τα κάτω και προς τα πάνω, για να τους αποδείξω ότι όντως κατάπια τα χάπια.
Τα καταπίνω. Κάθε φορά. Υπακούω. Αφ’ ενός γιατί ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει αν δείξω το παραμικρό ίχνος ανυπακοής: Ηλεκτροθεραπεία στην απαίσια μεταλλική καρέκλα και καταβύθιση σε μια μπανιέρα που είναι γεμάτη με παγωμένο νερό. Αφ’ ετέρου γιατί τα χάπια μου προσφέρουν αυτό που λαχταρώ πιο πολύ απ’ όλα: Τη λησμονιά. Οικοδομούν ένα χημικό τείχος που κρατάει μακριά τα φριχτά όνειρα που προσπαθούν κάθε βράδυ να εισβάλλουν στο κεφάλι μου: Εικόνες πλοκαμοφόρων τεράτων που αναδύονται από μια αγριεμένη θάλασσα και ισοπεδώνουν αλαλάζουσες πολιτείες, μιασματικές φιγούρες που δραπετεύουν μέσα από πανάρχαιους μονόλιθους και στραγγαλίζουν ολόκληρο τον κόσμο με φασματικά δάχτυλα από θανατηφόρο καπνό. Αχανή όντα μεγέθους δορυφόρων που πλανιούνται στο κοσμικό κενό εκπνέοντας ηφαιστειακά αέρια και αναζητούν κόσμους-λίκνα ζωής. Και τέλος, ακόμα πιο φριχτό, δίνες, περιστρεφόμενες συστροφές του χάους που εμφανίζονται στον ουρανό και καταπίνουν ζώα δέντρα και ανθρώπους. Τουλάχιστον, έχω μάθει ορισμένα πράγματα απ’ όλα αυτά. Γνωρίζω πλέον ότι ο άνθρωπος είναι ένα ασήμαντο δημιούργημα του σύμπαντος, ένα απλό βιολογικό συμβάν. Εκεί έξω κανείς δεν νοιάζεται για μας. Υπάρχουν όντα τιτάνια, πλάσματα που διασχίζουν γαλαξίες και τους καταπίνουν με την ίδια αδιαφορία που οι γαλάζιες φάλαινες των γήινων ωκεανών καταπίνουν σύννεφα από φυτοπλαγκτόν. Ανάμεσα στην φριχτή ανυπαρξία που απλώνεται ανάμεσα στ’ αστέρια, αιωρούνται ασύλληπτες νοημοσύνες, διάνοιες που συγκριτικά με εμάς, κατέχουν τη θέση που έχει κατακτήσει ένας ανθρώπινος εγκέφαλος σε σχέση με την στοιχειώδη αντιληπτικότητα μιας αμοιβάδας. Για τις υπάρξεις εκείνες ήμαστε κάτι λιγότερο από ασήμαντοι, απειροελάχιστα μικρόβια που έτσι και γίνουν ενοχλητικά, ή τύχει απλά να βρεθούν στο δρόμο τους, θα εξοντωθούν, όχι από μοχθηρία ή σαδισμό αλλά γιατί υπάρχουν.
Τις πρώτες μέρες που με κλείσανε σ’ αυτό το κελί, προσπάθησα να τους εξηγήσω όλα αυτά τα πράγματα. Ήθελα να κατανοήσουν εκείνες τις απλές αλήθειες. Εκείνοι πίστεψαν ότι απλά παραληρούσα. Η πράξη που με είχε οδηγήσει εκεί, η δολοφονία του νεαρού ανόητου που είχε ξεθάψει εκείνον τον σκοτεινό κρύσταλλο και είχε προσπαθούσε να πειραματιστεί μαζί του για να έρθει σε επαφή με κάποιους αρχαίους θεούς, οφειλόταν στις νοσηρές μου ψευδαισθήσεις.
Όμως εγώ ξέρω καλύτερα. Όταν μου έδειξε το εύρημα του, περήφανος που είχε κάτι αντάξιο της προσοχής ενός διάσημου αποκρυφιστή και ακαδημαϊκού σαν του λόγου μου, είχα ρίξει μια κλεφτή ματιά στα βάθη του. Το κρυσταλλικό εκείνο ανουσιούργημα που κάποια χέρια που δεν ήταν ανθρώπινα είχαν αποτυπώσει επάνω του τη μορφή ενός πλοκαμοφόρου και αποτροπιαστικού πλάσματος, λειτουργούσε ως αγωγός. Ανάμεσα στις πρισματικές αντανακλάσεις του είχα διακρίνει αχανή διαστρικά κενά και απαίσιους πλανήτες που έμοιαζαν με περιστρεφόμενες κολάσεις και ταξίδευαν αδέσποτοι, μέσα σε αιώνια σκοτάδια. Και το χειρότερο, κατά τη διάρκεια εκείνου του φευγαλέου δευτερολέπτου, είχα νιώσει ότι κάτι είχε εστιάσει την προσοχή του επάνω μου. Μέσα από τον κρύσταλλο κάτι με είχε αντιληφθεί και κρυφοκοιτούσε το δικό μου κόσμο. Εκείνη τη στιγμή, οι γνώσεις δεκαετιών μελέτης που είχα συσσωρεύσει αποδείχτηκαν επιτέλους χρήσιμες. Κατάλαβα αμέσως τι ήταν αυτό που είχε ανακαλύψει ο αφελέστατος μαθητής μου. Άρπαξα λοιπόν τον κρύσταλλο και τον τίναξα με όλη μου τη δύναμη στο πάτωμα. Εκείνος θρυμματίστηκε σε χιλιάδες μαύρα κομμάτια που έκοβαν σαν το γυαλί και αντανακλούσαν μουντά το φως του πρωινού που έμπαινε μέσα απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες του γραφείου μου. Μετά, τον κοίταξα κατάματα. Στο βλέμμα του, πίσω από την έκπληξη που μεγάλωνε τις κόρες των ματιών του, υπήρχε ένα σκοτάδι. Μια αφύσικη μαυρίλα. Ένα πέρασμα σε κάποιο σκοτεινό σύμπαν που δεν έπρεπε ποτέ να αγγίξει το δικό μας. Οπότε, τον σκότωσα. Άρπαξα το εβένινο πρες-παπιέ, που στόλιζε την δρύινη επιφάνεια του γραφείου μου, το στρογγυλεμένο κομμάτι ενός καψαλισμένου μετεωρίτη στην ουσία, και το κατέβασα στο κεφάλι του πολλές φορές, ακόμα και όταν εκείνος σωριάστηκε καταγής, ξανά και ξανά, έως ότου το μετέτρεψα σε μια άμορφη μάζα από χυμένα μυαλά και κομματιασμένα κόκαλα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, κατά τη διάρκεια της πρώτης μου νύχτας στο τρελάδικο, ανακάλυψα ότι ήταν πολύ αργά. Μέσα από τα βάθη των ονείρων μου αναδύθηκε ο ερεβώδης κρύσταλλος, και μαζί του ξεδιπλώθηκαν τα όνειρα. Αν και φριχτά, ήταν σαφέστατα. Κάτι μας είχε εντοπίσει. Κάτι που ήταν υπεύθυνο για την ταυτόχρονη κατάρρευση του Μινωικού, του Πελασγικού, του Αιγυπτιακού και του Σουμεριακού πολιτισμού, θα άγγιζε για άλλη μια φορά τον κόσμο μας και θα βύθιζε την ανθρωπότητα σε μια δίνη θανάτου και παραφροσύνης.
Οι κραυγές μου δεν γίνονται ακουστές. Οι εξηγήσεις μου πέφτουν στο κενό. Τα χάπια με βυθίζουν σε ωκεανούς νοητικής ανυπαρξίας αλλά κάθε φορά που αναδύομαι από τα πηχτά τους βάθη, το σύρσιμο εκείνων που πλησιάζουν ολοένα γεμίζει το μυαλό μου. Και ξέρετε κάτι; Τώρα τελευταία δεν ξέρω τι είναι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ. Η αναπόφευκτη άφιξή τους ή το γεγονός ότι όταν συμβεί αυτό, κανείς δεν θα υπάρχει για να μπει στο κελί μου και να μου προσφέρει τα φάρμακα της λησμονιάς;
Tags: chaos , The Weird Side Daily , άγγιγμα , αίμα , αλήθειες , ανάμνηση , ανυπαρξία , απελπισία , Άσυλο , άφιξη , βράδυ , γαλαξίας , γυαλί , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Διηγήματα , δίνες , δίνη , δολοφονία , δολοφόνος , έκπληξη , Έρικ Σμυρναίος , Ζώα , ζωή , Ζώο , θάλασσα , θάνατος , ιστορία , ίχνος , κελί , κενό , κεφάλι , κόκαλα , κόκαλο , κόλαση , κόσμος , κρύσταλλος , λευκά , λησμονιά , μάζα , μαριονέτα , μεταφυσικό , μετεωρίτης , νερό , νοσοκόμα , νοσοκόμος , νύχτα , Όνειρα , όνειρο , Όργή , οστό , παραίσθηση , παραφροσύνη , παραφυσικό , πλανήτες , πλανήτης , πολιτισμός , σκοτάδι , στιχάκι , στίχος , σύμπαν , τέρας , τέρατα , τοίχος , Υπερφυσικό , Φανταστικό , φάρμακο , φόνος , χάπι , χάπια , χημεία , ψευδαίσθηση , Ψυχιατρείο , ψυχιατρικό άσυλο , ωκεανός
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.